Αυτή την εβδομάδα τέσσερεις από τις μεγαλύτερες Κεντρικές Τράπεζες θα αποφασίσουν αν και πόσο θα αλλάξουν το ύψος των επιτοκίων με το οποίο παρέχουν ρευστότητα, δηλαδή δανείζουν χρήμα στις αγορές και στις οικονομίες.
Πρόκειται για την Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ, την Fed, όπως επίσης και για τις Κεντρικές Τράπεζες της Αγγλίας, του Καναδά και της Ιαπωνίας (BoJ). Μόνο η ΕΚΤ από τις μεγάλες δυτικές Κεντρικές Τράπεζες έχει προηγηθεί αφήνοντας τα επιτόκια «απείραχτα». Ίσως αυτό ακριβώς, το ότι ήταν υποχρεωμένη να προηγηθεί χρονικά να είναι και ο βασικός λόγος που δεν άλλαξε κάτι, περιμένοντας να δει το πως θα διαμορφωθεί το διεθνές νομισματικό περιβάλλον μετά από αυτή την εβδομάδα.
Η «λογική» αυτής της εξάρτησης της ΕΚΤ από τους άλλους, αλλά και του καθενός από αυτούς με τους άλλους – ακόμα και για την Fed – είναι ότι η αύξηση ή μείωση των επιτοκίων, θα καθορίσει τις αλλαγές στις ροές κεφαλαίων στις διεθνείς αγορές μεταξύ των οικονομιών αυτών.
Η μοναδική που μπορεί εν μέρη να καθορίσει – και το κάνει ήδη – την δική της τύχη, είναι η Fed καθώς μέσω της πολιτικής διαχείρισης χρέους που ασκεί (Σκότ Μπέσσεντ) ήδη μπορεί να πει κανείς ότι έχει υποκαταστήσει κατά ένα ποσοστό την νομισματική πολιτική της Fed.
Ας το δούμε όμως από την αρχή. Το τι θα κάνει η Fed (αύριο) εν μέσω ασφυκτικών πιέσεων από την Τράμπ ασφαλώς θα είναι καθοριστικό. Οι αγορές προεξοφλούν την μείωση των επιτοκίων κατά 0,25% ή ακόμα και 0,5% παρά τις πληθωριστικές πιέσεις που εξακολουθούν να είναι παρούσες – μεταξύ άλλων – και λόγω της σταδιακής ανάδειξης των συνεπειών των δασμών.
Παρ’ όλα αυτά όμως, ήδη το Υπ. Οικονομικών εφαρμόζει μία πολιτική διαχείρισης δημόσιου χρέους η οποία έχει ξαφνιάσει πολλούς προκαλώντας με δημοσιονομικά μέσα (δημόσιο έλλειμμα) συμπίεση του μεσοπρόθεσμού κόστους δανεισμού. Με απλά λόγια το ΥΠΟΙΚ εκδίδει βραχυπρόθεσμο χρέος με την … σέσουλα μειώνοντας δραστικά τις μακροπρόθεσμες διαθέσιμες στις αγορές εκδόσεις μέσω εξαγορών (από τα τραπεζικά χαρτοφυλάκια) και αυξάνοντας προφανώς το έλλειμμα… Το βραχυπρόθεσμο χρέος που παρέχεται αφειδώς στις αγορές γίνεται ανάρπαστο καθώς αποτελεί την αποδοτικότερη και πλέον εύχρηστη μορφή ρευστότητας.
Στόχος; Η αναχρηματοδότηση του τεράστιου δημόσιου χρέους των 7 τρισ. δολάρια (από το σύνολο των 37 τρισ. δολάρια) που λήγει και πρέπει να αναχρηματοδοτηθεί μέχρι τα τέλη του 2025. Το τι θα γίνει όμως με το έλλειμμα που δημιουργείται με τον τρόπο αυτό είναι ένα ερώτημα που το ΥΠΟΙΚ φαίνεται να αφήνει για να απαντηθεί το 2026 με τα αποτελέσματα της διεθνούς οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης Τραμπ…
Ο δεύτερος μεγαλύτερος «παίκτης» στις αγορές χρήματος η Ιαπωνία με το… απροσμέτρητο δημόσιο χρέος, μέσα στην εβδομάδα θα αποφασίσει επίσης αν θα προχωρήσει σε νέα μεταβολή των επιτοκίων που απειλεί να προκαλέσει άλλη μία κρίση μέσω του carry trade τύπου 2024. Μία αύξηση των επιτοκίων (ο πληθωρισμός εξακολουθεί να χτυπάει κόκκινο) θα προκαλούσε τεράστια ζημιά στην «ζωντανή» και σήμερα διαδικασία δανεισμού σε «φθηνό» γιέν και επενδύσεις σε πολλαπλάσια αποδοτικότερα assets στην «δύση». Όσο για τον Καναδά και την BoE (Μ. Βρετανία) οι νομισματικές αντιφάσεις που πρέπει να απαντηθούν μέσω των επιτοκίων απειλούν επίσης να εκτροχιάσουν με το παραμικρό λάθος μία ήδη αποσταθεροποιημένη νομισματική βάση ιδιαίτερα μετά τις δασμολογικές ανατροπές του Τραμπ.
Με άλλα λόγια το επίπεδο επιτοκίων με το οποίο θα καταλήξουν αυτή την εβδομάδα οι τέσσερεις αυτές Κεντρικές Τράπεζες θα διαμορφώσει ένα νέο πεδίο προσανατολισμού για τις ροές κεφαλαίων διεθνώς.
Και επιπλέον θα υποχρεώσει την ΕΚΤ να δει το πως θα το τοποθετηθεί η ίδια μέσα σ’ αυτό σε συνθήκες, που η ανατίμηση του Ευρώ έχει κάνει την κατάσταση ακόμα πιο δύσκολη, χωρίς να υπολογίσει κανείς τις επιπλοκές που ήδη έχει δρομολογήσει η κρίση στην Γαλλία.
Το «κόστος του χρήματος» που ορίζεται από το ύψος των επιτοκίων εξακολουθεί να είναι μία από τις πλέον ισχυρές «πυξίδες» μέσα από τις οποίες προσανατολίζεται η διεθνής επενδυτική δραστηριότητα τόσο στην πραγματική παραγωγική οικονομία όσο και στις χρηματαγορές και το χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Και αυτή η εβδομάδα έχει όλα τα «προσόντα» να κάνει αυτή την πυξίδα να κινηθεί, χωρίς ακόμα κανείς να μπορεί να ξέρει που τελικά θα ισορροπήσει και ποια κατεύθυνση θα δείχνει…