Στην διήμερη ετήσια Σύνοδο (24-25/6) του ΝΑΤΟ στην Χάγη – η οποία μπορεί να εξελιχθεί και σε μία συνάντηση μόλις λίγων ωρών – το μείζον ζήτημα είναι η απαίτηση των ΗΠΑ για αύξηση των ετήσιων δαπανών για εξοπλισμούς και αμυντικές δαπάνες στο 5% του ΑΕΠ κάθε χώρας μέλους.
Την μετατροπή αυτής της απαίτησης σε απόφαση έχει αναλάβει με ιδιαίτερο ενθουσιασμό είναι αλήθεια, ο Γεν. Γραμματέας του ΝΑΤΟ ο κ. Ρούτε. Όπως μεταδίδουν τα διεθνή ΜΜΕ ήδη η Ισπανία με την κάθετη αντίρρησή της στην απόφαση αυτή, έχει πετύχει την εξαίρεσή της ενώ κάτι ανάλογο φαίνεται να «παίζει» και με το Βέλγιο. Κάτι έχει «ψελλίσει» και η Ελλάδα, αλλά τίποτα περισσότερο.
Είναι αλήθεια ότι σε μία «Ενωμένη (;) Ευρώπη» με οικονομίες διαφορετικών δυνατοτήτων όσο αφορά στο ισοζύγιο εσόδων/δαπανών στις τρέχουσες συνθήκες κρίσης, εμπορικών συγκρούσεων και αβεβαιότητας, η προσθήκη μιας επιπλέον δαπάνης από 3,5% έως και 2,5% του ΑΕΠ ετησίως είναι δημοσιονομικά ανατρεπτική… «αλλαγή» οικονομικής πολιτικής. Και έχει συνέπειες.
Για την Ελλάδα είναι διπλά σημαντική καθώς η «προσθήκη» αυτή μέσα στην δεκαετία του 2030 και μετά, «χτυπάει» ακριβώς στην πλέον ευαίσθητη και δύσκολο να αξιολογηθεί φάση αποπληρωμής του χρέους του δεύτερου και του τρίτου μνημονίου.
Για να ήμαστε σαφείς, σήμερα ο Προϋπολογισμός «δουλεύει» με τις προδιαγραφές του τρίτου μνημονίου που για να εξασφαλίσει την έξωθεν καλή μαρτυρία, όσο αφορά την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας, δηλαδή την «ομαλή» αποπληρωμή του χρέους, βαδίζει στις ράγες αφ’ ενός της εξασφάλισης ετήσιων πρωτογενών πλεονασμάτων της τάξης του 2% του ΑΕΠ και πάνω. Και αφ’ εταίρου στην απαγκίστρωση (μέσω Ηρακλή Ι, ΙΙ, ΙΙΙ και τιτλοποιήσεων) των τραπεζών από το ιδιωτικό χρέος.
Μέχρι το 2030 – 32, η επιτυχής ενεργός διαχείριση χρέους του ΟΔΔΗΧ σε συνδυασμό με τους δύο προαναφερθέντες όρους της αναδιάρθρωσης του δημόσιου και ιδιωτικού χρέους, θα έχει απαλλάξει το χρέος από το πρώτο διακρατικό δάνειο των 52 δις ευρώ (εκτός απροόπτου). Και έτσι θα αρχίσει να «ξεχρεώνει» τις μεγάλες δανειακές υποχρεώσεις απέναντι στον EFSF/ESM, που είναι το βασικό κομμάτι του χρέους και αρχίζουν να πληρώνονται από την επόμενη δεκαετία (2032) για αρκετές δεκαετίες.
Με άλλα λόγια μια απόφαση του ΝΑΤΟ, εφ’ όσον γίνει αποδεκτή από την κυβέρνηση και στην συνέχεια από την Βουλή, θα φορτώσει τον Προϋπολογισμό και την δύσκολη περίοδο έναρξης αποπληρωμής του χρέους προς τον ESM, με άλλο ένα 2,5% του ΑΕΠ κάθε χρόνο και μονίμως για «αμυντικές» δαπάνες, επιπρόσθετα στα πρωτογενή πλεονάσματα που θα πρέπει να συνεχίσουν, για να πληρώνεται ασφαλώς το χρέος !
Σε μία οικονομία δηλαδή όπως η ελληνική της οποίας το μεγαλύτερο μέρος των επενδυτικών δαπανών από πλευράς δημοσίου εξαρτάται από τον ευρωπαϊκό παράγοντα (ΕΣΠΑ, Ταμείο Ανάκαμψης) και όχι από τις άμεσες ξένες επενδύσεις (FDI) και σε συνθήκες «πολεμικής ετοιμότητας» για την Ε.Ε. (αυτό λέει η απόφαση του ΝΑΤΟ), θα πρέπει να αφαιρεθούν πόροι από την οικονομία και να δανεισθεί το δημόσιο ακόμα περισσότερο για να ανταποκριθεί σε μία πρωτοφανή και διαρκή αύξηση μη παραγωγικών δαπανών.
Λόγω του ιστορικού της οικονομίας της Ελλάδας, αυτού που οδήγησε στα τρία μνημόνια και την βίαιη αναδιάρθρωση του χρέους, είναι προφανές ότι το μονοπάτι οδηγεί και πάλι σε μία αναβίωση της απειλής του χρέους, καθώς η οικονομία δεν διαθέτει ενδογενείς πόρους για να καλύψει την νέα υπερδιπλάσια απαίτηση για τις «αμυντικές» δαπάνες. Και αυτό θα συμβεί ακριβώς την στιγμή που η οικονομία με όλα όσα έχουν προηγηθεί, έχει αρχίσει να κάνει τις αγορές να την βγάζουν διστακτικά από την περιοχή κινδύνου και προσοχής…
Χωρίς να γνωρίζουμε κάτι από αυτά που ίσως συζητούνται ήδη στα υπουργικά γραφεία, μπορούμε από αυτές τις γραμμές να υποθέσουμε με σχετική βεβαιότητα, ότι αν η Αθήνα αποδεχθεί την υπερδιπλάσια αύξηση των σημερινών «αμυντικών» δαπανών με χρόνο επίτευξης το 2035, στο ΥΠΟΙΚ και πιο συγκεκριμένα στον ΟΔΔΗΧ θα πρέπει να ξεκινήσουν από αύριο για να σχεδιάσουν «άμυνες» διαχείρισης για την νέα απειλή χρέους.
Και αυτό δεν μπορεί παρά να έχει δημοσιονομικά «χαρακτηριστικά» ενός 4ου Μνημόνιο άμυνας, απέναντι στην έναρξη ενός νέου κύκλου αύξησης του δημόσιου δανεισμού. Από τώρα μέχρι… τα εγγόνια μας.