Σάββατο, 20 Απρ.
14oC Αθήνα

Τα κουρέλια τραγουδούν ακόμα

Σήμερα είναι 17 Νοέμβρη και για μένα είναι πια, ότι ήταν για τη μάνα μου η ημέρα ίδρυσης του ΕΑΜ. Δηλαδή προσωπική και ιδιωτική, σιωπηλή και σημαντική ημέρα μνήμης.

Για εκείνη φρόντιζε το κράτος της δεξιάς, ώστε η γιορτή να είναι κρυφή, σιωπηλή. Γιατί ναι υπήρξε και βασίλευσε κράτος της δεξιάς προ αμνημονεύτων 50 χρόνων.

Για μένα φροντίζει ανάποδα ο θόρυβος, εκκωφαντικός, η εκμετάλλευση των επωνύμων και η σκύλευση από τα Μέσα, οι διαδηλώσεις των Εξαθλίων και των κομματικών νεολαιών, ώστε χρόνο με το χρόνο η στιγμή να είναι πιο ιδιωτική και αδήριτα πιο περασμένη.

Στα τελευταία 37 χρόνια , δυο τρεις φορές, σίγουρα το 74, κάτι το 81, λίγο το 96 το ιδιωτικό μου έβρισκε και δημόσιο ανάλογο, το προσωπικό χωρούσε στο κοινό χωρίς σύνθλιψη.
Φέτος, χρονιά με έντονη αναστοχαστική, αυτοκριτική διάθεση, με ομολογημένη κοινή αποστροφή των «εκδρομέων του 70» μπροστά στην χρεοκοπία, πως κι αν σκατά δεν τα κάναμε, πάντως καλά δεν τα καταφέραμε, περίμενα με μαύρη κατήφεια, τις δημοτικές εκλογές να επιβεβαιώσουν ακόμη μια φορά, μα τώρα πιο πικρά, την ήττα, τη μεγάλη ήττα.

Όχι την ήττα των προσώπων ή των κομμάτων. Την ήττα του Τομπάζη από τον Ψινάκη, της Θεσ/νίκης των ποιητών από τον Άνθιμο και το παιδί του σωλήνα του.

Με μισή καρδιά, λίγο από καθήκον, λίγο από συνήθεια, ψήφισα. Πολύ περισσότερο που διαπίστωνα πικρά πως από τη μάχη των αξιών, γιατί μετωπική αντιπαράθεση αξιών και πολιτισμού είχαμε σε Αθήνα και πολύ περισσότερο σε Θεσσαλονίκη, από τη μάχη απουσίαζε η σχεδόν όλη- με την εξαίρεση λαμπρή και όχι τυχαία του πάλαι ποτέ ΚΚΕ εσωτ. και νυν Δημοκρατικής Αριστεράς- απουσίαζε λοιπόν η Αριστερά που πάντα ήταν μπροστά στους αγώνες για μέτωπο στην ξενοφοβία, το ρατσισμό, τον αξιακό εκπεσμό, τον πολιτισμό που φωνάζει στη στάμπα της μπλούζας όσα δεν μπορεί να πει η άδεια ψυχή.

Τα αποτελέσματα, αλλού οριακά, αλλού πιο άνετα, με ξεγέλασαν και χαμογέλασα.

Δεν ξέρω πόσο καλός δήμαρχος θα είναι ο Καμίνης, αλλά ζηλεύω που εκείνος έχει κι εγώ έχω χάσει το κουράγιο της μη συμμόρφωσης. Με το σύστημα των Μεγκάλων και μικρότερων τενεκέδων των 8, των τρομοκρατών της «ψυχαγωγίας», αυτού του ανακατέματος που απολαμβάνει η καταναλώνουσα Ελλάδα εδώ και πολλά χρόνια, χάνοντας κάθε μέρα, ένα ακόμη κομματάκι από την ικανότητά της να σκέφτεται, να εργάζεται, να δημιουργεί, να μη φοβάται να αισθάνεται.
Θαυμάζω τη δήλωση του πως δεν θέλει για ψηφοφόρους τους κατοίκους του Α. Παντελεήμονα αν στην ψήφο τους, παρά τα αδιέξοδά τους, κυριαρχούν και καθαγιάζονται τα βασικά ένστικτα.
Θαυμάζω- εκ των υστέρων- το πείσμα και την αγωνία του ιδρώτα του στην τηλεόραση, με την αμηχανία, τα λάθη , την καταφανή απόστασή του από τον κομματικό σωλήνα της επικοινωνιακής ευχέρειας, την αστοχία της τηλεοπτικής παρουσίας.
Δεν είχε να πείσει για την μη προέλευσή του από κομματικούς μηχανισμούς. Ήταν εκτός- σε βαθμό πρόκλησης ή καρικατούρας.
Δεν υπέστειλε σημαίες αξιών, πολιτισμού και νοημάτων. Με επιείκεια και ανεκτικότητα, αρνούμενος να δείξει άλλος από αυτό που είναι.
Απέναντί του ένας συντηρητικός άνθρωπος, με επιδεικτικά αντισυμβατικές συμπεριφορές, έμπειρος πολιτικός, Δεξιός γνήσιος , αλλά με φιλίες και συγγένειες κομματικά ευρύτερες κατάφερε να γίνει, κι ας μην του άξιζε, απολύτως απεχθής, στα όρια του αι σιχτίρ, γιατί δεν κατάλαβε. Εξόργισε και απεπέμφθη. Δεν κατάλαβε τι είναι η χρεοκοπία και το μνημόνιο, τι σημασία σε αυτό το πλαίσιο έχουν τα σκουπίδια και η δουλειά.
Τον πήρε η μπάλα, γιατί- μικροπολιτικό χατίρι στον Καρατζαφέρη- βρέθηκε υπέρμαχος του πολιτισμού του Ψινάκη. Της μέγγενης δηλαδή που σφίγγει τα μυαλά για να μείνουν παθητικά, κλισαρισμένα με μοτίβα παρελθόντος και ψευτομαγκιάς, ανίκανα να δράσουν για να αντιδράσουν και να αλλάξουμε. Οι «μοιραίοι», οι νοσταλγοί του σωτήρα, οι κράχτες της ευθύνης των άλλων, ο αχταρμάς των ΔΕΚΟ, των συνταξιούχων των 40, του εκφυλισμού μας, έχει αναισθητικό και αποσμητικό μαζί Ψινάκη.

Ηττήθηκε γιατί ο ραδιοφωνικός 984, σα μέσο, επιβεβαίωσε την κοινή περί μέσων αντίληψη, της διαπλοκής και διαφθοράς.

Ο Κακλαμάνης ήταν το «σύστημα». Όπως και ο άχρωμος Γκιουλέκας με τον Άνθιμο μπαμπά του.

Κανένας δεν τόλμησε να το πει στον Χριστόδουλο, τον Καλλίνικο, τον Άνθιμο. Τους έγλειφαν για τα ψηφαλάκια. Κι ο Σημίτης-παρά τις ταυτότητες- κι οι δημαρχαίοι, Αλαβάνοι, Παπανδρέου και λοιποί.

Ο Μπουτάρης με τη χάρη της αθυροστομίας του, με την αποκοτιά της εφηβικής του νοοτροπίας, έγινε η Πανελλαδική φωνή κόντρα στα ράσα του μίσους, στους μύωπες της εθνικιστικής μισαλλοδοξίας, στο λούμπεν, το εξαθλιωμένο πλειοψηφικό φολκλόρ του «φραπέ», «χαλαρά», «μεγάλε», «μπαόκια», «χλίδα», λαθρεμπόριο με τα Σκόπια αλλά η Μακεδονία είναι ελληνική. Κραυγή για μέτρο, να συνέλθουμε, να ξαναδούμε προτεραιότητες, να συλλογιστούμε χωρίς βλακείες για να γυρίσουμε πίσω επειδή αποτύχαμε να πάμε μπροστά.
Να πάει η Θεσσαλονίκη και όχι μόνο, στην πλευρά της κοσμοπολίτικης, βαλκανικής κι Ευρωπαϊκής ιστορίας της, να ανοίξουμε, να αναμετρηθούμε και να κερδίσουμε το χώρο και τη ζωή μας.
Τι θα πετάξουμε, τι θα κρατήσουμε, τι θα ενσωματώσουμε. Ανοιχτοί και δυνατοί, γιατί σκεφτόμαστε, αισθανόμαστε, δρούμε, συζητάμε, αντιδρούμε. Άνθρωποι κανονικοί!

Γιόρτασα την 17 Νοέμβρη και το Πολυτεχνείο προχθές αργά την Κυριακή, την δική μου γιορτή μετά από πολλά χρόνια.
Έβλεπα γύρω από το Μπουτάρη και τον Καμίνη, οικεία πρόσωπα, με κάποιες φαλάκρες και ρυτίδες του μεγαλώματός τους, με τα γυαλιά και τις άσπρες φαβορίτες, αλλά ήταν οι ίδιοι, εκείνοι και εκείνες κι ας έλειπαν πάρα πολλοί ακόμη.
Χάρηκα, δάκρυσα και άφησα ανοιχτό το ενδεχόμενο να τους συναντήσω.

Ελλάδα Τελευταίες ειδήσεις

Σχολιάστε