Συγκλονιστική μαρτυρία για τα δραματικά λεπτά που ακολούθησαν του εμπρησμού στην τράπεζα στη Σταδίου
Τράπεζα Marfin, οδός Σταδίου, 5 Μαΐου 2010. Τρεις άνθρωποι, μεταξύ των οποίων μία έγκυος γυναίκα, χάνουν τη ζωή τους από εμπρησμό στο υποκατάστημα εν μέσω διαδηλώσεων κατά των μνημονίων στο κέντρο της Αθήνας. Οι εικόνες κάνουν το γύρο του κόσμου. Και κάπου εκεί ανάμεσα στην τραγωδία που συγκλόνισε τον πανελλήνιο η χαρακτηριστική φωτογραφία με τη γυναίκα που καλούσε σε βοήθεια από το μπαλκόνι.
Σήμερα, 15 χρόνια μετά τον εμπρησμό στη Marfin, όπου βρήκαν τραγικό θάνατο η 32χρονη έγκυος Αγγελική Παπαθανασοπούλου, ο 36χρονος Επαμεινώνδας Τσάκαλης και η 35χρονη Παρασκευή Ζούλια – η Μαρία Καραγιάννη, η γυναίκα που απεικονίζεται στη φωτογραφία να βρίσκεται στο μπαλκόνι περιγράφει τις δραματικές στιγμές που βίωσε η ίδια και οι συνάδελφοί της κατά τη διάρκεια της επίθεσης.
«Ήμουν στο υπόγειο και άκουσα πολύ δυνατούς κρότους από το ισόγειο του κτηρίου και γυαλιά να σπάνε. Ήταν την ώρα που έγινε ουσιαστικά η επίθεση. Κλειδώσαμε το θησαυροφυλάκιο, πήρα το 100 από το τηλέφωνο του υπογείου» ανέφερε σε βίντεο στο TikTok.
«Με ρωτούσαν “πόσοι είστε στο κτίριο;” Τους έλεγα “δεν βλέπω”.
Συνεχίζοντας την περιγραφή ανέφερε πως προσπάθησε να καλέσει την Πυροσβεστική, ωστόσο «δεν λειτουργούσε πια το τηλέφωνο. Από το φόβο μου να φύγω γρήγορα και να πάω σε χώρο που μπορούσα να αναπνεύσω, πήρα δυστυχώς το ασανσέρ για να πάω όσο το δυνατόν πιο γρήγορα στον 3ο όροφο όπου ήξερα ότι υπήρχαν παράθυρα».
«Όταν έφτασα εκεί υπήρχε πανζουρλισμός. Οι συνάδελφοι ήταν στρυμωγμένοι σε ένα διαδρομάκι πολύ μικρό για να βρουν διέξοδο από ένα δωμάτιο που λειτουργούσε ως αποθήκη. Εκεί ήταν ένα κλουβί για τις μονάδες κλιματισμού με καμία διέξοδο. Από ό,τι έμαθα ο Ηλίας ο συνάδελφός μας έσπασε με όλες του τις δυνάμεις αυτή την καταπακτή και σιγά – σιγά βοηθώντας ο ένας τον άλλο βγήκαμε σε ένα μπαλκόνι 1×2 με κάτι λόγχες και σκαρφάλωναν τα κακόμοιρα για να ανέβουν σε ένα ελενίτ και να βγουν στη Χρήστου Λαδά».
Το επόμενο βήμα για την ίδια ήταν να πάει στο κεντρικό μπαλκόνι της Σταδίου αφού είχε δει «έναν συνάδελφο στο κεντρικό μπαλκόνι που μιλούσε στο τηλέφωνο και ήθελα το τηλέφωνο αυτό για να πάρουμε κάποιον να του πούμε ότι κινδυνεύουμε».
«Εν τω μεταξύ είχε πυκνώσει ο κόσμος κάτω στη Σταδίου, δεν άκουγα τίποτα, δεν θυμάμαι αν κατάφερα να περιγράψω την κατάσταση. Ένα λεπτό αργότερα το απόλυτο χάος», σημείωσε για να συμπληρώσει: «Να φυσάει ο καπνός κατά πάνω μας, να μην βλέπουμε αν μπορούμε να σκαρφαλώσουμε από το μπαλκόνι σε κάποιο περβάζι για να βρούμε έναν τρόπο διαφυγής από τον τρίτο όροφο νεοκλασικού κτιρίου».
«Δεν βλέπαμε πού να πατήσουμε. Τρεις από τους πέντε που ήμασταν στο μπαλκόνι κατάφεραν με κίνδυνο της ζωής τους από ένα μικρό περβάζι να περάσουν στο μπαλκόνι του διπλανού κτιρίου».
Τα επόμενα λεπτά ήταν συγκλονιστικά: «Εμείς οι δύο οι τελευταίες που μείναμε στο μπαλκόνι, δεν βλέπαμε, είχε πυκνώσει ο καπνός, τα μάτια «έτρεχαν» δεν μπορούσες να αναπνεύσεις. Σκεφτόμουν ότι στην επόμενη ανάσα θα έχει κλείσει τελείως ο λαιμός μου, δεν θα μπορέσω. Όλη αυτή η αγωνία για 40 λεπτά… Να λέω “πού είναι η πυροσβεστική;” Δεν μπορεί κάποιος να μας βοηθήσει;” Ζούσαμε τον απόλυτο τρόμο για 40 λεπτά, εκεί το υπολογίζω».
«Εκείνη την ώρα έλεγες ή θα σωθώ ή το επόμενο δίλεπτο δεν θα έχω πια ανάσα και θα πέσω κάτω. Ήταν τραγικές οι στιγμές, ο απόλυτος τρόμος, ο απόλυτος φόβος, παράνοια. Εμένα με έβγαλαν τελευταία οι πυροσβέστες από το εσωτερικό του κτηρίου. Δεν έβλεπα τίποτα, πίσσα σκοτάδι. Ήταν τέτοια η ένταση της φωτιάς που τα πάντα στο κτήριο ήταν σαν να έχει γίνει βομβαρδισμός. Πατούσες συντρίμμια. Τις επόμενες ημέρες είδαμε ότι είχαν σπάσει τα μάρμαρα από τη σκάλα πιθανολογώ από την θερμοκρασία» συνέχισε η εργαζόμενη της τράπεζας.
Μιλώντας, τέλος, για τη διάσωσή της από το φλεγόμενο κτίριο είπε πως οι πυροσβέστες «μου έβαλαν αντιασφυξιογόνα μάσκα, ένα μπουφάν στην πλάτη και φωτίζοντας τον δρόμο που μπορούσα να περπατήσω, υποβασταζόμενη κατάφερα να με κατεβάσουν κάτω».