Ο Ρούτε δεν διαψεύδει τις διαρροές των ΜΜΕ, ο Μερτς λέει πως το πρόβλημα δεν είναι τα ...χρήματα και κλείνει το μάτι για τα ευρωομόλογα
Μπορεί την περασμένη Παρασκευή 9 Μαΐου 2025 να μονοπώλησαν, κατά την πρώτη επίσημη επίσκεψη του καγκελαρίου της Γερμανίας, Όλαφ Σολτς, στις Βρυξέλλες, οι συναντήσεις με τους κορυφαίους παράγοντες της ΕΕ (Φον ντερ Λάιεν, Κόστα, Μέτσολα), αλλά τα πιο σημαντικά μηνύματα για το μέλλον της ΕΕ μάλλον βγήκαν από τη συνάντηση του με το γενικό γραμματέα του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούτε.
Και αυτό γιατί ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, Ρούτε, δεν διέψευσε -κατά τη διάρκεια συνέντευξης τύπου μαζί με τον Μερτς – διαρροές του τύπου περί υποστήριξης εκ μέρους του της αύξησης του κατώτατου ορίου των αμυντικών δαπανών για τις χώρες – μέλη του ΝΑΤΟ στο …5% μέχρι το 2032 (3,5% για άμυνα και 1,5% για υποδομές) αντί του 2% που είναι σήμερα!
Και όχι μόνο αυτό, αλλά ούτε ο Μερτς, έδειξε να …ενοχλείται ιδιαίτερα από αυτό το ενδεχόμενο.
Ρούτε: Θα πρέπει οπωσδήποτε να υπάρξει αύξηση στις αμυντικές δαπάνες
Συγκεκριμένα, ο Ρούτε, σε σχετική ερώτηση δημοσιογράφου, ανέφερε πως: «Δεν θα επιβεβαιώσω κανένα από τα στοιχεία που παρουσιάζετε εδώ. Ξέρω ότι κυκλοφορούν πολλές φήμες αυτή τη στιγμή. Είναι αλήθεια ότι διεξάγουμε εσωτερικές συζητήσεις εντός του ΝΑΤΟ σχετικά με τον καλύτερο τρόπο για να διασφαλίσουμε ότι εμείς ως ΝΑΤΟ μπορούμε να εκπληρώσουμε όλα τα καθήκοντά μας στο μέλλον, λαμβάνοντας επίσης υπόψη το γεγονός ότι αναγνωρίζουμε τη μακροπρόθεσμη απειλή που υπάρχει από τη Ρωσία».
Ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ έκανε ξεκαθάρο πως «θα πρέπει οπωσδήποτε να υπάρξει αύξηση, αλλά δεν πρόκειται να μιλήσω εδώ για αριθμούς. Εάν αυξήσει κανείς τις αμυντικές δαπάνες, πρέπει επίσης να λάβετε υπόψη όλους τους παράγοντες που σχετίζονται με την άμυνα. Ναι, κι εγώ το έλεγα πάντα αυτό. Αν μείνουμε στο δύο τοις εκατό, δεν μπορούμε να υπερασπιστούμε τους εαυτούς μας. Πρέπει οπωσδήποτε να αυξήσουμε τις αμυντικές δαπάνες».
Ποια ήταν η απάντηση του Μερτς στο ενδεχόμενο αύξησης του ορίου των αμυντικών δαπανών των χωρών – μελών του ΝΑΤΟ;
«Δεν έχει νόημα να διαφωνούμε τώρα για αφηρημένα μερίδια ΑΕΠ», σημείωσε.
«Αυτό που είναι κρίσιμο είναι να επεκτείνουμε συνεχώς τις προσπάθειές μας τα επόμενα χρόνια. Για να δώσουμε μια αίσθηση αναλογίας σε όσους δεν είναι εξοικειωμένοι με την εσωτερική πολιτική της Γερμανίας: το 1% του ΑΕΠ αντιπροσωπεύει σήμερα περίπου 45 δισεκατομμύρια ευρώ για την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Αν τώρα φτάσουμε στο 2%, θα βρισκόμαστε ήδη σχεδόν στα 100 δισεκατομμύρια ευρώ, και αυτό δεν θα είναι αρκετό για να ανταποκριθούμε στις απαιτήσεις που έχουμε συμφωνήσει μεταξύ μας. Υπό αυτή την έννοια, πρόκειται για μια συνεχή διαδικασία τα επόμενα χρόνια.
Θέλω να το πω ξανά ρητά: περισσότερα χρήματα από μόνα τους δεν είναι η σωστή απάντηση. Αυτή η διαδικασία πρέπει να συνοδεύεται από παραγωγικές δυνατότητες. Αυτές οι παραγωγικές ικανότητες πρέπει να επικεντρωθούν σε έναν σημαντικά μειωμένο αριθμό διαφορετικών οπλικών συστημάτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Έχουμε πάρα πολλά διαφορετικά συστήματα που κοστίζουν πολλά χρήματα. Οι ανεπάρκειες τόσο στις ποσότητες όσο και στις απαιτήσεις του συστήματος πρέπει να μειωθούν. Χρειαζόμαστε απλούστερα συστήματα.
Παρακολούθησα με μεγάλο ενδιαφέρον την αποτελεσματική παραγωγή που έχει επιτύχει η βιομηχανία στην Ουκρανία τα τελευταία τρεισήμισι χρόνια, υπό τις συνθήκες ενός επιθετικού πολέμου. Νομίζω ότι μπορούμε να μάθουμε πολλά από την Ουκρανία, η οποία έχει επιτύχει τα τελευταία χρόνια, για παράδειγμα στην παραγωγή drones. Απέχουμε πολύ από το να είμαστε σε θέση να το κάνουμε αυτό με παρόμοιο τρόπο με αυτόν που μπορεί η Ουκρανία.
Για μένα, αυτά τα θέματα είναι ουσιώδη και γι’ αυτό δεν θα είμαι διατεθειμένος να μιλήσω αποκλειστικά για χρήματα αν δεν μιλήσουμε και για αυτά τα τρία θέματα: απλοποίηση, τυποποίηση και σημαντικά υψηλότερους όγκους παραγωγής λιγότερων συστημάτων. Για μένα, αυτό συμβαδίζει άρρηκτα και φυσικά πρέπει επίσης να μιλήσουμε για υποδομές που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για στρατιωτικούς σκοπούς, αλλά και για πολιτικούς σκοπούς, όπως αναβαθμισμένοι δρόμοι και αναβαθμισμένες γέφυρες για μεταφορές. Όλα αυτά είναι αλήθεια. Θέλω επίσης να υποστηρίξω ρητά τον Γενικό Γραμματέα στην προσπάθειά του να διασφαλίσει ότι θα διαφοροποιήσουμε αυτά τα ζητήματα και ότι δεν θα μιλάμε μονόπλευρα και αποκλειστικά για τις στρατιωτικές δαπάνες».
Τι θα σήμαινε για την Ελλάδα το 5%
Ενδεχόμενη συμφωνία των χωρών – μελών του ΝΑΤΟ για αύξηση του κατώτατου πλαφόν των αμυντικών δαπανών στο 5% του ΑΕ[ (όπως έχει προτείνει δημοσίως ο ίδιος ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τραμπ) θα αμφισβητούσε ευθέως το δημοσιονομικό τοπίο στην ΕΕ το οποίο έχει βασιστεί στο σύμφωνο σταθερότητας το οποίο έχει τεθεί σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2025.
Το σύμφωνο αυτό τελεί υπό μερική, έκτακτη «διόρθωση», καθώς η Κομισιόν έχει προτείνει από τις 19 Μαρτίου 2025, με τη Λευκή Βίβλο της για την Άμυνα (ReArmEU 2030), τη δυνατότητα ενεργοποίησης εθνικής ρήτρας διαφυγής για αύξηση των αμυντικών δαπανών έως και κατά 1,5% του ΑΕΠ με έτος αναφοράς το 2021 για τα επόμενα 4 χρόνια.
Σύμφωνα με πρόσφατες δηλώσεις του Έλληνα, υπ. Οικονομικών, Κυριάκου Πιερρακάκη, ο δημοσιονομικός χώρος που άνοιξε για το 2026 μέσω της ρήτρας θα ανέλθει στα 600 εκατ. ευρώ (με έτος αναφοράς το 2024, κατ΄ εξαίρεση για την Ελλάδα). Σύμφωνα με το ΥΠΟΙΚ, οι ελληνικές αμυντικές δαπάνες ανήλθαν στο 2,2% του ΑΕΠ το 2024 και αναμένεται να ανέλθουν στο 2,3% του ΑΕΠ το 2025 και στο 2,5% το 2026. Η αύξηση 0,2% του ΑΕΠ μεταξύ 2024 – 2025 και κατά 0,2% του ΑΕΠ το 2025 – 2026.
Μ΄άλλα λόγια, η Ελλάδα υπερβαίνει το όριο του ΝΑΤΟ (2%). Αν όμως το όριο αυτό ανέβει στο 5%, τότε η Ελλάδα, θα πρέπει να αυξήσει τις αμυντικές δαπάνες της κατά 2,5% του ΑΕΠ, δηλαδή πολύ πάνω από το όριο που προβλέπει η ρήτρα διαφυγής από το όριο των δαπανών!
Σε περίπτωση που τα κράτη – μέλη της ΕΕ δεχτούν ένα τέτοιο νέο όριο αμυντικών δαπανών στο ΝΑΤΟ (5% αντί για 2%), είτε θα πρέπει να διευρυνθεί το όριο της ρήτρας διαφυγής ή/και να εξοικονομήσουν επιπλέον δημοσιονομικούς πόρους από άλλες πλευρές του προϋπολογισμού τους.
Πάντως η Γερμανία είναι ήδη «έτοιμη» για ένα τέτοιο ενδεχόμενο, καθώς έχει περάσει συνταγματική μεταρρύθμιση με την οποία προβλέπεται απεριόριστη αύξηση του δημοσίου δανεισμού με στόχο τον επανεξοπλισμό της χώρας, αλλά και 500 δισ. ευρώ για επενδύσεις στις «υποδομές» την επόμενη 12ετία, πριν να κλειδώσουν οι τελικές λεπτομέρειες σε σχέση με το πώς θα εφαρμοστεί η ρήτρα διαφυγής.
Οι «σιωπηροί» αστερίσκοι Μερτς στην απόρριψη των ευρω – ομολόγων
Την ίδια ώρα, ο Μερτς, σύμφωνα με όσα δήλωσε κατά τη συνέντευξη τύπου που έδωσε στις 9/5/25 με την πρόεδρο της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, απόκλεισε μεν την έκδοση ευρω – ομολόγων για την άμυνα μέσω του ευρωπαϊκού πολεμικού ταμείου των 150 δισ. ευρώ (κάτι που θα οδηγούσε σε φθηνότερο δανεισμό και άρα σε λιγότερο χρέος για τα περισσότερα κράτη – μέλη της ΕΕ), αλλά μάλλον με ήπιο τρόπο.
Συγκεκριμένα ανέφερε πως «συμμερίζομαι ουσιαστικά την άποψη της προηγούμενης ομοσπονδιακής κυβέρνησης ότι δεν πρέπει να επιτρέψουμε στο χρέος να γίνει ο κανόνας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Είχαμε μια εξαιρετική κατάσταση, ειδικά με τον Κορονοϊό. Τώρα έχουμε μπροστά μας μια νέα σημαντική πρόκληση. Αυτή είναι η δημιουργία ή η αποκατάσταση της αμυντικής ικανότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αναζητούμε τρόπους για να χρηματοδοτήσουμε αυτό. Δεν θέλω να προδικάσω τα αποτελέσματα των συζητήσεων εντός της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης και με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Αλλά πρέπει να παραμείνει ο κανόνας ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση αναλαμβάνει χρέη μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Αυτό αποτελεί αντικείμενο της Συνθήκης της ΕΕ.
Αλλά κατά την άποψή μου, αυτό είναι απλώς απαραίτητο προκειμένου να διασφαλιστεί η ικανότητα αναχρηματοδότησης των εθνικών προϋπολογισμών – η βιωσιμότητα του χρέους, όπως την αποκαλούμε τόσο όμορφα. Ήδη ανησυχώ κάπως για το συνεχώς αυξανόμενο εθνικό χρέος σε όλο τον κόσμο, όχι μόνο στην Ευρώπη αλλά και στην Αμερική, για παράδειγμα, και αναρωτιέμαι ήδη για πόσο καιρό θα είναι δυνατή η αναχρηματοδότηση όχι μόνο του ίδιου του χρέους αλλά και των τόκων. Δεν μπορούμε να χρεωθούμε απεριόριστα εδώ. Από αυτή την άποψη, αυτό είναι, ας πούμε, το πλαίσιο εντός του οποίου λειτουργούμε. Αλλά εδώ θα πρέπει να αναζητήσουμε κοινές λύσεις».
Υπενθυμίζεται πως τα κρίσιμα ραντεβού, κατά το οποίο θα αποσαφηνιστούν πιθανό όλα τα παραπάνω κρίσιμα ερωτήματα είναι η ετήσια σύνοδος του ΝΑΤΟ στις 24 – 26 Ιουνίου 2025 και αμέσως μετά η τακτική σύνοδος κορυφής της ΕΕ στις 26 – 27 Ιουνίου.