Η αλήθεια είναι ότι πουθενά στην Ε.Ε. στην τρέχουσα οικονομική συγκυρία δεν μπορεί να βρεί κανείς όσο και να ψάξει σήμερα Προϋπολογισμούς που «τρέχουν» όπως αυτός της Ελλάδας. Και η απόδειξη είναι η πολλοστή υπέρβαση των στόχων μέσα στο οκτάμηνο Ιανουαρίου – Αυγούστου που δόθηκαν πρόσφατα στην δημοσιότητα.
Οι … εκπληκτικές υπερβάσεις των στόχων αφήνουν όλους όσους παρατηρούν την ελληνική οικονομία με ανοικτό το στόμα. Κάθε μήνας που περνάει το πρωτογενές πλεόνασμα, όρος που έχει ξεχαστεί σε κάθε άλλη οικονομία της Ε.Ε., να αυξάνεται. Και το ερώτημα βέβαια είναι τι ακριβώς συμβαίνει γιατί οι ρυθμοί ανάπτυξης όπως τους δημοσιοποιεί η Τράπεζα Ελλάδος δεν δικαιολογούν σε καμία περίπτωση αυτά τα αποτελέσματα.
Τι συμβαίνει λοιπόν, ποια είναι αυτή «η κότα που γεννάει τα χρυσά αυγά», αφού δεν είναι κάποιος τρελός ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας; Η αλήθεια προκύπτει εύκολα αν προσέξει κανείς το πως συνδυάζεται η συνεχιζόμενη διατήρηση του πληθωρισμού με το «είδος» του φορολογικού συστήματος, που όπως έχει σχεδιασθεί, μαζί και οι φορο-ελαφρύνσεις του 2026, τροφοδοτούν την διαρκή αύξηση της υπέρβασης των φορολογικών εσόδων, ανεξάρτητα και πέρα από το ποσοστό βελτίωσης της αποτελεσματικότητας της είσπραξης των φόρων (μείωσης της φοροδιαφυγής). Αυτός ο «μηχανισμός» παραγωγής πρωτογενών πλεονασμάτων έχει εξαιρετικά αρμονικά ενταχθεί και στις πρόσφατες αλλαγές της φορολογικής πολιτικής για το 2026.
Γιατί η εφορία «αγαπάει» τον πληθωρισμό
Ας δούμε το τι και πώς αυτού του ελληνικού θαύματος.
Το γεγονός ότι το πρωτογενές πλεόνασμα σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία διαμορφώθηκε στα 5,73 δισ. ευρώ (πάνω από 8,5 δισ. συμπεριλαμβανομένων ετεροχρονισμένων εισπράξεων), ξεπερνώντας την πρόβλεψη κατά 793 εκατ. ευρώ, δεν… έτυχε, πέτυχε. Και ο ρόλος του πληθωρισμού σ’ αυτό είναι καταλυτικός. Τα έσοδα από ΦΠΑ ανήλθαν σε 18,185 δισ. ευρώ, υπερβαίνοντας τον στόχο κατά 507 εκατ. ευρώ. Αυτή η τεράστια αύξηση σε μία τόσο δύσκολη οικονομική συγκυρία τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς οφείλεται στην ακόλουθη απλή ακολουθία γεγονότων.
Ο ΦΠΑ είναι ποσοστό επί της τιμής. Όταν οι τιμές των βασικών αγαθών και υπηρεσιών αυξάνονται, αυξάνονται αυτόματα και οι εισπράξεις. Και αυτό θα συμβεί ακόμα και αν ο όγκος της πραγματικής κατανάλωσης παραμείνει σταθερός ή μειωθεί. Με απλά λόγια ο πληθωρισμός είναι κάτι που στεναχωρεί και δυσκολεύει τον καταναλωτή, αλλά δεν είναι κάτι που στενοχωρεί το ΥΠΟΙΚ και την εφορία, το αντίθετο μάλιστα, η διατήρηση των πληθωριστικών πιέσεων ότι και αν λέγεται από την πλευρά του ΥΠΟΙΚ «τρέφει» κάθε μήνα το πρωτογενές πλεόνασμα. Ακόμα όμως περισσότερο υπάρχει και το δεύτερο σκέλος αυτής της λογικής.
Η πολιτική της μη τιμαριθμοποίησης της φορολογικής κλίμακας για εκατομμύρια μισθωτούς και συνταξιούχους ενισχύει περαιτέρω αυτό το φαινόμενο. Γιατί; Γιατί οι όποιες αυξήσεις αποδοχών σπρώχνουν τα ονομαστικά εισοδήματα σε υψηλότερα φορολογικά κλιμάκια. Το αποτέλεσμα είναι ότι και εκεί οι καταναλωτές/φορολογούμενοι να πληρώνουν υψηλότερους φόρους πάνω στο ονομαστικά – αλλά όχι ανάλογα πραγματικά – αυξημένο εισόδημα, καθώς αυτό δεν προσαρμόζεται αναλογικά στο πραγματικό κόστος ζωής.
Αυτός ο «φορολογικός ανελκυστήρας» (bracket creep) είναι ο κύριος μοχλός για τον οποίο τα έσοδα από το φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων ξέπερασαν τον στόχο κατά 828 εκατ. ευρώ.
Αντικειμενικά κριτήρια
Σε αυτό το «περιβάλλον», το σύστημα των αντικειμενικών κριτηρίων για τους αυτοαπασχολούμενους λειτουργεί ως άλλος ενας επιπλέον – αυτοματοποιημένος – μηχανισμός αύξησης των φορολογικών εσόδων. Οι εκατοντάδες χιλιάδες αυτοαπασχολούμενοι θα πρέπει να αντιμετωπίσουν σημαντικά αυξημένους φόρους το 2026 για τα εισοδήματα του 2025 στο πλαίσιο αυτής της φορολογικής λογικής. Η αύξηση του κατώτατου μισθού από 830 ευρώ σε 880 ευρώ μεταφράζεται αυτόματα σε υψηλότερη τεκμαρτή φορολογητέα βάση και της προσθέτει κάποια χιλιάρικα επιπλέον φορολογική δαπάνη. Αυτό σημαίνει ότι για τρίτη συνεχόμενη χρονιά, το κράτος θα εισπράξει επιπλέον έσοδα από ένα σύστημα που αγνοεί την πραγματική κατάσταση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Η πολιτική διάσταση
Σε όλα αυτά βέβαια είναι σαφής και η πολιτική σκοπιμότητα άμεσα συνδεδεμένη με την πλευρά της «φορο-ελάφρυνσης». Οι εξαγγελίες για τη μείωση της φορολογικής πίεσης μέσω νέων κλιμάκων θα ισχύσουν για τα εισοδήματα του 2026, που θα φορολογηθούν το 2027.
Αυτή η επιλογή έχει δύο άμεσες συνέπειες:
Πρώτον το 2026, οι αυτοαπασχολούμενοι θα πληρώσουν αυξημένους φόρους για το 2025, χωρίς να λαμβάνουν ακόμα οποιαδήποτε ανακούφιση από τις εξαγγελίες.
Δεύτερον η όποια πραγματική φορολογική ελάφρυνση θα γίνει αισθητή την άνοιξη του 2027, δηλαδή το έτος που εξαντλείται ο πολιτικός κύκλος και επίκεινται εκλογές. Κατανοητό και αναμενόμενο.
Τώρα οσο αφορά τις άμεσες παρεμβάσεις οι σχετικές εκτιμήσεις έχουν δει το φως της δημοσιότητας οσο αφορά το μέγεθός τους και δεν έχουν διαψευσθεί. Το συνολικό δημοσιονομικό κόστος είναι μόλις 10 εκατομμυρίων ευρώ, ένα ποσό ασύγκριτα μικρότερο από τα τεράστια πλεονάσματα που συνεχίζει να παράγει ο «μηχανισμός» που προαναφέρθηκε.
Με άλλα λόγια για να ήμαστε σαφείς, η υπέρβαση των πλεονασμάτων και η ρεκόρ εισπρακτική απόδοση βασίζονται σε ένα «μοντέλο» που, ενώ εξασφαλίζει βραχυπρόθεσμη «δημοσιονομική σταθερότητα», απομειώνει ραγδαία την ικανότητα μιας οικονομίας, η οποία στηρίζεται κυριαρχικά στην ζήτηση και την καταναλωτική δαπάνη, για «επιβίωση» μέσα στις τρέχουσες συνθήκες. Το δημόσιο συλλέγει πόρους όχι μέσω – κατά βάση – της ανάπτυξης, αλλά και μέσω της «σιωπηρής» φορολόγησης του πληθωρισμού και της αυξημένης πίεσης σε μισθωτούς, συνταξιούχους και μικρές επιχειρήσεις. Και το πρόβλημα είναι ότι η νέα φορολογική ρύθμιση για το 2026-2027 δεν αλλάζει αυτή την κατεύθυνση.
Αντί άλλων συμπερασμάτων θα μπορούσαμε εδώ να θυμίσουμε εδώ την γνωστή παροιμία για τον … γάιδαρο του Χότζα που πάνω που έμαθε να μη τρώει ψόφησε !