Οι έρευνες της ΕΚΤ στην Ευρωζώνη, παρ’ ότι δεν καταγράφουν την ελληνική πραγματικότητα σαν το βασικό τους μοτίβο (η Ελλάδα δεν βρίσκεται στον μέσο όρο της ευρωπαϊκής συγκυρίας), εντούτοις αποτυπώνοντας το βασικό μοτίβο της εξέλιξης στην Ε.Ε. και αποκαλύπτουν την τάση που κυριαρχεί έτσι κι αλλιώς και στην ελληνική πραγματικότητα.
Ένα τέτοιο εργαλείο ερμηνείας για τις εξελίξεις στην Ελλάδα είναι και η τελευταία έρευνα της ΕΚΤ για την πορεία των τραπεζικών χορηγήσεων του μηνός Απριλίου.
Τα στοιχεία, χωρίς να υπάρχουν εξαιρέσεις, δείχνουν την ζήτηση των δανείων να μειώνεται εκ νέου και τα πιστοδοτικά κριτήρια να γίνονται αυστηρότερα στις περισσότερες περιοχές, μαζί και στην Ελλάδα.
Η πρόβλεψη της ομάδας που έκανε την έρευνα επισημαίνει ότι «οι συνθήκες αναμένεται να επιδεινωθούν».
Η εικόνα αυτή του μηνός Απριλίου δεν διαφοροποιεί την τάση με την οποία φτάσαμε στο σήμερα, αλλά ενισχύεται με την πρόβλεψη της επιδείνωσης.
Επιπλέον, η έρευνα επισημαίνει ότι η ΕΚΤ έτσι κι αλλιώς έχει εισέλθει σε μία περίοδο παθητικής ποσοτικής σύσφιξης, αφού μειώνεται σταθερά μήνα τον μήνα η διαθέσιμη ρευστότητα που παρέχει, καθώς δεν επανεπενδύει τα κεφάλαια των λήξεων των ομολόγων που είχε αγοράσει με το APP και το PEPP, την περίοδο της πανδημίας.
Η ιδιαιτερότητα στην Ελλάδα
Με απλά λόγια οι τράπεζες καθιστούν αυστηρότερους τους όρους με τους οποίους χρηματοδοτούν δάνεια, μειώνουν την παροχή των δανείων σε νοικοκυριά και μικρομεσαίες επιχειρήσεις, τα επιτόκια δανεισμού δεν ακολουθούν σταθερά τις μειώσεις των επιτοκίων που έχει κάνει και θα συνεχίσει να κάνει η ΕΚΤ. Και όλα αυτά συμβαίνουν σε ένα περιβάλλον που η ΕΚΤ σιωπηρά μειώνει την διαθέσιμη ρευστότητα της αγοράς.
Αυτή την πραγματικότητα περιγράφει και καταγράφει η έρευνα της ΕΚΤ για τον Απρίλιο.
Μέσα στο πλαίσιο αυτό, η εγχώρια αγορά ακινήτων ειδικά των οικιστικών ακινήτων «διασταυρώνεται», τόσο στο επίπεδο της προσφοράς όσο και στο επίπεδο της ζήτησης, με τα μεγάλα ελλείμματα των αναγκών στέγασης, η οποία όμως στο μεταξύ διαστρεβλώνεται τα τελευταία χρόνια από την προσφορά/ζήτηση λόγω αφ’ ενός του τουρισμού και του Airbnb και αφ’ εταίρου της επενδυτικής ζήτησης διαμερισμάτων και εξοχικών από την αλλοδαπή.
Η «συνάντηση» αυτή μεταξύ της υγειούς και φυσιολογικής αύξησης της στεγαστικής ζήτησης, με την τραπεζική στάση (που προκύπτει από την έρευνα της ΕΚΤ), το μπλοκάρισμα της διαθεσιμότητας ακινήτων από τις εταιρείες που «αγόρασαν» τα κόκκινα δάνεια αφ’ ενός και την προνομιακή θέση της ζήτησης από Airbnb και ξένους επενδυτές, διαμορφώνει ένα εκρηκτικό τοπίο ανισορροπίας. Ένα τοπίο το οποίο από πουθενά δεν φαίνεται να υπάρχει «φως» που να μπορεί να το «ξεμπλοκάρει», ούτε βέβαια από τα διάφορα «προγράμματα» και «πλατφόρμες» που εξαγγέλλονται αρμοδίως…
Το μόνο που μπορεί να κάνει αυτή η «ανισορροπία» είναι να πιέζει ακόμα περισσότερο και παράλογα τις τιμές. Και να τις εξακοντίζει σε επίπεδα, που η διαθεσιμότητα, των όποιων νέων ή παλιών στεγαστικών ακινήτων, να απομακρύνεται ταχύτατα πλέον από τα όρια και τις δυνατότητες της φυσιολογικής εγχώριας ζήτησης. Τόσο από πλευράς τιμών όσο και από πλευράς επάρκειας.
Με αυτά τα δεδομένα η πρόβλεψη της ΕΚΤ ότι η κατάσταση «θα συνεχίσει να επιδεινώνεται» δεν μοιάζει με έκπληξη…