Τρίτη, 23 Απρ.
21oC Αθήνα

Οι πολιτισμοί του σιταριού και του ρυζιού

Οι πολιτισμοί του σιταριού και του ρυζιού

Ένας άλλος τρόπος να δει κανείς την πορεία των ανθρώπινων κοινωνιών. Το σιτάρι της Δύσης και το ρύζι της Ανατολής, ως κινητήριες δυνάμεις που διαμόρφωσαν τον τρόπο ζωής σε εκτεταμένες περιοχές του πλανήτη και την εξέλιξη των κοινοτήτων αυτών.

Υπάρχει μια μερίδα ιστορικών που προτείνοντας μια άλλη ανάγνωση της εξέλιξης των ανθρώπινων πολιτισμών, θεωρούν ότι ο τρόπος διατροφής εκτεταμένων περιοχών του πλανήτη καθόρισε και την πορεία των κοινωνιών τους. Μιλούν για τον πολιτισμό του σιταριού της Ευρώπης και τον πολιτισμό του ρυζιού της Ασίας.

Συγκρίνοντας τους δυο αυτούς πολιτισμούς ή μάλλον τα δυο αυτά συλλογικά μοντέλα ζωής, θεωρούν ότι από τις αρχές της ιστορίας μέχρι τουλάχιστον το τέλος του 19ου αιώνα, ο πρώτος εκτόξευσε αναπτυξιακά τους Ευρωπαίους, ενώ ο δεύτερος καθήλωσε τους Ασιάτες. Δεν είναι η δημοφιλέστερη θεωρία μέσα στην επιστημονική κοινότητα των ιστορικών, έχει όμως κάποιες πολύ ενδιαφέρουσες και συναρπαστικές πλευρές. Ας τις δούμε:

Η βασική διατροφή των Ευρωπαίων ήταν ανέκαθεν το σιτάρι και τα παράγωγα του, με κυρίαρχο το ψωμί. Η καλλιέργεια του σιταριού έχει μικρότερη απόδοση καρπού ανά εκτάριο σε σύγκριση με το ρύζι, χρειάζεται λιγότερα εργατικά χέρια απ’ αυτό, απαιτεί βαθύ όργωμα των χωραφιών και εξαντλεί το έδαφος, με αποτέλεσμα τα χωράφια να χρειάζονται περιόδους ανάπαυσης. Κατά την γνώμη αυτών των ιστορικών αναλυτών, τα τέσσερα αυτά δεδομένα οδήγησαν στο ακόλουθο κοινωνικό και παραγωγικό σχήμα.

Η Ευρώπη είχε πληθυσμούς που δεν μπορούσε να απασχολήσει και να θρέψει, άρα έγιναν εκ’ των πραγμάτων εξωστρεφείς, ψάχνοντας τρόπο να βγουν απ’ την Ευρώπη που δεν μπορούσε να τους εξασφαλίσει την ζωή τους. Επίσης, οι ευρωπαίοι αναγκάστηκαν να στραφούν και στην κτηνοτροφία ώστε να διαθέτουν μεγάλα ζώα για όργωμα, τα οποία έτρεφαν στις εκτάσεις που ξεκούραζαν από τη σπορά, αλλά και με τα απομεινάρια του σιταριού μετά την αφαίρεση του καρπού, δηλαδή με τα άχυρα. Τέλος, η κατανάλωση πρωτεϊνών λόγω των εκτρεφόμενων ζώων, δημιούργησε έναν πληθυσμό που τρεφόταν με πιο δυναμωτικές τροφές, άρα είχε μεγαλύτερη σωματική διάπλαση.

Αντιθέτως, ο πολιτισμός του ρυζιού επειδή στηρίζεται αποκλειστικά στα ανθρώπινα χέρια, είχε ανάγκη μεγάλων πληθυσμών. Παράλληλα, η απόδοση του ρυζιού δεν απαιτεί αγραναπαύσεις και είναι αρκετή να συντηρεί επαρκώς αν και στοιχειωδώς τους πληθυσμούς αυτούς. Η καλλιέργεια του ρυζιού απαιτεί τη χρήση μεγάλων ποσοτήτων νερού, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια σοβαρή κρατική γραφειοκρατία που μεριμνούσε για τη δημιουργία, συντήρηση και ρύθμιση ενός εκτεταμένου δικτύου αρδεύσεων από το οποίο εξαρτούσε την επιβίωση του ο πληθυσμός.

Η πανίσχυρη αυτή κρατική οντότητα, δεν ασχολούνταν βεβαίως μόνο με το αρδευτικά σύστημα, αλλά με το σύνολο της κοινωνικής οργάνωσης. Ιδού λοιπόν οι πελώριες αυτοκρατορίες της ανατολής. Η καλλιέργεια του ρυζιού δεν χρειάζεται ζώα για όργωμα, οπότε εξηγείται και η παντελής έλλειψη κτηνοτροφίας στις μεγάλες Ασιατικές καλλιεργήσιμες εκτάσεις, από την Κίνα και τη Μογγολία μέχρι την Ινδία και την Ινδονησία. Πράγματι, μέχρι το 19ο αιώνα, ο άνθρωπος της ανατολής σπάνια έτρωγε κρέας.

Η σύγκριση των δύο διατροφικών πολιτισμών, οδηγεί σ’ ένα βασικό συμπέρασμα: Ο πολιτισμός του σιταριού δημιούργησε ανθρώπινες κοινωνίες εξωστρεφείς, καινοτόμες και επεκτατικές, ενώ ο πολιτισμός του ρυζιού δημιούργησε κοινωνίες εσωστρεφείς, αγκυλωμένες και ακίνητες. Έτσι εξηγεί αυτή η μερίδα ιστορικών την τελική παγκόσμια κυριαρχία του ευρωπαϊκού μοντέλου, ενώ παρατηρώντας κανείς την υφήλιο χίλια ή δυο χιλιάδες χρόνια προ Χριστού, θα έβλεπε μια προηγμένη ανατολή και μια πρωτόγονη δύση. Δεν πρόκειται για την προσφιλέστερη ιστορική θεωρία, διαθέτει όμως γοητευτικά στοιχεία και προφανώς πατά πάνω σε κάποια υπαρκτά υλικά δεδομένα.

Ούτως ή άλλως, δεν ήταν λίγοι οι ιστορικοί, σ’ όλα τα πανεπιστήμια του κόσμου, που προσπάθησαν με διάφορες μεθόδους να εξηγήσουν το ξαφνικό ξεπέταγμα των υπανάπτυκτων ευρωπαίων μετά τον μεσαίωνα και το παράλληλο απότομο φρενάρισμα των πολιτισμένων Ασιατών που ως τότε διέθεταν μεγάλες δυναστείες, κραταιά βασίλεια και ήταν πρωτοπόροι στις επιστημονικές ανακαλύψεις.

Η ίδια θεωρία αφήνει στην άκρη μεγάλες εκτάσεις της υφηλίου, όπως τις στέπες της Ευρασίας ή την Αφρική, θεωρώντας ότι επειδή οι ντόπιοι πληθυσμοί, σε συνδυασμό με τα εδάφη και το κλίμα, δεν επικεντρώθηκαν σε ένα βασικό διατροφικό αγαθό, ουδέποτε κατάφεραν να δημιουργήσουν υλικά πλεονάσματα ικανά να τους μετατρέψουν σε κινητήριες δυνάμεις της παγκόσμιας ιστορίας.

Διαβάστε εδώ κι άλλες ιστορίες με την υπογραφή του Δημήτρη Καμπουράκη, στη στήλη Μία σταγόνα ιστορία.

Μία σταγόνα ιστορία Τελευταίες ειδήσεις