Σάββατο, 20 Απρ.
11oC Αθήνα

Eurobank: Η Ελλάδα θα κερδίσει το στοίχημα της ανταγωνιστικότητας

ΦΩΤΟ EUROKINISSI

Για να ενισχυθούν οι εξαγωγές δεν πρέπει να μειωθούν μόνο οι μισθοί (εσωτερική υποτίμηση) αλλά και ο τιμές των προιόντων.

Η Ελλάδα μπορεί να κερδίσει το στοίχημα της ανταγωνιστικότητας και της εξωστρέφειας πιο εύκολα από ότι εκτιμούν οι αγορές αναφέρει η διεύθυνση οικονομικών μελετών της Eurobank. Στο νέο τεύχος φιλοξενείται μελέτη του καθηγητή Δημήτρη Μαλλιαρόπουλου, σύμβουλου οικονομικών μελετών της τράπεζας, με τίτλο: «How much did competitiveness of the Greek economy decline since EMU entry?», βάσει της οποίας προκύπτει ότι η απαραίτηση εσωτερική υποτίμηση είναι μικρότερη από ότι πιστεύουν οι αγορές και μπορεί να αποφευχθεί η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους.

Τα αποτελέσματα της μελέτης δείχνουν ότι από το 2000 η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας έχει υποχωρήσει κατά 10%, πολύ λιγότερο από ότι εκτιμούν οι διεθνείς οργανισμοί και κεντρικές τράπεζες.

Διεθνείς οργανισμοί, επιφανείς οικονομολόγοι και αναλυτές των αγορών φαίνεται να συμφωνούν ότι η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας έχει υποχωρήσει σημαντικά μετά την είσοδο της χώρας στη ζώνη του ευρώ. Βασική αιτία αυτής της απώλειας ανταγωνιστικότητας είναι οι υψηλοί ρυθμοί μισθολογικών αυξήσεων και πληθωρισμού, οι οποίοι καθιστούν τις ελληνικές εξαγωγές ακριβότερες τόσο σε όρους τιμών όσο και σε όρους κόστους εργασίας σε σχέση με τους εμπορικούς μας εταίρους.

Οι εκτιμήσεις των διεθνών οργανισμών και κεντρικών τραπεζών ως προς το μέγεθος της υποχώρησης της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας κατά το διάστημα 2000-2009 διαφέρουν σημαντικά, με την ελάχιστη εκτιμώμενη απώλεια ανταγωνιστικότητας σε όρους κόστους εργασίας στο 9% (Διεθνές Νομισματικό Ταμείο) και την μέγιστη στο 27% (Τράπεζα της Ελλάδος). Σύμφωνα με τους δείκτες ανταγωνιστικότητας έξι διεθνών οργανισμών και κεντρικών τραπεζών, η μέση εκτιμώμενη απώλεια ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας κατά την περίοδο 2000-2009 είναι 19% τόσο σε όρους σχετικών τιμών όσο και σε όρους σχετικού κόστους εργασίας.

Σύμφωνα με την άποψή μας, οι συνήθεις δείκτες ανταγωνιστικότητας συχνά πάσχουν από δυο μειονεκτήματα: (α) Μετρούν την «ανταγωνιστικότητα» όλης της οικονομίας και όχι των εξαγωγών, καθώς σημαντικό μέρος της οικονομίας παράγει μη εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες, όπως το δημόσιο, ο κατασκευαστικός κλάδος κλπ. (β) Μετρούν την ανταγωνιστικότητα στον τομέα των υπηρεσιών έναντι των ίδιων χωρών όπως και για τα βιομηχανικά προϊόντα. Όμως, στον τομέα των υπηρεσιών και ιδιαίτερα του τουρισμού οι κύριοι ανταγωνιστές της Ελλάδας είναι οι γειτονικές μεσογειακές χώρες (Ιταλία, Ισπανία, Τουρκία, Κύπρος, Πορτογαλία και Κροατία) και όχι οι χώρες στις οποίες η Ελλάδα εξάγει βιομηχανικά προϊόντα.

Η μελέτη μας αποσκοπεί στην κατασκευή ενός εναλλακτικού δείκτη ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας με βάση κλαδικούς δείκτες τιμών και κόστους εργασίας σε σχέση με τους εμπορικούς εταίρους και ανταγωνιστές της Ελλάδας στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών. Οι βασικοί εξαγωγικοί κλάδοι της ελληνικής οικονομίας είναι ο κλάδος των υπηρεσιών (τουρισμός, ναυτιλία) με 65% των συνολικών εξαγωγών, η βιομηχανία, με 26% των εξαγωγών και η γεωργία, με ποσοστό 9% στις συνολικές εξαγωγές.

Τα αποτελέσματα της μελέτης μας δείχνουν ότι από το 2000 η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας έχει υποχωρήσει κατά 10%, πολύ λιγότερο από ότι εκτιμούν οι διεθνείς οργανισμοί και κεντρικές τράπεζες. Την μεγαλύτερη απώλεια ανταγωνιστικότητας υπέστη ο κλάδος της γεωργίας (39% σε όρους κόστους εργασίας, 30% σε όρους τιμών) και η βιομηχανία (10% σε όρους κόστους εργασίας και 32% σε όρους τιμών). Αντίθετα, στον κλάδο των υπηρεσιών, ο οποίος αποτελεί το 80% του ιδιωτικού τομέα, η απώλεια ανταγωνιστικότητας περιορίστηκε στο 5% σε όρους κόστους εργασίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι η ανταγωνιστικότητα στις υπηρεσίες παρέμεινε σταθερή σε όρους τιμών.

Το μέγεθος της απώλειας ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας είναι μια σημαντική παράμετρος, η οποία τροφοδοτεί την επιφυλακτικότητα των αγορών για την επιτυχία του προγράμματος σταθεροποίησης. Καθώς η δημοσιονομική προσαρμογή πλήττει την εγχώρια ζήτηση και οδηγεί την οικονομία σε ύφεση, η μόνη διέξοδος της ελληνικής οικονομίας για να επανέλθει σε αναπτυξιακή τροχιά είναι η τόνωση της ανταγωνιστικότητας και των εξαγωγών.

Με δεδομένο ότι η Ελλάδα δεν μπορεί πλέον να υποτιμήσει το νόμισμά της, οι αγορές πιστεύουν ότι η ανταγωνιστικότητα μπορεί να τονωθεί μόνο μέσω μιας «εσωτερικής υποτίμησης», δηλαδή μιας μείωσης μισθών και τιμών ταυτόχρονα στα επίπεδα του 2000. Αν οι εκτιμήσεις των διεθνών οργανισμών και κεντρικών τραπεζών ευστοχούν, η μείωση μισθών και τιμών θα έπρεπε να είναι της τάξης του 20% και θα είχε ως αποτέλεσμα μια βαθύτατη ύφεση και έναν εκτροχιασμό του λόγου χρέους προς ΑΕΠ. Για το λόγο αυτό οι αγορές παραμένουν επιφυλακτικές και θεωρούν ότι η ελληνική οικονομία δεν θα μπορέσει να επανέλθει σε αναπτυξιακή τροχιά παρά μόνο αν προχωρήσει σε αναδιάρθρωση του χρέους ή αποχωρήσει από την ζώνη του ευρώ και υποτιμήσει δραστικά την «νέα δραχμή».

Η μελέτη μας καταλήγει σε τέσσερα σημαντικά συμπεράσματα τόσο για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας να ξεπεράσει την κρίση και να επανέλθει σε τροχιά ανάπτυξης όσο και για τα απαραίτητα μέτρα οικονομικής πολιτικής.

Πρώτον, η απαραίτητη «εσωτερική υποτίμηση» για να επανέλθει η ελληνική οικονομία σε αναπτυξιακή τροχιά είναι μικρότερη από ότι πιστεύουν οι αγορές. Η πρόσφατη υποτίμηση του ευρώ πιστεύουμε ότι έχει ήδη τονώσει την ανταγωνιστικότητα σημαντικά καθώς πάνω από 50% των εξαγωγών κατευθύνεται σε χώρες εκτός ευρωζώνης.

Δεύτερον, καθώς η απώλεια ανταγωνιστικότητας φαίνεται να περιορίζεται κυρίως στον τομέα της γεωργίας και της βιομηχανίας – οι οποίοι αποτελούν μόνο το 15% του ιδιωτικού τομέα –, η Ελλάδα μπορεί να αποφύγει μια γενικευμένη «εσωτερική υποτίμηση». Αυτό αυξάνει τις πιθανότητες η χώρα να ξεπεράσει την κρίση χωρίς να προχωρήσει σε οποιαδήποτε μορφή «αναδιάρθρωσης» του δημόσιου χρέους. Στην διαδικασία αυτή, οι εξαγωγές μπορούν να μετατραπούν σε κινητήρια δύναμη της ανάπτυξης για τη χώρα.

Τρίτον, για να επανακτήσει η οικονομία την χαμένη ανταγωνιστικότητά της, δεν επαρκούν μόνο μειώσεις μισθών αλλά είναι απαραίτητες και μειώσεις των τιμών των βιομηχανικών προϊόντων σε σχέση με τους εμπορικούς εταίρους. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι, στο διάστημα 2000-2009, ενώ το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στη βιομηχανία αυξήθηκε κατά 10% σε σχέση με τους εμπορικούς μας εταίρους, η αντίστοιχη αύξηση των τιμών βιομηχανικών προϊόντων ήταν 32%. Ο πληθωρισμός στις τιμές βιομηχανικών προϊόντων οδήγησε σε υποκατάσταση εγχώριας παραγωγής με εισαγωγές βιομηχανικών αγαθών, συμβάλλοντας στη διόγκωση του εμπορικού ελλείματος. Για να κερδίσει η χώρα το στοίχημα της οικονομικής ανόρθωσης, είναι απαραίτητη η απελευθέρωση του ανταγωνισμού στις αγορές προϊόντων.

Τέλος, είναι χαρακτηριστικό ότι οι πλέον προστατευμένοι κλάδοι της ελληνικής οικονομίας, όπως είναι ο κλάδος της αγροτικής παραγωγής, είναι ανάμεσα στους κλάδους με την μεγαλύτερη απώλεια ανταγωνιστικότητας, καθώς μειώθηκε διαχρονικά η παραγωγικότητα. Για να μπορέσει η ελληνική γεωργία να ανακτήσει την απώλεια ανταγωνιστικότητας της τελευταίας δεκαετίας, πρέπει η αγροτική πολιτική να στοχεύσει στην στήριξη της καινοτομίας και της παραγωγικότητας.

Συνοπτικά, η Ελλάδα μπορεί να κερδίσει το στοίχημα της ανταγωνιστικότητας και της εξωστρέφειας πιο εύκολα από ότι εκτιμούν οι αγορές. Για να γίνει αυτό χρειάζεται μια συλλογική προσπάθεια εκ μέρους όλων των κοινωνικών εταίρων. Η οικονομική πολιτική πρέπει να εστιάσει την προσοχή της στην απελευθέρωση των αγορών προϊόντων και σε μια αναδιάρθρωση της πολιτικής επιχορηγήσεων στον αγροτικό τομέα. Στοχευμένες ενέργειες στους τομείς αυτούς μπορούν να συμβάλλουν σημαντικά στη μείωση του κόστους προσαρμογής στην παρούσα κρίση για το σύνολο της ελληνικής οικονομίας.

Οικονομία Τελευταίες ειδήσεις

Σχολιάστε