Τα δηλητήρια έμειναν στα μπουκαλάκια τους και οι τοξικοί – που δυστυχώς πάντα θα υπάρχουν – έγιναν μειοψηφία
Όταν πρωτοάκουσα το τραγούδι με το οποίο θα πηγαίναμε στην Eurovision έσπευσα να πω ότι δεν κάνει γι αυτό τον διαγωνισμό και ότι θα «πατώναμε». Μου άρεσε ως τραγούδι αλλά ήμουν σίγουρη ότι δεν έκανε γι’ αυτό τον σκοπό.
Φυσικά και έκανα λάθος. Τρανταχτό. Γιατί από όταν άρχισα να ασχολούμαι συστηματικά με τον φετινό διαγωνισμό ξυπνούσα και κοιμόμουν με την «Αστερομάτα» να παίζει στο μυαλό μου. «Μου κόλλησε» που λέμε. Μετά είδα ότι το κορίτσι αυτό, η Κλαυδία, ήταν συνέχεια χαμογελαστό. Όχι προσποιητά. Χαιρόταν. Δεν πούλαγε κουλτούρα, δεν έπαιρνε το ανάλογο ύφος που είχε το τραγούδι της. Δεν πούλαγε στενοχώρια δηλαδή. Ήταν αυτή και η φωνή της. Η φωνάρα της για να είμαι ακριβής.
Δεν είχε ίχνος τοξικότητας και έκανε πολιτική χωρίς να κάνει φασαρία. Χωρίς να κάνει γκριμάτσες σε συνεντεύξεις Τύπου. Δεν χρειαζόταν να προκαλέσει με ατάκες ή με συμπεριφορές. Δεν ακολούθησε το ρεύμα της εποχής.
Η τέχνη είναι κάτι υποκειμενικό αλλά όταν ένας καλλιτέχνης καταφέρνει το ακατόρθωτο και για πολλούς πολιτικούς, δηλαδή να τους κάνει όλους να συμφωνούν, να ενώνει, δεν μπορεί, κάτι κάνει καλά.
Τα δηλητήρια έμειναν στα μπουκαλάκια τους και οι τοξικοί – που δυστυχώς πάντα θα υπάρχουν – έγιναν μειοψηφία. Η Κλαυδία, έστειλε μηνύματα, ένωσε, διασκέδασε, το ευχαριστήθηκε και μέσα στην απέραντη θάλασσα της κακίας εκείνη σαν σούπερ ηρωίδα μου θύμισε το υπέροχο: «Το καλό θα νικήσει».