Σάββατο, 20 Απρ.
13oC Αθήνα

Εκστρατεία ενημέρωσης της Eurobank στο εξωτερικό για την ελληνική οικονομία

Εκστρατεία ενημέρωσης της Eurobank στο εξωτερικό για την ελληνική οικονομία

Για τις αναπτυξιακές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και του τραπεζικού συστήματος

ενημερώνει η Eurobank ξένες τράπεζες, διεθνείς θεσμικούς επενδυτές και μεγάλους ιδιώτες και εταιρικούς πελάτες στην Ελλάδα και το εξωτερικό.

Ο κύκλος των παρουσιάσεων οι οποίες πραγματοποιούνται από κλιμάκια στελεχών της Τράπεζας, ξεκίνησε από το Λονδίνο (9-11 Ιουνίου 2010) με επικεφαλής τον Αναπληρωτή Διευθύνοντα Σύμβουλο.της Eurobank κ. Νικόλαο Καραμούζη και συνεχίζονται στο Άμστερνταμ, το Μιλάνο, το Παρίσι και τη Φραγκφούρτη, ενώ αντίστοιχη εκστρατεία πραγματοποιείται και στις χώρες της Νέας Ευρώπης και ειδικότερα στο Βουκουρέστι και τη Βαρσοβία με κλιμάκιο στελεχών υπό τον Αναπληρωτή Διευθύνοντα Σύμβουλο κ. Βύρωνα Μπαλλή.  Έχουν επίσης προγραμματιστεί μέσα στον Ιούλιο σειρά συναντήσεων και παρουσιάσεων με μεγάλους ιδιώτες Έλληνες πελάτες για την παρουσίαση των προοπτικών του Ελληνικού τραπεζικού συστήματος και της Ελληνικής Οικονομίας.

Σε μελέτη που παρουσιάζεται αναφέρεται μεταξύ άλλων : Έως τώρα οι διεθνείς αγορές έχουν επιδείξει μονομερή προσήλωση στους κινδύνους της δημοσιονομικής ανισορροπίας και τις αβεβαιότητες, που συνοδεύουν την εφαρμογή του προγράμματος σταθερότητας και ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Ως αποτέλεσμα, οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων και τα ασφάλιστρα πιστωτικού κινδύνου διατηρούνται σε πολύ υψηλά επίπεδα. Φαίνεται να προεξοφλείται από σημαντικά τμήματα των διεθνών αγορών ότι η Ελλάδα δεν θα αποφύγει την αναδιάρθρωση του χρέους της ή, ακόμα περισσότερο, ότι θα προχωρήσει με δική της πρωτοβουλία σε αυτήν, όταν ισοσκελίσει τον προϋπολογισμό της για να απαλλαγεί από τις διεθνείς δανειακές υποχρεώσεις της.  

Επιπλέον, παρουσιάζεται η άποψη ότι, ούτε η Ελλάδα, ούτε η ΕΕ, ούτε η ΕΚΤ έχουν οποιοδήποτε κίνητρο να ρυθμίσουν το χρέος της χώρας, διότι οι επιπτώσεις θα είναι ιδιαίτερα αρνητικές, και για τους δανειστές και για τους δανειζόμενους, οι κίνδυνοι που θα προκύψουν σημαντικοί και σε ορισμένες περιπτώσεις μη διαχειρίσιμοι, με ανυπολόγιστες κοινωνικές, οικονομικές και διεθνείς επιπτώσεις, κυρίως για την πορεία της Ευρωζώνης.

Καταρχήν, ελληνικά ομόλογα συνολικής αξίας €85-90 δισ. διακρατούνται από ελληνικές τράπεζες, ασφαλιστικά ταμεία, εξειδικευμένους οργανισμούς και έλληνες ιδιώτες. Επομένως, πιθανή απομείωση της αξίας των ομολόγων θα καθιστούσε αναγκαία τη διάσωση και τη σημαντική κεφαλαιακή ενίσχυση από το κράτος, των τραπεζών και των ασφαλιστικών ταμείων, το κόστος της οποίας θα αντιστάθμιζε το όποιο όφελος από τη διαγραφή τμήματος του διεθνούς χρέους. Η Ελλάδα δεν έχει κίνητρο να υιοθετήσει μία τέτοια πολιτική για τον επιπρόσθετο λόγο ότι σε αυτή την περίπτωση θα απεκλείετο από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές για χρόνια, με αρνητικές επιπτώσεις στην ανάπτυξη, την απασχόληση, το κοινωνικό κράτος και το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων.

Επιπλέον, απόφαση για χρεοκοπία της Ελλάδος είναι πολιτική απόφαση η οποία αφορά όλη την Ευρωζώνη και δεν μπορεί να ληφθεί μονομερώς από την Ελλάδα. Με δεδομένο ότι μεγάλο μέρος του ελληνικού χρέους διακρατείται από την ΕΚΤ και τις ευρωπαϊκές τράπεζες, οι τελευταίες δεν έχουν κανένα κίνητρο να αποδεχθούν πολιτική διαγραφής χρέους από την οποία θα υφίσταντο μεγάλες απώλειες, ενώ ελλοχεύει ο κίνδυνος της μεταφοράς της κρίσης στις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης με ανυπολόγιστες συνέπειες.  Επίσης, τα €110 δισ. του μηχανισμού στήριξης που μας δάνεισαν οι εταίροι μας, τα οποία έχουν και προτεραιότητα έναντι άλλων δανείων που έχουν ληφθεί, δεν μπορούν να αθετηθούν, αφενός διότι θα διαταράξουν τη σχέση μας με την Ευρωζώνη, αφετέρου διότι έχουν επίσης εμπράγματες εγγυήσεις.

Συμπερασματικά, κάθε αναδιάρθρωση ή αθέτηση πληρωμών θα σήμαινε αδυναμία προσφυγής στις διεθνείς αγορές για μακρό χρονικό διάστημα και οριστική απομάκρυνση από τον σκληρό πυρήνα της ΕΕ, με τεράστιες γεωπολιτικές και οικονομικές συνέπειες. Τελικά, μία αθέτηση πληρωμών δεν αντιμετωπίζει καμία από τις υπολανθάνουσες αιτίες του προβλήματος. Επομένως, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ σύντομα θα εκτοξευόταν και πάλι.

Δεν πρέπει να αγνοηθεί επίσης ότι το ελληνικό πρόβλημα υπερχρέωσης αφορά αποκλειστικά το δημόσιο τομέα. Ο ιδιωτικός τομέας έχει από τα χαμηλότερα επίπεδα μόχλευσης στην ΕΕ, οι ελληνικές τράπεζες διακρατούν καταθέσεις ίσες με 110% του ΑΕΠ και το ιδιωτικό χρέος/ΑΕΠ βρίσκεται στο 81%, από τα χαμηλότερα της ευρωζώνης.

Το σημαντικότερο όλων είναι ότι, η ελληνική οικονομία έχει υπό προϋποθέσεις, τη δυναμική, σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, να επανέλθει σε υψηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης. Μία οικονομία, η οποία κατά την προηγούμενη δεκαετία, παρουσίαζε αύξηση της παραγωγικότητάς της με ρυθμό τριπλάσιο αυτού της Γερμανίας, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι βασίστηκε αποκλειστικά και μόνο στη βελτίωση της συνολικής εγχώριας ζήτησης.  Χρειάζεται το επενδυτικό κλίμα και τα επιτόκια να ομαλοποιηθούν, να διαμορφωθεί ένα πιο φιλικό περιβάλλον για την επιχειρηματικότητα και τις ξένες επενδύσεις, να διαμορφώσουμε μια πιο εξωστρεφή, ανοικτή οικονομική πολιτική, να προωθήσουμε τις μεταρρυθμίσεις που εκκρεμούν για χρόνια, έτσι ώστε οι επενδύσεις να ανακάμψουν στην Ελλάδα, δεδομένου ότι η ένταση κεφαλαίου της οικονομίας παραμένει χαμηλότερη του ευρωπαϊκού μέσου όρου.  Περαιτέρω, να σημειωθεί ότι, η υποχώρηση των πραγματικών μισθών και η υποτίμηση του ευρώ οι οποίες παρατηρούνται, ήδη βελτιώνουν την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών εξαγωγών. Μόνο από την ανάκαμψη του διεθνούς εμπορίου, οι εξαγωγές αναμένεται να αυξηθούν κατά 15% εντός της διετίας, την ίδια ώρα που οι εισαγωγές θα μειώνονται έως και 20% λόγω της ύφεσης και της υποχώρησης της εγχώριας ζήτησης.

 

Οικονομία Τελευταίες ειδήσεις

Σχολιάστε