Site icon NewsIT
13:06 | 25.06.25

Οι «χαμένοι» από την σημερινή Σύνοδο του ΝΑΤΟ και οι… πολύ «χαμένοι»

Ο Μαρκ Ρούτε

Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ Μαρκ Ρούτε / REUTERS / Yves Herman

Γιάννης Αγγέλης

Ο Γεν. Γραμματέας του ΝΑΤΟ κ. Ρούτε, σε μία αποκαλυπτική προσωπική στιγμή με τον κ. Τραμπ, συνόψισε με καταπληκτική ακρίβεια την σημασία και τις επιπτώσεις της Συμφωνίας για αύξηση των εξοπλιστικών δαπανών από τις χώρες μέλη του Οργανισμού κατά 5% του ΑΕΠ μονίμως σε ετήσια βάση.

Όπως έγραψε σε προσωπικό μήνυμά του προς τον Τραμπ – το οποίο έδωσε στην δημοσιότητα ο Αμερικανός Πρόεδρος – «η Ευρώπη θα πληρώσει βαρύ τίμημα, όπως πρέπει…».

Το «βαρύ τίμημα» ως γνωστόν είναι η αύξηση των αμυντικών δαπανών των χωρών μελών – περί τα 14 τρισ. ευρώ μέσα στην επόμενη δεκαετία – στο 5% του ΑΕΠ κάθε χρόνο.

Κάποιοι εξηγούν, για να μετριάσουν τις άσχημες εντυπώσεις, ότι το 3,5% είναι για την άμυνα και το άλλο 1,5% είναι για την εσωτερική ασφάλεια των υποδομών που διασφαλίζουν την ικανότητα άμυνας. Σε κάθε περίπτωση είναι συνολικά 5% και σύμφωνα με τον κ. Ρούτε, όλοι έχουν συμφωνήσει εκτός της Ισπανίας η οποία περιορίζει τον στόχο της μόλις στο 2,1% του ΑΕΠ. Και δεν το συζητάει για οτιδήποτε άλλο…

Όμως δεν είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα. Ή για την ακρίβεια δεν είναι μόνο έτσι…

Η επιβάρυνση που ετοιμάζονται να συμφωνήσουν σήμερα δεν αφορά μόνο το 5% του ΑΕΠ. Αυτή η δημοσιονομική επιβάρυνση έρχεται να προστεθεί σε οικονομίες οι οποίες ήδη έχουν φορτωθεί με ένα προσωρινό 10% αύξησης δασμών των εξαγωγών τους στις ΗΠΑ. Ποσοστό το οποίο σε μία περίπου εβδομάδα, όταν λήξει η προθεσμία αναστολής των αρχικών μεγάλων δασμών (9/7) που είχαν εξαγγείλει και στην συνέχεια αναστείλει οι ΗΠΑ, για επίτευξη νέων εμπορικών συμφωνιών, είτε θα αυξηθεί, είτε θα μείνει στην καλύτερη περίπτωση ως έχει.

Με άλλα λόγια αυτό το 5% του ΑΕΠ έρχεται να προστεθεί σε μία δασμολογική επιβάρυνση η οποία θα είναι 10% ή και πολύ μεγαλύτερη στο μέλλον, καθώς εξαντλείται ο χρόνος για επίτευξη εμπορικής συμφωνίας και δεν υπάρχει κανένα φως στον ορίζοντα των μέχρι σήμερα διαπραγματεύσεων.

Θα ήταν ελλειμματικός όμως ο συγκεκριμένος «συλλογισμός» αν μέναμε σ’ αυτό, γιατί θα αγνοούσε άλλον ένα επιβαρυντικό παράγοντα, το δολάριο.

Μέχρι σήμερα το δολάριο έχει υποτιμηθεί έναντι του Ευρώ κατά 10%, γεγονός που μετριάζει κάπως την επιβάρυνση από το τριπλάσιας ονομαστικής αξίας φυσικό αέριο που προμηθεύεται η ΕΕ πλέον από τις ΗΠΑ, αλλά «αδυνατίζει» σημαντικά την εμπορική τιμολογιακή ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών προϊόντων.

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να προσθέσουμε και μία άλλη παρατήρηση που κάνουν ολοένα και πιο συχνά τα ευρωπαϊκά Think Tank, ότι δηλαδή οι αυξημένες δαπάνες για εξοπλισμό στην ΕΕ δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν παρά μόνο σε μικρό μέρος τους για την εντός ΕΕ αγοραστική δυναμική οπλικών συστημάτων.

Αναγκαστικά θα «ξοδευτούν» για την αγορά έτοιμων συστημάτων που διατίθενται κατά βάση από την αμερικανική αγορά, ειδικά για τα βαρέα οπλικά συστήματα, καθώς για να αναπτυχθεί η σχετική ευρωπαϊκή βιομηχανία θα χρειασθεί τουλάχιστον μία πενταετία.

Στην βάση αυτής της απλής αριθμητικής είναι προφανές ότι ο κ. Ρούτε έχει απόλυτο δίκιο όταν λέει «η Ευρώπη θα πληρώσει βαρύ τίμημα…». Αυτό που δεν είναι κατανοητό, είναι το ποιους λόγους έχει να χαίρεται τόσο πολύ ο ίδιος γιατί η ΕΕ θα πληρώσει αυτό το βαρύ τίμημα. Και ακόμα περισσότερο δεν είναι κατανοητό γιατί αυτό είναι κάτι που «πρέπει» να γίνει. Εκτός βέβαια και αν τόσο καιρό δουλεύει απλώς για την Ουάσιγκτον.

Στο δια ταύτα λοιπόν οι ευρωπαϊκές χώρες είναι οι «χαμένες» αυτής της υπόθεσης και μάλιστα σε μία πολύ άσχημη συγκυρία – χωρίς να συνυπολογίσουμε την δυναμική νέων γεωπολιτικών ανατροπών στην περιοχή – όπου το οικονομικό περιβάλλον της ΕΕ βρίσκεται ήδη είτε σε στασιμότητα, είτε σε ύφεση.

Κάποιες χώρες όμως θα είναι οι πλέον «χαμένες» απ’ όλους, γιατί αντίθετα με τις μεγάλες, όπως π.χ. η Γερμανία, η Γαλλία, η Μ. Βρετανία, ή η Ιταλία και κάποιοι άλλοι, θα είναι υποχρεωμένες να ξοδέψουν αυτό το 5% του ΑΕΠ καθ’ ολοκληρίαν προς όφελος άλλων, καθώς έχουν φροντίσει από το παρελθόν να εξαφανίσουν κάθε σχετική εγχώρια παραγωγική δυνατότητα που θα μπορούσε να απορροφήσει έστω κάποιο μέρος αυτής της αυξημένης δαπάνης.

Το γεγονός ότι γίνονται σήμερα κάποιες προσπάθειες να αναγεννηθεί κάποιος μικρό τμήμα αυτής της παραγωγικής δυνατότητας άρον – άρον, δεν αλλάζει βέβαια κάτι, τουλάχιστον στον ορατό ορίζοντα, ποιοτικά και ποσοτικά για τον Προϋπολογισμό. Το αντίθετο συμβαίνει, καθώς φαίνεται να δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για νέες απειλές στο πλέον ευαίσθητο κομμάτι της δομής της οικονομίας, αυτό που συνδέεται με το χρέος, δημόσιο και ιδιωτικό.

Αυτό αφορά τους πολύ «χαμένους» αυτής της συμφωνίας και δεν έχει να κάνει μόνο με την Ελλάδα.

Τελευταίες ειδήσεις

Exit mobile version