Θα μπορούσε να πει κανείς ότι μάλλον … άργησαν να το σκεφτούν. Η «ιδέα» που έχει προκύψει τόσο σε κεντρικό ευρωπαϊκό επίπεδο όσο και σε τοπικό εθνικό, είναι ότι αφού ο χρυσός έχει εκτιναχθεί στα ύψη μάλλον θα πρέπει να ξαναδούμε το πως θα μπορούσε να αποδώσει… κάτι και για τα δημόσια οικονομικά.
Και δεν μιλάμε για τον ρωσικό χρυσό (120 δισ. δολάρια) που η Ε.Ε. ακόμα δεν μπορεί να αποφασίσει για το αν θα τον χρησιμοποιήσει για να χρηματοδοτήσει τον πόλεμο στην Ουκρανία, αλλά για τον χρυσό που έχουν στο στρώμα τους με διάφορους τρόπους οι ευρωπαίοι πολίτες.
Η «ιδέα» έχει μέχρι στιγμής πολλές διαφορετικές εκδοχές, αλλά το βασικό στοιχείο είναι ότι όσοι κατέχουν χρυσό σε οποιαδήποτε μορφή για επενδυτικούς ή … αποταμιευτικούς λόγους, θα πρέπει να πληρώσουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο «το κάτι τίς» τους στο δημόσιο.
Το πρόβλημα όμως είναι ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να προκαλέσει πολλές – πολλές συνέπειες με απρόβλεπτη κατάληξη, δεδομένου ότι οι ενδιαφερόμενοι για το τι θα γίνει τελικά με τον χρυσό – σε φυσική μορφή – δεν είναι μόνο αυτοί που τον συσσωρεύουν ιδιωτικά και οι διαχειριστές των δημοσιονομικών ελλειμμάτων των κυβερνήσεων.
Είναι κυρίως οι κεντρικοί τραπεζίτες, αφού ο χρυσός και το νόμισμα κάθε χώρας ή οικονομικού χώρου (όπως η Ευρωζώνη) έχουν μία περίπλοκη σχέση χιλιετιών με τα πάνω της και με τα κάτω της.
Στην τρέχουσα μάλιστα κατάσταση τα πράγματα έχουν γίνει ακόμα πιο περίπλοκα.
Αφού η παγκόσμια ανοικοδόμηση μετά την καταστροφή του Β Παγκοσμίου Πολέμου στηρίχθηκε το 1944 με την Συμφωνία του Μπρέττον Γουντς, που «όριζε» ότι το δολάριο ισοδυναμεί με τον χρυσό (35 δολάρια μία ουγγιά χρυσού), φτάσαμε στο 1971 όταν τα πράγματα στράβωσαν και οδήγησαν στην περιβόητη κατάρρευση της Συμφωνίας του Μπρέττον Γούντς. Οι ΗΠΑ και το Fort Nox δεν μπορούσαν πλέον να ανταλλάσσουν τα δολάριά τους με χρυσό. Έκτοτε και μέσα από τρομερά γεωπολιτικά, δημοσιονομικά και κυρίως νομισματικά σκαμπανεβάσματα καταλήξαμε να «πλέουμε» στους ωκεανούς των fiat νομισμάτων που εμπνέουν ολοένα και λιγότερη εμπιστοσύνη στους χρηματοκατόχους.
Με αποτέλεσμα η αναζήτηση της ασφάλειας σε μία σιωπηρή επιστροφή σε αποθεματικά χρυσού να έχει γίνει το «μυστικό του πλανήτη». Με τις μεγάλες κεντρικές τράπεζες (όπως της Κίνας, της Ινδίας και γενικότερα των Brics) να είναι πρωταγωνιστές αυτής της «τάσης», ήταν φυσικό και οι απλοί πολίτες να ακολουθήσουν βλέποντας τον χρυσό να αποκτά στρατοσφαιρικού ύψους τιμές σε χρόνο dt ειδικά μέσα στο 2025 (αύξηση 55% – 65%). Από ένα σημείο και μετά η στροφή στην ασφάλεια του χρυσού άρχισε να γίνεται και «επενδυτική» αφού η εκρηκτική άνοδος της τιμής του φωτογράφιζε με ευκρίνεια την υποτιμητική τάση των νομισμάτων.
Κάπου εκεί λοιπόν, κάποιοι άρχισαν να κοιτάζουν μια στα τιμές του χρυσού – μια στα δημόσια ελλείμματα. Και άρχισαν να σκέπτονται ότι και το δημόσιο θα μπορούσε να πάρει το μερίδιό του από αυτό τον θησαυρό. Μερίδιο τόσο από τους καινούργιους «επενδυτές» όσο και – κυρίως – από τους παλιούς αποταμιευτές, που είχαν καταφύγει στον χρυσό, είτε με την μορφή πλακών χρυσού διαφόρων μεγεθών, είτε με την μορφή χρυσών νομισμάτων, όχι όμως ακόμα εκείνων που έτσι κι αλλιώς φορολογούνται σαν μεριδιούχοι Αμοιβαίων Κεφαλαίων χρυσού.
Βέβαια η κατοχή χρυσού στις διάφορες οικονομίες της Ε.Ε. υφίσταται είτε περισσότερο ή λιγότερο απαγορευτικούς περιορισμούς, είτε φορολογικές υποχρεώσεις. Το ίδιο και στην Ελλάδα. Αλλά είναι γνωστό επίσης ότι ο χρυσός σε φυσική μορφή «κυκλοφορεί» στα σπίτια και από γενιά σε γενιά σαν κληρονομικό στοιχείο, πέρα από κληρονομικές δηλώσεις, ακόμα και σαν «ασήμωμα» στην γέννηση ή τα βαφτίσια παιδιών, ή γάμους κ.λ.π. …
Αυτό τον «άγραφο» χρυσό ή ακόμα και τον δηλωμένο σε πολύ παλαιότερη και μικρότερη τιμή, υπάρχει η σκέψη – κατ’ αρχήν εθελοντικά – να δηλωθεί και να «νομιμοποιηθεί» με την τρέχουσα υπεραυξημένη τιμή του με ένα (φορολογικό) όφελος για το δημόσιο ανάλογου εύρους με εκείνο της φορολόγησης των κρατικών ομολόγων…
Όμως όπως επισημάναμε και πιο πριν, η υπόθεση του «ρόλου» του χρυσού στην οικονομία σήμερα είναι πολύ πιο περίπλοκη, έχει διεθνή χαρακτήρα και επηρεάζει τον νομισματικό σύστημα με τρόπο που ακόμα δεν έχει – και δεν είναι εύκολο να – ξεκαθαριστεί.
Με άλλα λόγια είναι ένα θέμα πολύ μεγάλο για να αφεθεί στα χέρια και στην ευθύνη των «λογιστών» του δημόσιου ελλείμματος κάθε χώρας…
