Τα τελευταία γεγονότα σε Μέση Ανατολή (Ντόχα) και Ευρώπη (Γαλλία) δημιουργούν αναμφίβολα προϋποθέσεις μεγάλων ανατροπών με ανεξέλεγκτες συνέπειες για την επόμενη ημέρα. Παρ’ όλα αυτά τα Οικονοκλαστικά στο σημερινό τους σημείωμα «επιλέγουν» να επισημάνουν μία άλλη «πληροφορία» που είδε το φως στον ευρωπαϊκό οικονομικό τύπο καθώς αφορά πολιτικές που η Ε.Ε. (Κομισιόν) ενδέχεται να προωθήσει φέρνοντας και πάλι την Ευρωζώνη σε ένα νέο αδιέξοδο.
Η «είδηση» είναι ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση, δηλαδή η Κομισιόν, φαίνεται να προχωρά σε επικίνδυνα νερά, εξετάζοντας την επιβολή «δευτερογενών» κυρώσεων κατά της Κίνας. Η κίνηση αυτή αφορά σε μία προσπάθεια της Ε.Ε. να «πιέσει» το Πεκίνο να περιορίσει την υποστήριξή του στη ρωσική ενεργειακή βιομηχανία.
Αυτή η κίνηση εφ’ όσον προχωρήσει, φαίνεται να αγνοεί μια βασική πραγματικότητα: σε μια εποχή που η Ευρώπη προσπαθεί ακόμα να «αναρρώσει» με δυσκολία από το πρώτο ενεργειακό σοκ, το ενδεχόμενο μιας νέας κρίσης, που θα πηγάζει από σύγκρουση με τον κύριο προμηθευτή τεχνολογίας και πρώτων υλών (από τα οποία εξαρτάται η περιβόητη «πράσινη μετάβαση»), θα μπορούσε να αποδειχθεί καταστροφική.
Το σκεπτικό που διαμορφώνεται στις Βρυξέλλες είναι το ακόλουθο.
Η Κίνα έχει γίνει ο μεγαλύτερος αγοραστής ρωσικών υδρογονανθράκων, εκμεταλλευόμενη τις δυτικές κυρώσεις για να εξασφαλίσει «φθηνό πετρέλαιο και φυσικό αέριο», γεγονός που όμως δίνει διέξοδο στην Μόσχα. Η ιδέα όμως του να «τιμωρηθούν» κινεζικές τράπεζες ή ναυτιλιακές εταιρείες, παραβλέπει την αναπόφευκτη και δυναμική απάντηση του Πεκίνου.
Η εμπειρία από τον εμπορικό πόλεμο Κίνας-ΗΠΑ είναι ενδεικτική των συνεπειών. Η Κίνα απάντησε με περιορισμούς στις εξαγωγές των σπάνιων γαιών, που είναι ζωτικής σημασίας για τις βιομηχανίες υψηλής τεχνολογίας και της πράσινης ενέργειας.
Η εξάρτηση της ΕΕ από την Κίνα σε αυτούς τους τομείς δεν είναι απλώς σημαντική, είναι απόλυτη.
Η Κίνα ελέγχει πάνω από το 90% της παγκόσμιας παραγωγής φωτοβολταϊκών, ενώ η κυριαρχία της στον τομέα των ανεμογεννητριών και των μπαταριών είναι επίσης καθοριστική.
Για μια Ευρώπη που βασίζεται σε αυτές τις τεχνολογίες για να απομακρυνθεί από τα ορυκτά καύσιμα, μια διακοπή ή περιορισμός της προμήθειας αυτών των «μέσων» θα ήταν σαν να αφαιρείται το θεμέλιο από ολόκληρο το κτίσμα της ενεργειακής πράσινης μετάβασης.
Η δημιουργία εναλλακτικών αλυσίδων εφοδιασμού για υλικά και τεχνολογίες αυτής της κλίμακας, θα απαιτούσε δεκαετίες και τεράστια κεφάλαια, ένα περιθώριο που ασφαλώς η Ευρώπη, στις τρέχουσες συνθήκες, δεν έχει.
Η πρώτη ενεργειακή κρίση, μετά τον αποκλεισμό του ρωσικού αερίου, έχει αφήσει ανοικτές πληγές. Οι τιμές του ρεύματος παραμένουν υπερ-διπλάσιες σε σχέση με το «προπολεμικό» επίπεδο, πιέζοντας τα νοικοκυριά και θέτοντας σε κίνδυνο τη βιομηχανική βάση της Ευρωζώνης, ιδιαίτερα σε οικονομίες με ισχυρή βιομηχανικά παραγωγή. Ένα δεύτερο σοκ, σε ένα ήδη ταλαιπωρημένο οικονομικό περιβάλλον, θα μπορούσε να οδηγήσει σε μη διαχειρίσιμες κοινωνικές και οικονομικές συνεπείας. Η αλήθεια είναι ότι κάποιες χώρες όπως η Ουγγαρία και η Σλοβακία, που είναι ιδιαίτερα ευάλωτες, έχουν ήδη αρχίσει να εκφράζουν την έντονη αντίθεσή τους, ανεβάζοντας την ένταση στις Βρυξέλλες, όπου απαιτείται ομοφωνία για να τρέξουν τέτοιες κυρώσεις.
Η επιλογή για τις Βρυξέλλες δεν φαίνεται πάντως να είναι εύκολη υπόθεση. Από τη μια, υπάρχει η πίεση της γεωπολιτικής ευθυγράμμισης με τις ΗΠΑ. Από την άλλη, υπάρχει η γυμνή πραγματικότητα της δικής της ενεργειακής ανασφάλειας.
Η Ευρώπη βρίσκεται βρίσκεται για άλλη μία φορά σε ένα αδιέξοδο: η πράσινη μετάβασή της εξαρτάται από την Κίνα, αλλά η γεωπολιτική της στρατηγική την ωθεί προς μια σύγκρουση μαζί της.
Στο σημείο αυτό σύμφωνα με ορισμένα ευρωπαϊκά οικονομικά ΜΜΕ, η μόνη συζήτηση για μια πραγματική «εναλλακτική» συνεχίζει να επιστρέφει στο ενδεχόμενο επέκτασης στην πυρηνική ενέργεια. Ωστόσο, ακόμη και εκεί, η ΕΕ αντιμετωπίζει σαφείς προκλήσεις καθώς έχει καθυστερημένη «τεχνογνωσία» και εξαρτάται και πάλι από κινεζικές λύσεις χαμηλού κόστους (μικρούς πυρηνικούς σταθμούς). Με άλλα λόγια μια εναλλακτική που θα την επανέφερε στο ίδιο γεωπολιτικό αδιέξοδο, καθώς οι «μικροί πυρηνικοί αντιδραστήρες», αν και πολλά υποσχόμενοι παραμένουν μια τεχνολογία του μέλλοντος, που δεν θα είναι διαθέσιμη για άμεση μαζική εφαρμογή πριν από το 2030.
Και για να το πούμε καθαρά, η επιλογή κυρώσεων στην Κίνα δεν είναι απλώς μια γεωπολιτική κίνηση. Είναι ένα ριψοκίνδυνο παιχνίδι με την ενεργειακή της ασφάλεια για δεύτερη φορά.
Το πρώτο σοκ αποκάλυψε την επικινδυνότητα της εξάρτησης από έναν προμηθευτή, αφού οι κυρώσεις έδιωξαν το «φθηνό» ρωσικό φυσικό αέριο και το αντικατέστησαν με το «ακριβότερο» αμερικανικό LNG.
Ένα δεύτερο σοκ, που θα μπορούσε να προκύψει από μια σύγκρουση με την Κίνα, δεν θα ήταν απλώς ένα επακόλουθο στην ήδη υπάρχουσα προβληματική κατάσταση στην βιομηχανική παραγωγή. Θα σηματοδοτούσε ενδεχομένως την χαριστική βολή στην ευρωπαϊκή οικονομία στο πλέον αδύναμο κρίκο της το ενεργειακό κόστος με συνέπειες απρόβλεπτες για την ευρωπαϊκή «συνοχή» της Ε.Ε.
Με απλά λόγια η Ευρωζώνη δεν αντέχει ένα δεύτερο ενεργειακό σοκ.
Ο χρόνος είναι σύντομος και οι επιλογές είναι επικίνδυνες.