Παρασκευή, 19 Απρ.
20oC Αθήνα

Ο τουρισμός καταστρέφει το Μάτσου Πίτσου

Εκατό χρόνια μετά την (επαν)ανακάλυψή του από τον Χάιραμ Μπίνγκαμ η περιοχή κινδυνεύει να χάσει τον χαρακτήρα της

Εκατό χρόνια συμπληρώθηκαν προ ημερών από την 23η Ιουλίου 1911, όταν ο Αμερικανός καθηγητής του Πανεπιστημίου Γέιλ, Χάϊραμ Μπίνγκαμ, με τη βοήθεια ενός περουβιανού χωρικού, σκαρφάλωσε τις δύσβατες πλαγιές των Άνδεων για να φέρει στο φως τα ερείπια της «χαμένης πόλης» των Ίνκας, γνωστής και ως Μάτσου Πίτσου.
 
Τα τελευταία δέκα χρόνια, ο αριθμός των τουριστών στην περιοχή αυξήθηκε με ραγδαίους ρυθμούς, με μία μικρή παύση την περίοδο των βροχών. Η πιο διάσημη πέτρα της πόλης – φρούριο έχει χαραχτεί από μια διαφημιστική ομάδα για μπύρες. Και το Περού κέρδισε τον πόλεμο με το πανεπιστήμιο Γέιλ για τα ευρήματα που είχε μεταφέρει στην Αμερική ο Μπίνχαμ – η σταδιακή επιστροφή πολλών από αυτά έχει ήδη ξεκινήσει.
 
Ομως ο τουρισμός αλλοιώνει τον χαρακτήρα του διάσημου αρχαιολογικού χώρου, όπως τονίζει σε πρόσφατη ανταπόκρισή του από τις Ανδεις γιά την εφημερίδα Los Angeles Times ο αμερικανός δημοσιογράφος Κρίστοφερ Ρέινολντς
 
Πολλά από τα μνημεία έχουν υποστεί ορατές φθορές από την επαφή των τουριστών. Ακόμη και το όνομα της πόλης, η οποία βρίσκεται στους πρόποδες του βουνού, κάτω από τα ερείπια του Μάτσου Πίτσου, αλλάζει συνεχώς: Η πλειονότητα των κατοίκων της περιοχής τη γνωρίζει εδώ και καιρό ως Αγουας Καλιεντες, ενώ ένας μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων την ονομάζουν Ελ Πουέμπλο του Μάτσου Πίτσου.
 
«Επισκέφθηκα ξανά τα ερείπια μετά από 16 χρόνια. Διαπίστωσα ότι οι τιμές έχουν αυξηθεί σημαντικά, όπως και οι τουρίστες. Φέτος, το σύνολο των επισκεπτών μπορεί να ξεπεράσει τον αριθμό – ρεκόρ των 858.211 του 2008.» γράφει ο Ρέινολντς. Και προσθέτει προτρέποντας τους αναγνώστες : «Το σημαντικό, πάντως, δεν είναι οι “τσουχτερές” τιμές, ο κόσμος ή το πού θα μείνετε. Το σημαντικό είναι να βρεθείτε στην κορυφή αυτού του βουνού, καθώς ο ήλιος ανατέλλει, και να σταθείτε ανάμεσα σε αυτές τις πέτρες. Όσο είναι ακόμα καιρός».
 
Το μυστήριο που εκπέμπουν τα ερείπια κυριαρχεί ακόμη στην ατμόσφαιρα. Για να δείτε και να νιώσετε αυτό το θαύμα στο έπακρο, το μόνο που έχετε να κάνετε είναι να πάρετε τρένα κι αεροπλάνα, να έχετε μαζί σας αντηλιακό, να υπομείνετε τις ακριβές τιμές και να σηκώνεστε νωρίς. Η περιοχή ανοίγει τις πύλες της στις 6.00 το πρωί.
 
«Εάν είστε τυχεροί, το πρωινό σας θα ξεκινήσει με την αίσθηση της λεπτής ομίχλης υπό τη θέα των γειτονικών πλαγιών, που μοιάζουν με κινέζικο πίνακα ζωγραφικής. Καθώς ανατέλλει ο ήλιος, το τοπίο αρχίζει να αποκαλύπτεται. Είναι μαγευτικό. Έχω ταξιδέψει τρεις φορές στο Μάτσου Πίτσου – το 1988, το 1995 και φέτος. Κάθε φορά, διψούσα για κάτι καινούριο» τονίζει ο αρθρογράφος.
 
Ξεκινάτε με μια βόλτα στο παλιό οχυρό, με την επιβλητική θέα. Είναι σαν καρτ – ποστάλ σε τρεις διαστάσεις. Μπαίνετε στο φρούριο από την κύρια πέτρινη πόρτα, περνάτε τους δυτικούς κήπους και κοιτάτε κάτω, στα ορμητικά νερά του ποταμού Ουρουμπάμα, καθώς χτυπούν στους πρόποδες του βουνού.
 
Ύστερα, φτάνετε στη βασιλική περιοχή, το Ναό του Κοντορ και τον κυκλικό πύργο που είχε ανακαλύψει ο Μπίνγκαμ. Πρώτα, όμως, θα παρατηρήσετε έναν λαξευμένο βράχο, γνωστό και ως Ιντιχουάνα, «το σημείο που κρεμιέται ο ήλιος.»
 
Ειδικοί έχουν προειδοποιήσει ότι η μεγάλη κίνηση θα καταστρέψει τα ερείπια και, πιθανόν, θα οδηγησει στην απαγορευση της πρόσβασης του κόσμου στις πέτρες. Προς το παρόν, όμως, μπορείτε να περιπλανηθείτε ανενόχλητα. Εάν μείνετε στα ερείπια για αρκετή ώρα, στις 10 μπορείτε να χαλαρώσετε για λίγο. Ξαπλώστε στο γρασίδι και κοιμηθείτε ή καθίστε στην καφετέρια. Μπορείτε να περπατήσετε ως την Πύλη του Ήλιου, όπου οι πεζοπόροι βλέπουν από μακριά τα ερείπια της βουνοκορφής.
 
Η ιστορία του Μάτσου Πίτσου είναι ασύλληπτη. Χωρίς τροχό ή γραφή, οι Ινκας οικοδόμησαν, τον 15ο αιώνα, μια αυτοκρατορία, η οποία κυριάρχησε στη Νότια Αμερική. Η αρχιτεκτονική της ήταν τόσο επίδοξη που κατάφερε να διατηρηθεί για αιώνες, παρά τους δυνατούς και συχνούς σεισμούς. Όταν οι Ισπανοί κατακτητές κατέφθασαν, διψασμένοι για χρυσό, στα 1530, ήταν λιγότεροι από 200. Είχαν, όμως, πυροβόλα όπλα, ατσάλινα σπαθιά, άλογα και, φυσικά, την τύχη να εισβάλλουν στην περιοχή κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου των Ίνκας. Μπορεί να αφάνισαν την αυτοκρατορία, όμως δεν βρήκαν ποτέ το Μάτσου Πίτσου.
 
Ο αμερικανός πανεπιστημιακός Χάϊραμ Μπίνγκαμ, ηταν 36 χρόνων όταν πρωτανέβηκε στο βουνό. Αρχικά νόμιζε πως δεν θα τον πιστέψει κανείς. Αργότερα, έγραψε: «Ευτυχώς, σε αυτή τη γη, όπου η ακρίβεια των αναφορών για τα ευρήματα δεν είναι χαρακτηριστικό των ταξιδευτών, είχα καλή φωτογραφική μηχανή μαζί μου και ο ήλιος έλαμπε.»
 
Ο Μπίνγκαμ επέστρεψε στις ΗΠΑ και, εξασφαλίζοντας την υποστήριξη του πανεπιστήμιου Γέιλ και του National Geographic, έκανε συμφωνίες με την περουβιανή κυβέρνηση για εξερεύνηση της περιοχής, και τελικά επέστρεψε στο Γέιλ με χιλιάδες ευρήματα, συμπεριλαμβανομένων πηλινων εδωλίων, πέτρινων εργαλείων και ανθρώπινων σκελετών.
 
Κατά τον Μπίνγκαμ, το Μάτσου Πίτσου ήταν το μέρος όπου κρύβονταν οι Ίνκας, όταν επήλθε η ισπανική κυριαρχία. Σήμερα όμως πολλοί ερευνητές θεωρούν λανθασμένη τη θεωρία του και χαρακτηρίζουν ανακριβές το βιβλίο του «Η χαμένη πόλη των Ίνκας.» Ωστόσο, ο Μπίνγκαμ έβαλε το Περού στο National Geographic.
 
Όσο για τα χιλιάδες ευρήματα του Μπίνχαμ, το Γέιλ τα κράτησε εν αγνοία πολλών Περουβιανών. Η περουβιανή κυβέρνηση οργάνωσε τελικά εκστρατεία εναντίον του πανεπιστημίου και είχε αποτέλεσμα: το Γέιλ δέχτηκε επιτέλους να επιστρέψουν τα ευρήματα, τα οποία θα τοποθετηθούν σε ένα καινούριο μουσείο στο Κούσκο, την πρωτεύουσα των Ινκας.
 
 

Κόσμος Τελευταίες ειδήσεις

Σχολιάστε