Τεράστια αύξηση έχει παρατηρηθεί τα τελευταία χρόνια τόσο στα περιστατικά παραδοσιακού bullying όσο και cyberbullying, μεταξύ των εφήβων στη χώρα μας. Όλα δείχνουν πως αυτή η εκτόξευση των νούμερων οφείλεται κατά πολύ στην πανδημία της COVID-19.
Έρευνα που φέρει ελληνική υπογραφή και στην οποία συμμετείχαν έφηβοι μετά την πανδημία της COVID-19, παρουσίαζαν σημαντικά υψηλότερα επίπεδα συναισθηματικών και συμπεριφορικών δυσκολιών τα οποία με τη σειρά τους αύξησαν τα περιστατικά bullying στη χώρα μας κατά 209%.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Διαπιστώθηκε επίσης μια ισχυρή συσχέτιση μεταξύ εμπλοκής στον εκφοβισμό και δυσμενών αποτελεσμάτων για την ψυχική υγεία, ενώ, όπως διαφάνηκε, σημαντικό προγνωστικό παράγοντα αποτελούν κοινωνικοδημογραφικοί παράγοντες, όπως το φύλο, ο τόπος κατοικίας και η δομή της οικογένειας, με τα αγόρια, τους εφήβους που κατοικούν σε πόλεις και όσους προέρχονταν από μη παραδοσιακές οικογενειακές δομές να διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο.
Όπως αναφέρουν οι ερευνητές, ο εκφοβισμός θέτει σημαντικές προκλήσεις για την υγεία και την ευημερία των εφήβων.
Η μελέτη εξέτασε τον αντίκτυπο της πανδημίας COVID-19 στη συμπεριφορά εκφοβισμού και στις συναφείς συναισθηματικές και συμπεριφορικές δυσκολίες των Ελλήνων εφήβων, αναφέρει το Iatropedia.gr.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Τα δεδομένα συλλέχθηκαν από δύο διατομεακές έρευνες το 2016 (n = 1574) και το 2023 (n = 5753) που πραγματοποιήθηκαν στην Ελλάδα. Και τα δύο δείγματα περιλάμβαναν μαθητές ηλικίας 12-16 ετών, με σχεδόν ίση κατανομή των φύλων (2016, 53,4% κορίτσια – 2023, 54,5% κορίτσια) και επικράτηση των κατοίκων των πόλεων (περίπου 73% και στα δύο δείγματα).
Οι εμπειρίες bullying και cyberbullying αξιολογήθηκαν μέσω δομημένων ερωτηματολογίων, ενώ τα αποτελέσματα της ψυχικής υγείας μετρήθηκαν χρησιμοποιώντας το Ερωτηματολόγιο Δυνάμεων και Δυσκολιών (SDQ).
Τα ευρήματα μετά την πανδημία της Covid-19 αποκάλυψαν σημαντικές αυξήσεις στην εμπλοκή στον εκφοβισμό. H θυματοποίηση στον παραδοσιακό εκφοβισμό αυξήθηκε από 12,4% σε 21,7% και η θυματοποίηση στον κυβερνοεκφοβισμό αυξήθηκε από 4,0% σε 11,6%. Αντίστοιχα, οι μέσες συνολικές βαθμολογίες SDQ αυξήθηκαν σημαντικά από 8,59 σε 14,16, αποκαλύπτοντας αύξηση των συναισθηματικών προβλημάτων και των προβλημάτων συμπεριφοράς.
Τι έδειξε η έρευνα
Η πρώτη έρευνα διεξήχθη το 2016, σε δύο περιοχές της Ελλάδας: Αττική και Κεφαλονιά. Η δεύτερη διεξήχθη το 2023, σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας, όπως η Αττική, η Θεσσαλονίκη, η Κεφαλονιά, η Ηλεία, η Καρδίτσα και οι Κυκλάδες (Τήνος). Ο πληθυσμός της έρευνας περιλάμβανε 11.325 μαθητές από 42 σχολεία δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Η συμμετοχή στη μελέτη ήταν εθελοντική και ανώνυμη. Οι μαθητές ενημερώθηκαν ότι μπορούσαν να αποχωρήσουν από τη μελέτη ανά πάσα στιγμή χωρίς συνέπειες. Η συλλογή δεδομένων πραγματοποιήθηκε στην τάξη κατά τη διάρκεια μιας προκαθορισμένης διδακτικής ώρας, ενώ η συμπλήρωση ολόκληρου του ερωτηματολογίου διήρκησε περίπου 20 λεπτά.
Όπως διαπίστωσαν οι ερευνητές, υπήρξε αξιοσημείωτη αύξηση της εμπλοκής τόσο στον παραδοσιακό όσο και στον διαδικτυακό εκφοβισμό μετά την πανδημία σε σύγκριση με την περίοδο πριν από αυτήν.
Στην ομάδα μετά την πανδημία, τα ποσοστά του παραδοσιακού εκφοβισμού αυξήθηκαν σε όλες τις κατηγορίες.
- Τα θύματα του παραδοσιακού εκφοβισμού αυξήθηκαν από 12,4% πριν από την πανδημία σε 21,7% μετά, μεταβολή που αντιπροσωπεύει αύξηση 209%.
- Το ποσοστό των εκφοβιστών αυξήθηκε επίσης από 6,4% σε 11,4%, δηλαδή κατά 102%.
- Το ποσοστό όσων ταξινομήθηκαν τόσο ως θύτες όσο και ως θύματα (θύτες-θύματα) αυξήθηκε από 7,3% σε 14,4%, δηλαδή κατά 51%.
Τα ποσοστά ηλεκτρονικού εκφοβισμού αυξήθηκαν επίσης σημαντικά.
- Τα θύματα διαδικτυακού εκφοβισμού αυξήθηκαν από 4% πριν από την πανδημία σε 11,6% μετά την πανδημία, αύξηση 112%.
- Το ποσοστό των ατόμων που εκφοβίζουν στον κυβερνοχώρο αυξήθηκε από 3,2% σε 8,4%, που αντιστοιχεί σε αύξηση 82%.
- Επιπλέον, το ποσοστό των θυτών-θυμάτων διαδικτυακού εκφοβισμού αυξήθηκε από 1,8% σε 3,5%, δηλαδή κατά 34%.
Σχέση μεταξύ της εμπλοκής σε bullying και συναισθηματικών και συμπεριφορικών προβλημάτων
Οι έφηβοι που ενεπλάκησαν τόσο σε παραδοσιακό όσο και σε διαδικτυακό εκφοβισμό είχαν σημαντικά υψηλότερες βαθμολογίες στο SDQ, που αντανακλούν μεγαλύτερες συναισθηματικές και συμπεριφορικές δυσκολίες, σε σύγκριση με εκείνους που δεν ενεπλάκησαν σε bullying. Κι αυτό αφορά τόσο τα θύματα όσο και τους θύτες.
Τα αποτελέσματα αυτά, όπως αναφέρουν οι ερευνητές, δείχνουν τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις που έχει η πανδημία στην ευημερία των εφήβων, υπογραμμίζοντας την επείγουσα ανάγκη για στοχευμένες στρατηγικές πρόληψης και παρέμβασης για την αντιμετώπιση τόσο του παραδοσιακού όσο και του διαδικτυακού εκφοβισμού σε διάφορα κοινωνικοδημογραφικά πλαίσια.
Οι επιπτώσεις της πανδημίας
Το ξέσπασμα της πανδημίας της COVID-19 στις αρχές του 2020 επέφερε δραματικές αλλαγές στη ζωή των εφήβων σε όλο τον κόσμο. Τα εκτεταμένα lockdown, το κλείσιμο των σχολείων και τα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης μείωσαν δραστικά τις πρόσωπο με πρόσωπο αλληλεπιδράσεις και έφεραν νέες προκλήσεις για τους εφήβους. Αυτές οι αλλαγές δεν περιόρισαν απλά τις κοινωνικές επαφές, αλλά ανάγκασαν επίσης πολλές πτυχές της κοινωνικοποίησης, της εκπαίδευσης και της ψυχαγωγίας να μετατοπιστούν στο διαδίκτυο, δημιουργώντας ενδεχομένως νέα περιβάλλοντα για την εκδήλωση εκφοβισμού, σημειώνουν οι ερευνητές.
Οι έφηβοι επηρεάστηκαν ιδιαίτερα από τις ψυχολογικές συνέπειες της πανδημίας, καθώς αναφέρθηκαν σημαντικές αυξήσεις στο άγχος, την κατάθλιψη και τα προβλήματα συμπεριφοράς. Σε αυτές τις αυξήσεις στις συναισθηματικές και συμπεριφορικές δυσκολίες πιθανότατα συνέβαλαν η απομόνωση και η διατάραξη της καθημερινής ρουτίνας. Επιπλέον, τα μέτρα καραντίνας και αποκλεισμού που επιβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας της COVID-19 επιδείνωσαν περαιτέρω αυτές τις προκλήσεις.
Τα μέτρα προστασίας που ελήφθησαν για τον περιορισμό της διασποράς του κορονοϊού όχι μόνο αύξησαν το άγχος, το στρες και τα καταθλιπτικά συμπτώματα στους εφήβους, αλλά επίσης διατάραξαν την ανάπτυξη και τη διατήρηση ζωτικών σχέσεων με συνομηλίκους, οι οποίες είναι ζωτικής σημασίας κατά τη διάρκεια αυτού του αναπτυξιακού σταδίου. Επιπλέον, ο παρατεταμένος εγκλεισμός στο σπίτι μερικές φορές επιβάρυνε τη δυναμική της οικογένειας, εντείνοντας ενδεχομένως τις συγκρούσεις και θέτοντας σε περαιτέρω κίνδυνο τη συναισθηματική ευημερία των εφήβων. Αυτοί οι παράγοντες αναδεικνύουν πώς οι περιβαλλοντικοί στρεσογόνοι παράγοντες του εγκλεισμού μπορούν να αλληλεπιδράσουν με τις μοναδικές αναπτυξιακές ανάγκες των εφήβων, επηρεάζοντας τελικά τόσο την ψυχική τους υγεία όσο και την κοινωνική τους λειτουργικότητα.
Τι είναι εκφοβισμός (bullying)
Όπως αναφέρουν οι ερευνητές, ο εκφοβισμός αναφέρεται στην επανειλημμένη έκθεση σε σκόπιμη επιθετική συμπεριφορά που διαπράττεται από ένα ή περισσότερα άτομα εναντίον ενός στόχου που θεωρείται ότι έχει λιγότερη δύναμη σε σχέση με τον επιτιθέμενο ή τους επιτιθέμενους.
Στον παραδοσιακό εκφοβισμό, το θύμα έχει συνήθως λιγότερη φυσική, κοινωνική ή ψυχική δύναμη, ενώ ο θύτης χαρακτηρίζεται από υψηλότερο επίπεδο δύναμης. Στις περιπτώσεις των θυμάτων-εκφοβιστών (σ.σ. εφήβων που ασκούν bullying αλλά αυτοχαρακτηρίζονται ως θύματα), τα άτομα βιώνουν μια διπλή δυναμική: θεωρούν τον εαυτό τους θύμα, αλλά μπορεί να επιδεικνύουν συμπεριφορές που επιβάλλουν την εξουσία σε ορισμένες καταστάσεις, όπως αναγνωρίζεται από εκείνους που βιώνουν τη συμπεριφορά ως εκφοβισμό. Εκτός από αυτούς τους ρόλους, καθοριστικό ρόλο στη δυναμική του εκφοβισμού παίζουν και οι παρευρισκόμενοι. Ορισμένοι μάρτυρες παρεμβαίνουν ή καταγγέλλουν τον εκφοβισμό με την πρόθεση να εξισορροπήσουν τη διαφορά ισχύος μεταξύ του θύτη και του θύματος, ενώ άλλοι μπορεί να αισθάνονται ανίσχυροι να παρέμβουν ή ακόμη και να εγκρίνουν σιωπηρά τη συμπεριφορά λόγω του φόβου να γίνουν οι ίδιοι στόχοι.
Επίσης, ενώ ο παραδοσιακός εκφοβισμός λαμβάνει χώρα συνήθως σε φυσικά περιβάλλοντα (π.χ. σχολεία) και περιλαμβάνει άμεσες, φανερές αλληλεπιδράσεις, ο διαδικτυακός εκφοβισμός εκτυλίσσεται μέσω ψηφιακών πλατφορμών και χαρακτηρίζεται από χαρακτηριστικά όπως η ανωνυμία, η ταχεία και ευρεία διάδοση και η απουσία φυσικής επαφής.
Η ανάδυση και διάδοση ψηφιακών τεχνολογιών, όπως είναι τα smartphones και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, έχει οδηγήσει σε νέες μορφές εκφοβισμού, κυρίως στον κυβερνοεκφοβισμό. Ο διαδικτυακός εκφοβισμός περιλαμβάνει επαναλαμβανόμενες, σκόπιμες πράξεις επιθετικότητας μέσω ηλεκτρονικών πλατφορμών, συμπεριλαμβανομένων των ηλεκτρονικών μηνυμάτων, των ιστολογίων, των άμεσων μηνυμάτων, των chat rooms και των ιστότοπων κοινωνικής δικτύωσης. Σε αντίθεση με τον παραδοσιακό εκφοβισμό, ο κυβερνοεκφοβισμός μπορεί να συμβεί ανά πάσα στιγμή, συχνά ανώνυμα, και να φτάσει σε ένα ευρύτερο κοινό, γεγονός που τον καθιστά ιδιαίτερα παρεμβατικό και επίμονο. Η ανωνυμία που παρέχει ο διαδικτυακός εκφοβισμός συχνά επιδεινώνει τις επιβλαβείς επιπτώσεις του, καθώς το θύμα μπορεί να αισθάνεται πιο ευάλωτο και αβοήθητο απέναντι σε έναν αόρατο επιτιθέμενο.
Μείζον πρόβλημα δημόσιας υγείας
Ο εκφοβισμός αποτελεί μείζον πρόβλημα δημόσιας υγείας που επηρεάζει βαθιά τα παιδιά και τους εφήβους, με μακροπρόθεσμες επιπτώσεις που εκτείνονται στην ενήλικη ζωή. Οι συμπεριφορές εκφοβισμού συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης προβλημάτων τόσο σωματικής όσο και ψυχικής υγείας.
Μπορούν να διαταράξουν τις κοινωνικές σχέσεις, τις ακαδημαϊκές επιδόσεις και τη συνολική ευημερία, επηρεάζοντας έτσι την πορεία ζωής των νέων. Οι επιβλαβείς επιπτώσεις δεν περιορίζονται στα θύματα: οι θύτες και τα άτομα που διαδραματίζουν διπλό ρόλο τόσο ως θύματα όσο και ως θύτες (θύτες-θύματα) αντιμετωπίζουν επίσης σημαντικές συνέπειες.