Αν υπάρχει ένας άνθρωπος που καθόρισε τον ρωσικό χορό και δη το κλασικό μπαλέτο στον 20ό αιώνα, αυτός είναι ο Γιούρι Γκριγκαρόβιτς. Ο θρύλος των Μπολσόι, πέθανε σήμερα (19.05.2025) σε ηλικία 98 ετών.
Γεννήθηκε το 1927 στο Λένινγκραντ, δέκα χρόνια μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση και μόλις τρία χρόνια μετά τον θάνατο του Λένιν, ο ακούραστος χορευτής και μετέπειτα χορογράφος του μπαλέτου Γιούρι Γκριγκαρόβιτς ήταν εγγονός του ναυάρχου της Ρωσικής Αυτοκρατορίας Alfred Rozay και ανιψιός του χορευτή των Μαρίνσκι Georgy Rozai.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Σπούδασε χορό και αποφοίτησε το 1946 από τη σχολή μπαλέτου του Λένινγκραντ, έχοντας μαθητεύσει δίπλα στον θρυλικό Αλεξάντερ Πούσκιν. Ξεκίνησε ως σολίστ στον θίασο Κίροφ (που αργότερα μετονομάστηκε σε Μαρίνσκι) όπου παρουσίασε τις πρώτες του χορογραφίες: «Το Πέτρινο Λουλούδι» και «Ο Θρύλος της Αγάπης». Αποσύρθηκε από τη σκηνή το 1962.
Αν και οι πρώτες του μεγάλες παραγωγές τον καθιέρωσαν ως φρέσκια και δυναμική παρουσία στο Κίροφ, τον έφεραν και σε σύγκρουση με τον καλλιτεχνικό διευθυντή Κονσταντίν Σεργκέγιεφ. Σε ηλικία 37 ετών, μετακόμισε στη Μόσχα, όπου η κυριαρχία του στη χορογραφία διήρκεσε για τρεις δεκαετίες.
Δημιούργησε μεταξύ άλλων τα «Σπάρτακος» (1968), «Ιβάν ο Τρομερός» (1975), «Ανγκάρα» (1976), «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» (1979) και «Η Χρυσή Εποχή» (1982), αλλά και εμβληματικές αναθεωρήσεις των κλασικών: «Η Ωραία Κοιμωμένη» (1963), «Καρυοθραύστης» (1966), «Λίμνη των Κύκνων» (1969 – μετέπειτα αναθεώρηση), «Ραϊμόντα» (1984), «Ζιζέλ» (1987), «Μπαγιαντέρα» (1991), «Ο Κουρσάρος» και «Δον Κιχώτης» (1994).
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Ο Γκριγκαρόβιτς κατάφερε να διατηρήσει την ανεξαρτησία του σε ένα απολύτως ελεγχόμενο πολιτιστικό τοπίο.
Δεν έγινε ποτέ μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος και συχνά συγκρούστηκε με την εξουσία, όπως όταν του επέβαλαν αλλαγές στο φινάλε της «Λίμνης». Οι σχέσεις του με την αυστηρή Υπουργό Πολιτισμού, Γεκατερίνα Φουρτσέβα, υπήρξαν τεταμένες.
Εκείνη του επέβαλε να αλλάξει το φινάλε της «Λίμνης των Κύκνων» το 1969, ώστε να τελειώνει με την ένωση των Οντέτ και Ζίγκφριντ, παρότι η μουσική οδηγούσε σε τραγική κορύφωση.
Μόλις το 2001 κατόρθωσε να επαναφέρει το έργο στην αρχική του μορφή.
Οι πρωτότυπες δημιουργίες του αποτελούν μοναδική παρακαταθήκη.
Η εξουσία του ως καλλιτεχνικού διευθυντή υπήρξε καθοριστική και αμφιλεγόμενη. Οι κακές γλώσσες λένε ότι προωθούσε τη δεύτερη σύζυγό του, Ναταλία Μπεσμερτνόβα, εις βάρος άλλων, όπως η σπουδαία Μάγια Πλισέτσκαγια.
Όμως κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι από τα χέρια του πέρασαν οι κορυφαίοι χορευτές της σοβιετικής περιόδου, όπως ο Ιρέκ Μουχεντόβ.
Μετά τη νίκη του στον Διεθνή Διαγωνισμό Μπαλέτου της Μόσχας, εντάχθηκε στα Μπολσόι και ενσάρκωσε με αξιομνημόνευτο τρόπο τους ρόλους του «Σπάρτακου» και του «Ιβάν του Τρομερού».