Παρασκευή, 29 Μαρ.
17oC Αθήνα

Μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων στο 15% ζητά το ΕΒΕΑ

Μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων στο 15% ζητά το ΕΒΕΑ

Τη μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων στο 15% ζητά με επιστολή του στον υπουργό Οικονομικών Γιάννη Στουρνάρα, ο πρόεδρος του ΕΒΕΑ Κωνσταντίνος Μίχαλος,

 Σύμφωνα με τον ίδιο, μία τέτοια ενέργεια θα ενθάρρυνε την επιχειρηματικότητα, θα προσέλκυε επενδύσεις και θα έβαζε φραγμό στο φαινόμενο της μετανάστευσης των ελληνικών επιχειρήσεων σε γειτονικές χώρες με ιδιαίτερα χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές.

Στην επιστολή περιλαμβάνονται τα συμπεράσματα και οι προτάσεις που εκπονήθηκαν από το Κέντρο Μελετών του ΕΒΕΑ που αφορούν τη φορολόγηση των επιχειρήσεων εν μέσω κρίσης, προκειμένου να συνεκτιμηθούν κατά την κατάρτιση ενός νέου δικαιότερου και αποδοτικότερου φορολογικού συστήματος. Οι βασικότερες προτάσεις οικονομικού χαρακτήρα του πορίσματος του 2011 ήταν, εξ αιτίας της οικονομικής κρίσης, η μείωση του βασικού συντελεστή εταιρικού φόρου στο 15% (και η διατήρησή του στο επίπεδο αυτό τουλάχιστον για μια πενταετία), ενώ (από θεσμικής πλευράς) προτείναμε τη δια νόμου επιβολή της αυτο-πληροφόρησης του Δημοσίου (ώστε να μειωθεί ριζικά η γραφειοκρατία).

Το Κέντρο Μελετών του ΕΒΕΑ προέβη στην επικαιροποίηση του προαναφερθέντος πορίσματος.

Η κατάσταση το 2012

Η σημερινή εικόνα του ελληνικού επιχειρείν σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, τουλάχιστον όσον αφορά τα επίσημα στοιχεία, δεν διαφέρει ουσιαστικά από εκείνη που είχε καταγραφεί τον Μάρτιο του 2011.

Όπως είχε διαπιστωθεί και πέρυσι, έτσι και στη φετινή έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας, η Ελλάδα βρίσκεται περίπου στον μέσο όρο σε ό,τι αφορά τον συνολικό συντελεστή φορολογικής επιβάρυνσης. Ωστόσο, η Ελλάδα ξεχωρίζει σαφώς για άλλη μια χρονιά σε ό,τι αφορά το πόσο εχθρικό είναι το μακροοικονομικό περιβάλλον της για τις επιχειρήσεις. Συνδυάζοντας το γεγονός ότι η τελική κατάταξη της Ελλάδας δεν διαφέρει παρά μόνον κατά μία θέση από την κατάταξη που έλαβε στην έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας για το 2011, το συμπέρασμα παραμένει ότι η εχθρότητα προς τις ελληνικές επιχειρήσεις σε σχέση με τις νέες χώρες της ΕΕ είναι δυσανάλογη των φορολογικών επιβαρύνσεων των επιχειρήσεων. Αυτό σημαίνει ότι ο στόχος της βελτίωσης του επιχειρείν στην Ελλάδα δεν πρέπει να εστιάσει μόνο στους φορολογικούς συντελεστές.

Η εικόνα το 2012 είναι σχεδόν πανομοιότυπη με αυτήν που είχε καταγραφεί στο πόρισμα του 2011, καθώς η Ελλάδα βρίσκεται «απομονωμένη» στο πάνω μέρος του διαγράμματος, κάτι που σημαίνει πως εξακολουθεί να κατέχει τη χειρότερη θέση από τις υπόλοιπες σε ό,τι αφορά τη φιλικότητα του μακροοικονομικού περιβάλλοντος για τις επιχειρήσεις. Αφ’ ετέρου, η συνολική φορολογική επιβάρυνση βρίσκεται περίπου στον μέσο όρο και είναι περίπου στα ίδια επίπεδα με χώρες όπως η Ρουμανία, η Σλοβακία ή η Γερμανία, οι οποίες όμως υπερέχουν κατά πολύ ως προς το επιχειρηματικό κλίμα.

Τα στοιχεία φανερώνουν, ότι η μεγαλύτερη δυσκολία που έχουν να αντιμετωπίσουν οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα δεν είναι τόσο οι φορολογικές επιβαρύνσεις καθαυτές, όσο τα διάφορα εμπόδια στην επιχειρηματικότητα που συναντούν (π.χ. γραφειοκρατία, διαφθορά ή συνεχείς αλλαγές στους νόμους). Το γεγονός αυτό, και σε συνδυασμό με το ότι οι φορολογικοί συντελεστές σε τουλάχιστον δύο γειτονικές χώρες (Κύπρος και Βουλγαρία) είναι ιδιαίτερα χαμηλοί, ενισχύει το φαινόμενο της μετανάστευσης των επιχειρήσεων. Αυτός είναι και ο κύριος λόγος που το πόρισμα εξακολουθεί να προτείνει τη μείωση του φορολογικού συντελεστή για τις επιχειρήσεις: όχι επειδή η φορολογία καθεαυτή είναι υψηλή (όπως φαίνεται από τα σχήματα, βρίσκεται περίπου στον μέσο όρο μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης) αλλά διότι η μείωσή του θα ενθάρρυνε την επιχειρηματικότητα.

Πρόσφατες εξελίξεις

Όπως ανακοινώθηκε στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Οικονομικών, τον Ιανουάριο του 2012, εκπρόσωποι των κομμάτων που συμμετείχαν στην τότε κυβέρνηση συνεργασίας, συναντήθηκαν με σκοπό την προετοιμασία του νομοσχεδίου, που θα θεσπίζει τις βασικές αρχές του νέου Εθνικού Φορολογικού Συστήματος.

Στον βαθμό που οι πληροφορίες για τη μείωση του φορολογικού συντελεστή ευσταθούν, πρόκειται για μέτρα που συνάδουν με τις περσινές προτάσεις του ΕΒΕΑ για τη φορολόγηση των επιχειρήσεων. Από πέρυσι, ωστόσο, και παρά τα μέτρα λιτότητας, το μακροοικονομικό περιβάλλον της Ελλάδας έχει επιδεινωθεί περαιτέρω, κάνοντας ακόμα επιτακτικότερη την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας και την εδραίωση ενός υγιούς επιχειρηματικού περιβάλλοντος.

Ο λόγος είναι προφανής: Δίχως μέτρα που να υποστηρίζουν την επιχειρηματικότητα, το ΑΕΠ της Ελλάδας δεν προβλέπεται να βελτιωθεί σε τέτοιον βαθμό που να οδηγεί στα επιθυμητά πρωτογενή πλεονάσματα, τουλάχιστον όχι όσο συνεχίζουν να ισχύουν τα μέτρα λιτότητας. Η μείωση του φορολογικού συντελεστή και γενικότερα οι φορολογικές διευκολύνσεις προς τις επιχειρήσεις δεν προτείνονται ως μέτρα μείωσης της συνεισφοράς του επιχειρηματικού κόσμου, αλλά για ακριβώς τον αντίθετο λόγο: επειδή τέτοιες κινήσεις θα οδηγούσαν σε ανάκαμψη της επιχειρηματικότητας, κάτι που θα σήμαινε και μεγαλύτερα κρατικά έσοδα από τη φορολόγηση των επιχειρήσεων- εν αντιθέσει με τη σημερινή κατάσταση όπου εκατοντάδες επιχειρήσεις κάθε μήνα βάζουν λουκέτο η μία μετά την άλλη.

Θα πρέπει να επισημανθεί επίσης, ότι υπάρχει μια σημαντική εξέλιξη για την οποία, δυστυχώς, δεν υπάρχουν στοιχεία επίσημα- παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχει ένας ή μία επιχειρηματίας που να μην έχει πολλά πει επ’ αυτής: την κατάρρευση των (τραπεζικών και άτυπων) κυκλωμάτων πίστης. Με τις τράπεζες σε μόνιμη πλέον απεργία χορηγήσεων δανείων, τις επιχειρήσεις να έχουν πάψει να εμπιστεύονται η μία την άλλη, και την απαίτηση των ξένων προμηθευτών για cash payments, η ελληνική επιχείρηση έχει πλέον βρεθεί στη δίνη μιας τριπλής κρίσης (χρέους, πίστης, ζήτησης) από την οποία είναι αδύνατον να ξεφύγει με τις δικές της δυνάμεις.

Προτάσεις

Προτείνονται τα εξής μέτρα οικονομικού χαρακτήρα ως το απόλυτο ελάχιστο που πρέπει να πράξει η νέα κυβέρνηση σήμερα:

– Μείωση του βασικού συντελεστή εταιρικού φόρου στο 15% και διατήρησή του σε αυτό το επίπεδο για τουλάχιστον μία 5ετία.

– Δέσμευση του κράτους να περιοριστεί ο συντελεστής φορολογίας επιχειρήσεων ως προς τον τζίρο τους σε επίπεδο που να μην ξεπερνάει το 40%, και αντιστρόφως ανάλογα με την αύξηση των συνολικών δημόσιων εσόδων από τη φορολόγηση των επιχειρήσεων.

Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, η λογική των προτάσεων αυτών είναι διπλή:

(α) Η χαμηλότερη φορολογική επιβάρυνση δεν θα οδηγούσε σε μείωση των κρατικών εσόδων αλλά, σε πρώτο στάδιο, σε μείωση του ρυθμού κατάρρευσής τους και, ευελπιστούμε, σε θετικούς ρυθμούς μεσοπρόθεσμα.

(β) Τα μέτρα αυτά θα έπαιζαν αμυντικό ρόλο, μειώνοντας τον ρυθμό μετανάστευσης των επιχειρήσεων προς χώρες όπως η Βουλγαρία και η Κύπρος όπου οι συντελεστές βρίσκονται στο χαμηλό 10%.

Αξίζει να τονιστεί το δεύτερο σκέλος της πρώτης από τις παραπάνω προτάσεις: οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα λειτουργούν υπό καθεστώς αβεβαιότητας και συνεχών δυσμενών για τη λειτουργία τους αλλαγών. Το ελάχιστο που πρέπει να πράξει το κράτος, είναι να δεσμευτεί σε μια περίοδο σταθερότητας τουλάχιστον όσον αφορά το καθεστώς φορολόγησης. Το κράτος οφείλει να εγγυηθεί ότι το νέο Εθνικό Φορολογικό Σύστημα θα παραμείνει αμετάβλητο για τουλάχιστον μια 5ετία – εκτός ασφαλώς κι αν η Ευρωπαϊκή Ένωση αποφασίσει να εναρμονίσει τους συντελεστές στο πλαίσιο ενός Συμφώνου Ανταγωνιστικότητας.

Σημειώνεται, ότι τα μέτρα πρέπει να συνοδευτούν και από μέτρα διοικητικού και θεσμικού χαρακτήρα με στόχο την άρση των εμποδίων στην επιχειρηματική δραστηριότητα που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα:

– Απλοποίηση γραφειοκρατικών διαδικασιών (π.χ. απλοποίηση των διαδικασιών αδειοδότησης και έναρξης επιχειρηματικής δράσης, απλοποίηση διαδικασιών έγκρισης επενδύσεων κλπ).

– Εξασφάλιση της διαφάνειας των εφοριακών ελέγχων και κατάργηση των χρηματικών ορίων άρσης του απορρήτου ή δίωξης για μη απόδοση ΦΠΑ.

– Δημιουργία μηχανισμού που θα επιβάλλει στις επιχειρήσεις τον διαχωρισμό των εισπραχθέντων ποσών του ΦΠΑ από τα υπόλοιπα έσοδα των επιχειρήσεων και άμεση απόδοσή τους στο κράτος.

– Απρόσκοπτη εφαρμογή της οδηγίας για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές που προβλέπει την εντός 60 ημερών καταβολή των οφειλών του Δημοσίου στις επιχειρήσεις.

Από τις παραπάνω προτάσεις διοικητικού και θεσμικού χαρακτήρα, η πρώτη είναι η σημαντικότερη και σχετίζεται με ένα χρόνιο πρόβλημα του ελληνικού επιχειρείν. Η μείωση της γραφειοκρατίας απαιτεί συνολικότερη αντιμετώπιση: ένας αποτελεσματικός τρόπος θα ήταν με εφαρμογή της λεγόμενης αυτο-πληροφόρησης του Δημοσίου – δηλαδή, αντί η εκάστοτε επιχείρηση να πρέπει να ακολουθεί μια σειρά βημάτων από τη μία δημόσια υπηρεσία στην άλλη προκειμένου να ολοκληρώσει μια ενέργεια, τα βήματα αυτά να ελαττωθούν μέσω της συνεργασίας των υπηρεσιών του Δημοσίου μεταξύ τους. Η λογική είναι, ότι το Δημόσιο (ή οι Τράπεζες) κατέχουν ήδη στοιχεία για τις επιχειρήσεις. Έτσι, όταν μια επιχείρηση καλείται να προσκομίσει έγγραφα της Πολεοδομίας, της Νομαρχίας ή της Εφορίας, στην ουσία καλείται να αναπαράγει πληροφορία που το Δημόσιο ήδη κατέχει (ή μπορεί να αποκτήσει). Ένα σύγχρονο σύστημα μηχανογράφησης με δυνατότητα ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ δημόσιων υπηρεσιών θα μπορούσε να συμβάλει σημαντικά στην απλοποίηση των διαδικασιών και στη μείωση της γραφειοκρατίας.

Συμπέρασμα

Σε μια χώρα όπου οι μισθωτοί συνεισφέρουν στο 74% των φόρων φυσικών προσώπων και όπου το 99,5% των μικρομεσαίων επιχειρήσεων πληρώνουν κατά μέσον όρο φόρο 6.100 ευρώ, ενδεχομένως φαίνεται λογικό, προτάσεις μείωσης των φορολογικών συντελεστών να εγείρουν την καχυποψία ότι το κράτος είναι υπερβολικά «φιλικό» ως προς τις επιχειρήσεις. Ωστόσο, όπως είχε επισημανθεί και στο περσινό πόρισμα του ΕΒΕΑ, το αποτέλεσμα του σημερινού φορολογικού καθεστώτος είναι ένας φαύλος κύκλος που χαρακτηρίζεται αφενός από τη χαμηλή συνεισφορά των επιχειρήσεων στα δημόσια έσοδα και αφετέρου από τη δημιουργία ενός ιδιαίτερα εχθρικού περιβάλλοντος για τις επιχειρήσεις. Για να σπάσει αυτός ο κύκλος, ιδίως τώρα που η χώρα τελεί υπό κρίση, χρειάζονται γενναίες κινήσεις από τη νέα κυβέρνηση η οποία πρέπει άμεσα να κινηθεί με μειώσεις φορολογικών συντελεστών. Παράλληλα, και δεδομένου ότι η αποτελεσματικότητα της φορολογικής μεταρρύθμισης θα πάει χαμένη σε περιβάλλον μηδενικής τραπεζικής πίστης, η νέα κυβέρνηση πρέπει να συνδυάσει την φορολογική της πολιτική απέναντι στις επιχειρήσεις με ένα συγκροτημένο, άμεσα εφαρμόσιμο πλάνο, το οποίο θα συνδέει την επανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών με τη δέσμευση των τελευταίων για ένα ελάχιστο επίπεδο χορηγήσεων δανείων στις ελληνικές επιχειρήσεις. Τέλος, προτείνουμε τη δια νόμου επιβολή της αυτο-πληροφόρησης του Δημοσίου.

“Εν κατακλείδι, στο σημείο που έχει φτάσει ο μαρασμός της οικονομικής δραστηριότητας, η επιτυχία της νέας κυβέρνησης αποτελεί ένα εξαιρετικά δύσκολο έργο. Θεωρούμε όμως ότι αυτά τα τρία βήματα (μείωση συντελεστών, εξασφάλιση ελάχιστης παροχής τραπεζικής πίστης και ριζική μείωση της γραφειοκρατίας) είναι οι αναγκαίες συνθήκες ώστε η νέα κυβέρνηση να έχει έστω πιθανότητες επιτυχίας, καταλήγει η σχετική επιστολή.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΕΒΕΑ: “Ως εδώ και μη παρέκει”

Οικονομία Τελευταίες ειδήσεις

Σχολιάστε