Υπενθυμίζουμε αυτό που όλοι θα πρέπει γνωρίζουν, ότι πέραν της ιδιωτικής κατανάλωσης, η οικονομική ανάπτυξη στην Ελλάδα, ιδιαίτερα μετά την ασφυξία των τριών μνημονίων, στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό σε δύο πυλώνες, στα 36 δισ. ευρώ του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τους πόρους του ΕΣΠΑ.
Πρόκειται ουσιαστικά για τους βασικούς «εισερχόμενους» παραγωγικούς επενδυτικούς πόρους στην οικονομία της χώρας, είτε με την μορφή επιδοτήσεων είτε με την μορφή (χαμηλότοκων) δανείων. Σε ένα περιβάλλον περιορισμένων ιδιωτικών επενδύσεων από το εξωτερικό (που βασικά αφορούν σε μη παραγωγικούς τομείς) σε συνδυασμό με εξαιρετικά τα στενά εγχώρια δημοσιονομικά περιθώρια, αυτοί οι πόροι δεν είναι απλώς χρήσιμα κονδύλια, είναι ο βασικός επενδυτικός βραχίονας πάνω στον οποίο στηρίζεται η μεσοπρόθεσμη οικονομική στρατηγική της οικονομίας.
Ακριβώς γι’ αυτό ο κίνδυνος απώλειας σημαντικού μέρους των 36 δισ. ευρώ του Ταμείου Ανάκαμψης που αναδύεται πλέον πολύ ρεαλιστικά μπροστά μας, αποκτά διαστάσεις πολύ σημαντικότερες και μεγαλύτερες από μια «λογιστική» ή διοικητική αποτυχία.
Το Ταμείο Ανάκαμψης «λήγει» τον Αύγουστο του 2026, δηλαδή σε λιγότερο από ένα χρόνο πλέον και ο κίνδυνος της απώλειας «μετριέται» πλέον σε πολλά δις ευρώ.
Αν οι πόροι αυτοί χαθούν ή δεν αξιοποιηθούν με εύστοχο τρόπο έγκαιρα, το τίμημα δεν είναι μόνο οικονομικό, είναι βαθιά «στρατηγικό», γιατί αφαιρεί από τη χώρα το σημαντικότερο εργαλείο ανάπτυξης που διαθέτει σήμερα.
Αυτή είναι η απλή αλήθεια που πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας όταν μιλάμε για Ταμείο Ανάκαμψης και ΕΣΠΑ.
Κι όμως, το θέμα – ένα χρόνο πριν από την λήξη του Ταμείου Ανάκαμψης – φαίνεται να αντιμετωπίζεται με τρόπο που θυμίζει περισσότερο «επικοινωνιακή διαχείριση» παρά στρατηγικό σχεδιασμό.
Ο κίνδυνος απώλειας
Δεν είναι ο χώρος αυτός για ένα λεπτομερειακό απολογισμό, αλλά είναι σαφές από τις αποτιμήσεις και αξιολογήσεις της Κομισιόν και τα απολογιστικά στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), ότι υποτιμήθηκε η πολυπλοκότητα του προγράμματος και ο κίνδυνος απώλειας είναι παρόν. Δεν αναδιοργανώθηκε ουσιαστικά η δημόσια διοίκηση για να υποδεχθεί το Ταμείο Ανάκαμψης και να αντιμετωπίσει τις ανάγκες του.
Αντί έτσι να ενισχυθεί ο πυρήνας της διαχειριστικής ικανότητας του κράτους, επιλέχθηκε η εύκολη – αλλά όχι αποτελεσματική όπως αποδεικνύεται – λύση της εκχώρησης κρίσιμων λειτουργιών για τον σχεδιασμό και την απορρόφηση σε ιδιώτες συμβούλους και άλλους ενδιάμεσους «φορείς»…
Η προσέγγιση αυτή – όπως φαίνεται από το αποτέλεσμα – δεν επιτάχυνε τη διαδικασία, αντίθετα δημιούργησε έναν ακριβό, περίπλοκο και τελικά «δυσκίνητο» μηχανισμό.
Η ίδια η ομολογία κυβερνητικών κύκλων ότι «πρέπει να γίνουν μέσα σε έναν χρόνο όσα δεν έγιναν σε τέσσερα» αποτυπώνει την πραγματική διάσταση της κρίσης.
Όταν ο πρωθυπουργός, στην πρόσφατη συνάντησή του με τους κατασκευαστές, τους απευθύνει έκκληση να δώσουν «απόλυτη προτεραιότητα» στα έργα του Ταμείου, μόλις 12 μήνες πριν αυτό κλείσει, δεν μιλάμε πλέον για οργανωμένη υλοποίηση, αλλά για απελπισμένο αγώνα δρόμου με την πλάτη στον τοίχο.
Η κατάσταση γίνεται ακόμη πιο προβληματική όταν αυτή η πραγματικότητα συγκαλύπτεται πίσω από μια αισιόδοξη ρητορική των αρμοδίων φορέων.
Οι εκθέσεις όμως της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της ΤτΕ είναι σαφείς. Από τα 36 «διαθέσιμα» δισ. ευρώ σε επιδοτήσεις και δάνεια μόνο 10 δισ. ευρώ – σύμφωνα με την ΤτΕ – έχουν φτάσει στους δικαιούχους για την ολοκλήρωση και αποπληρωμή έργων. Καθυστερήσεις, αστοχίες, ανεπάρκειες σε πολύ επιδραστικά για την οικονομία έργα και προγράμματα, οδηγούν σε πολύ πιθανή απώλεια σημαντικού μέρους των υπόλοιπων πόρων.
Αντί όμως να υπάρξει μια ψύχραιμη και σοβαρή αντιμετώπιση του προβλήματος, παρακολουθούμε μια προσπάθεια «ωραιοποίησης», σαν να αρκεί η θετική εικόνα για να ολοκληρώσει έργα που δεν έχουν καν ξεκινήσει σε επίπεδο κατασκευής και να οδηγήσει στην απορρόφηση των πόρων.
Η μεταφορά έργων σε άλλα χρηματοδοτικά εργαλεία μπορεί να προσφέρει μια προσωρινή λεκτική «βαλβίδα ασφαλείας», αλλά δεν αντιμετωπίζει το θεμελιώδες ζήτημα, την αδυναμία της χώρας να συγκροτήσει έναν αποτελεσματικό μηχανισμό απορρόφησης και αξιοποίησης μιας μοναδικής ιστορικής ευκαιρίας.
Αφ’ ενός η μεταφορά και μετάταξη έργων από το Ταμείο Ανάκαμψης στο ΕΣΠΑ δεν είναι εύκολη και αυτονόητη διαδικασία και αφ’ ετέρου η ανάθεση έργων στο «πάμφτωχο» Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων προϋποθέτει ότι ο Προϋπολογισμός θα «κόψει» δαπάνες από αλλού για να τις διοχετεύσει εκεί… Κατά συνέπεια η «δικαιολογία» αυτή, κάθε άλλο παρά ανταποκρίνεται σαν δυνατότητα στην πραγματικότητα της ελληνικής οικονομίας.
Αν αυτός ο κίνδυνος, δηλαδή απώλεια πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης υλοποιηθεί, το τίμημα δεν θα είναι απλώς η απώλεια κάποιων κονδυλίων από τις Βρυξέλλες. Είναι η απώλεια του μοναδικού ουσιαστικού αναπτυξιακού εργαλείου που διαθέτει σήμερα η ελληνική οικονομία, μαζί με το ΕΣΠΑ, μια «ήττα» με βάθος και διάρκεια όσο αφορά τις συνέπειες.
Η γραφειοκρατία, η απουσία διοικητικών μεταρρυθμίσεων και η υπερεκτίμηση των επικοινωνιακών χειρισμών μπορεί να αποδειχθούν, για άλλη μια φορά, πιο ισχυρές από την ίδια την ανάγκη της οικονομίας να αλλάξει.
Και αυτή τη φορά, το τίμημα θα είναι πραγματικά βαρύ, αν συνυπολογίσει κανείς σ’ αυτό και τις συνέπειες από το πως επιδεινώνεται ταυτόχρονα και το εξωτερικό – ευρωπαϊκό – περιβάλλον από το οποίο η ελληνική οικονομία εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό.