Η εκτίναξη των απαιτούμενων επενδύσεων στην ΕΕ από τα 800 δισ. ευρώ στα 1,2 τρισ. ευρώ ετησίως οφείλεται στην απόφαση του ΝΑΤΟ περί 5% αμυντικών δαπανών ως προς το ΑΕΠ
Επιπλέον κεφάλαια ύψους 510 δισ. ευρώ ετησίως χρειάζονται κάθε χρόνο στην ΕΕ προκειμένου να γίνουν οι απαιτούμενες επενδύσεις στη γηραιά ήπειρο, σύμφωνα με όσα δήλωσε χθες (16.9.2025) ο ειδικός εντεταλμένος και τέως πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), Μάριο Ντράγκι σε ειδική εκδήλωση για την πρώτη επέτειο της δημοσίευσης της περίφημης έκθεσης του.
Συγκεκριμένα, ο Μάριο Ντράγκι ανέφερε πως (σ.σ. σύμφωνα με έκθεση εμπειρογνωμόνων της που δημοσιεύτηκε στα τέλη Ιουλίου 2025) «η ΕΚΤ θέτει πλέον τις ετήσιες επενδυτικές απαιτήσεις για το 2025 – 2031 σε σχεδόν 1,200 τρισ. ευρώ, από 800 δισ. ευρώ πριν από ένα χρόνο.
Το μερίδιο του δημόσιου τομέα έχει σχεδόν διπλασιαστεί, από 24% σε 43% — επιπλέον 510 δισ. ευρώ ετησίως, καθώς η άμυνα χρηματοδοτείται κυρίως από το δημόσιο».
Ο ίδιος όμως επισήμανε πως «ο δημοσιονομικός χώρος είναι περιορισμένος. Ακόμα και χωρίς αυτές τις νέες δαπάνες, το δημόσιο χρέος της ΕΕ αναμένεται να αυξηθεί κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες την επόμενη δεκαετία, φτάνοντας στο 93% του ΑΕΠ — με βάση τις παραδοχές ανάπτυξης που είναι πιο αισιόδοξες από τη σημερινή πραγματικότητα.
Ένα χρόνο αργότερα, η Ευρώπη βρίσκεται σε δυσκολότερη θέση. Το μοντέλο ανάπτυξής μας εξασθενεί. Οι ευπάθειες αυξάνονται. Και δεν υπάρχει σαφής πορεία για τη χρηματοδότηση των επενδύσεων που χρειαζόμαστε. Και μας έχει υπενθυμιστεί, με οδυνηρό τρόπο, ότι η αδράνεια απειλεί όχι μόνο την ανταγωνιστικότητά μας αλλά και την ίδια την κυριαρχία μας», τόνισε ο Ντράγκι.
Ωστόσο, η έκθεση της ΕΚΤ -την οποία επικαλείται ο Ντράγκι- λέει και κάτι άλλο: Το 21% ή 110 δισ. ευρώ ετησίως της επιπλέον αναγκαίας δημόσιας χρηματοδότησης των 510 δισ. ευρώ δεν μπορεί να καλυφτεί από τα υπάρχοντα εργαλεία που έχει η ΕΕ και απαιτούνται δημοσιονομικά μέτρα λιτότητας (μείωσης δαπανών ή/και αύξηση φορολογικών εσόδων.
Τι αναφέρει η έκθεση της ΕΚΤ
Τι ακριβώς όμως αναφέρει η έκθεση εμπειρογνωμόνων της ΕΚΤ, η οποία δημοσιεύτηκε κοντά ένα μήνα μετά την απόφαση της συνόδου κορυφής του ΝΑΤΟ, σύμφωνα με την οποία οι χώρες – μέλη του πρέπει να αυξήσουν στο 5% του ΑΕΠ της αμυντικές δαπάνες τους έως το 2035.
«Η Ευρώπη αντιμετωπίζει πρωτοφανείς προκλήσεις χρηματοδότησης καθώς επιδιώκει να μετασχηματίσει την οικονομία της, ανταποκρινόμενη παράλληλα σε νέες αμυντικές δεσμεύσεις. Η κλίμακα αυτών των αναγκών έχει αυξηθεί σημαντικά τον τελευταίο χρόνο, απαιτώντας δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις σε εξαιρετική κλίμακα».
Παρακάτω αναφέρεται πως «πριν από ένα χρόνο, εκτιμήθηκε ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) χρειαζόταν περίπου 800 δισ. ευρώ ετησίως σε πρόσθετες στρατηγικές δαπάνες (κυρίως επενδύσεις) για να υποστηρίξει τις τρεις μεταβάσεις: πράσινη, ψηφιακή και άμυνα:
Με βάση ενημερωμένες πηγές της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, οι εν λόγω στρατηγικές ανάγκες έχουν πλέον εκτοξευθεί σε σχεδόν 1,2 τρισ. ευρώ ετησίως κατά μέσο όρο κατά την περίοδο 2025-31.
Η σημαντικότερη αύξηση προέρχεται από τις νέες δεσμεύσεις για αμυντικές δαπάνες που συμφωνήθηκαν στη Χάγη από τα μέλη του ΝΑΤΟ, συμπεριλαμβανομένων 23 χωρών της ΕΕ.
Για να επιτευχθεί ο νέος στόχος για τις ετήσιες αμυντικές δαπάνες (5% του ΑΕΠ έως το 2035), η ΕΕ θα πρέπει να εξασφαλίσει περίπου 320 δισεκατομμύρια ευρώ σε πρόσθετη δημόσια χρηματοδότηση ετησίως κατά μέσο όρο.
Ταυτόχρονα, οι συνολικές επενδυτικές ανάγκες για την πράσινη μετάβαση εξακολουθούν να είναι υψηλότερες από ό,τι για την ψηφιοποίηση και την άμυνα μαζί, σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής», σημειώνουν από την ΕΚΤ.
Το γεωπολιτικό πεδίο
«Το εξελισσόμενο γεωπολιτικό τοπίο υπογραμμίζει την επείγουσα ανάγκη για την Ευρώπη να ενισχύσει τη στρατηγική της ικανότητα. Οι κρίσιμες προκλήσεις πρέπει να αντιμετωπιστούν με συντονισμένο και βιώσιμο τρόπο. Χωρίς έναν καλά σχεδιασμένο οδικό χάρτη, οι χώρες της ΕΕ θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν μια δύσκολη επιλογή μεταξύ της βιωσιμότητας του χρέους και της δυνατότητας χρηματοδότησης στρατηγικά κρίσιμων δαπανών.
Σε προηγούμενο ιστολόγιο της ΕΚΤ, υποστηρίχθηκε ότι μόνο μια ολοκληρωμένη, πολύπλευρη στρατηγική χρηματοδότησης – μια στρατηγική που ενσωματώνει εθνικές και ενωσιακές πρωτοβουλίες και ιδιωτικές και δημόσιες πηγές χρηματοδότησης – μπορεί να βοηθήσει στην αποτελεσματική αντιμετώπιση αυτού του συμβιβασμού. Αυτό το επιχείρημα είναι ακόμη πιο επίκαιρο σήμερα».
Δημόσια χρηματοδότηση των στρατηγικών αναγκών: μια πυραμίδα τριών επιπέδων
«Ενώ η βελτιστοποίηση της ιδιωτικής χρηματοδότησης και η προώθηση των συμπράξεων δημόσιου-ιδιωτικού τομέα θα παραμείνουν κρίσιμες για την αντιμετώπιση των πιεστικών επενδυτικών αναγκών, το βάρος της δημόσιας στρατηγικής χρηματοδότησης έχει αυξηθεί σημαντικά μετά τη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ.
Ιστορικά, η δημόσια χρηματοδότηση αντιπροσώπευε το 24% των πράσινων επενδύσεων, το 15% των ψηφιακών επενδύσεων και σχεδόν το 100% των αμυντικών δαπανών.
Εφαρμόζοντας αυτά τα μερίδια στις ενημερωμένες ετήσιες ανάγκες των 1,2 τρισ. ευρώ, η συνιστώσα της δημόσιας χρηματοδότησης αυξάνεται από 24% των συνολικών αναγκών δαπανών το 2024 σε 43% σήμερα. Υποθέτοντας ότι το μερίδιο χρηματοδότησης από ιδιωτικές πηγές παραμένει σταθερό και αποδεχόμενοι τις εκτιμήσεις της ΕΕ και του ΝΑΤΟ στην ονομαστική τους αξία, η πρόσθετη επιβάρυνση στους εθνικούς προϋπολογισμούς και τους προϋπολογισμούς της ΕΕ θα ανερχόταν σε περίπου 510 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως.
Λαμβάνοντας υπόψη ένα περιθώριο ±20% γύρω από αυτήν την εκτίμηση, η επιπλέον δημόσια συνεισφορά που απαιτείται για τη χρηματοδότηση των τριών μεταβάσεων θα κυμαινόταν από 2,7% έως 4,0% του ΑΕΠ της ΕΕ ετησίως.
Πώς θα μπορούσε να χρηματοδοτηθεί το μερίδιο του δημόσιου τομέα στις τρεις μεταβάσεις; Έχουμε εντοπίσει διάφορους τρόπους, οι οποίοι μπορούν να ομαδοποιηθούν σε τρία επίπεδα:
- «Status quo»: Στη βάση της πυραμίδας βρίσκονται εθνικοί και ενωσιακοί μηχανισμοί δημόσιας χρηματοδότησης που υπάρχουν ήδη ή, ενώ βρίσκονται ακόμη σε εξέλιξη, έχουν αποφασιστεί και είναι επαρκώς καθορισμένοι, όπως στην περίπτωση του νεοεισαχθέντος μέσου SAFE.
- «Βάλτε περαιτέρω τάξη στο σπίτι σας»: Στο μεσαίο επίπεδο βρίσκονται νέα μέτρα που θα εφαρμοστούν αποκλειστικά σε εθνικό επίπεδο, αξιοποιώντας τους εγχώριους πόρους.
- «Μια πιο συνεκτική Ευρώπη»: Η κορυφή της πυραμίδας περιλαμβάνει καινοτόμα μέτρα – που εκτείνονται πέρα από την απλή διάσταση της χρηματοδότησης – που θα συνεπάγονται βαθύτερη ολοκλήρωση σε επίπεδο ΕΕ, προωθώντας μια πιο ενοποιημένη και συνεργατική ευρωπαϊκή προσέγγιση στη στρατηγική χρηματοδότηση.
Αυτά τα τρία δομικά στοιχεία προσφέρουν ένα δομημένο πλαίσιο για χρηματοδοτικές λύσεις που ευθυγραμμίζονται με τις στρατηγικές προτεραιότητες της Ευρώπης, ενώ παράλληλα αντικατοπτρίζουν ποικίλους βαθμούς εθνικής και ενωσιακής συμμετοχής».
Ένα χρηματοδοτικό κενό άνω των 100 δισεκατομμυρίων ευρώ ετησίως
«Το πρώτο στοιχείο, η διατήρηση του status quo, χρησιμεύει ως βάση της στρατηγικής χρηματοδότησης. Αυτή η προσέγγιση επικεντρώνεται στη χρήση του δημοσιονομικού χώρου που διατίθεται σε ορισμένα κράτη μέλη της ΕΕ και στην αξιοποίηση της υπάρχουσας εργαλειοθήκης της ΕΕ, η οποία περιλαμβάνει δημοσιονομικούς πόρους, πλαίσια διακυβέρνησης και δυνατότητες έκδοσης χρέους.
Η ανάλυσή μας για αυτές τις οδούς αποκαλύπτει ένα σημαντικό χρηματοδοτικό κενό για την πράσινη, ψηφιακή και αμυντική μετάβαση της Ευρώπης, ακόμη και σε αισιόδοξα σενάρια. Τουλάχιστον 106 δισ. ευρώ ετησίως – το 21% των 510 δισ. ευρώ δημόσιας χρηματοδότησης που απαιτείται – δεν μπορούν να καλυφθούν στο τρέχον πλαίσιο. Κατά την περίοδο 2025 – 2031, τα υπάρχοντα εργαλεία θα μπορούσαν να παρέχουν έως και 404 δισ. ευρώ ετησίως για αυτές τις μεταβάσεις. Αυτό το ποσό περιλαμβάνει μια σειρά από διαφορετικούς μηχανισμούς».
Αξιοποίηση δημοσιονομικού χώρου
«Σύμφωνα με τους κανόνες δημοσιονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ, οκτώ κράτη μέλη με ισχυρά δημόσια οικονομικά διαθέτουν επί του παρόντος δημοσιονομικό χώρο περίπου 60 δισεκατομμυρίων ευρώ. Εάν το ήμισυ αυτής της ικανότητας διοχετευόταν κάθε χρόνο σε νέες στρατηγικές επενδύσεις – μια αισιόδοξη υπόθεση – θα χρηματοδοτούσε περίπου 30 δισ. ευρώ, δηλαδή περίπου το 6% των συνολικών αναγκών δημόσιας χρηματοδότησης.
Βελτιστοποίηση της χρήσης της υπάρχουσας δημοσιονομικής διακυβέρνησης σε εθνικό επίπεδο, η οποία θα επέτρεπε στα κράτη μέλη να αποδεσμεύσουν έως και 180 δισ. ευρώ ετησίως – περίπου το 35% των δημόσιων αναγκών – βάσει ενός ευνοϊκού σεναρίου.
Αυτό περιλαμβάνει δύο σημαντικά στοιχεία δημοσιονομικής ευελιξίας:
1. Την παράταση των περιόδων δημοσιονομικής εξυγίανσης στο πλαίσιο των μεσοπρόθεσμων εθνικών δημοσιονομικών σχεδίων
«Οκτώ κράτη μέλη της ΕΕ έχουν επιλέξει να παρατείνουν τα σχέδια δημοσιονομικής εξυγίανσης από τέσσερα σε επτά έτη. Αυτή η παράταση μειώνει το ετήσιο βάρος δημοσιονομικής προσαρμογής, απελευθερώνοντας πόρους για αξιόπιστες επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις. Εάν το ήμισυ αυτού του ποσού χρησιμοποιούνταν για στρατηγικές δαπάνες – και πάλι, μια αισιόδοξη υπόθεση – θα μπορούσε να δημιουργηθεί δημοσιονομικός χώρος για δημόσιες επενδύσεις έως και 95 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως μεταξύ 2025 και 2031».
2. Η χρήση της εθνικής ρήτρας διαφυγής (NEC) του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης (SGP)
«Μέχρι στιγμής 16 χώρες της ΕΕ έχουν επωφεληθεί από το NEC. Αυτό θα προσφέρει προσωρινή δημοσιονομική ευελιξία για την αύξηση των αμυντικών δαπανών έως και 1,5% του ΑΕΠ ετησίως κατά την περίοδο 2025 – 2028. Υποθέτουμε ότι αυτές οι χώρες θα αυξήσουν σταδιακά τους αμυντικούς προϋπολογισμούς τους από τα επίπεδα του 2024 για να φτάσουν στην πλήρη αύξηση που επιτρέπεται έως το 2028. Επιπλέον, η έκδοση χρέους που σχετίζεται με το NEC μεταξύ 2025 και 2028 συνεπάγεται δέσμευση για ισχυρότερη δημοσιονομική εξυγίανση από το 2029 και μετά, προκειμένου να συμμορφωθούν με τους δημοσιονομικούς κανόνες της ΕΕ.
Λαμβάνοντας υπόψη αυτήν τη μελλοντική προσαρμογή, εκτιμούμε ότι η καθαρή ετήσια δημοσιονομική συνεισφορά που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την κάλυψη των αναγκών δημοσίων δαπανών σε περίπου 86 δισεκατομμύρια ευρώ κατά την περίοδο 2025 – 2031 για τις χώρες που χρησιμοποιούν αυτήν την ευελιξία. Η προοπτική αυστηρότερων δημοσιονομικών απαιτήσεων στο μέλλον μπορεί εν μέρει να εξηγήσει γιατί αρκετές χώρες με υψηλό χρέος – συμπεριλαμβανομένων της Ισπανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας – επέλεξαν να μην χρησιμοποιήσουν αυτό το προσωρινό περιθώριο».
«Χρησιμοποιώντας ήδη υπάρχοντες ή εγκεκριμένους πόρους της ΕΕ και εκδόσεις χρέους, οι οποίοι ανέρχονται σε περισσότερα από 190 δισ. ευρώ ετησίως κατά την περίοδο 2025 – 2031. Αυτό αντιστοιχεί στο 37% των αναγκών δημόσιας χρηματοδότησης και περιλαμβάνει:
- τα μερίδια του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) που διατίθενται για την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση μέχρι το τέλος του 2026·
- το νέο μέσο SAFE για τη χρηματοδότηση των αμυντικών δαπανών, το οποίο, για λόγους απλότητας, θεωρείται ότι θα χρησιμοποιηθεί για ολόκληρο το κονδύλιο των 150 δισ. ευρώ έως την προθεσμία του τέλους Δεκεμβρίου 2030·
- Άλλες πρωτοβουλίες χρηματοδότησης σε ολόκληρο τον προϋπολογισμό της ΕΕ που σχετίζονται με τις τρεις μεταβάσεις (συμπεριλαμβανομένου του InvestEU), οι οποίες θεωρείται ότι θα παραμείνουν αμετάβλητες στον επόμενο κύκλο σε σύγκριση με τον τρέχοντα κύκλο·
- χρηματοδότηση από την ΕΤΕπ των τριών μεταβάσεων».
«Εάν, όπως υποστηρίχθηκε παραπάνω, η υπάρχουσα χρηματοδότηση είναι ανεπαρκής, τι άλλο θα πρέπει να διερευνηθεί;» διωρωτούνται οι συντάκτες της έκθεσης, θέτοντας παρακάτω την «ανάγκη επαναπροσδιορισμού των εθνικών δημόσιων δαπανών ή/και αύξησης της φορολογίας».
Αναδιάταξη δαπανών ή/και αύξηση φόρων
«Η ενίσχυση των εθνικών δημοσιονομικών πόρων μπορεί να λάβει διαφορετικές μορφές, ανάλογα με τις συγκεκριμένες συνθήκες κάθε χώρας. Τα κέρδη αποδοτικότητας στις δημόσιες δαπάνες – που επιτυγχάνονται μέσω μέτρων όπως οι αναθεωρήσεις δαπανών, η βελτίωση της διοικητικής αποτελεσματικότητας και η καταπολέμηση της διαφθοράς – προσφέρουν ορισμένες δυνατότητες για δημοσιονομική βελτιστοποίηση. Η σταδιακή κατάργηση των αναποτελεσματικών επιδοτήσεων που δεν ευθυγραμμίζονται με τις προτεραιότητες της ΕΕ, όπως οι επιδοτήσεις ορυκτών καυσίμων, θα βοηθούσε επίσης. Μια άλλη πιθανότητα θα ήταν η αποζημίωση».
Μια πιο συνεκτική Ευρώπη: ένα απαραίτητο δομικό στοιχείο
Η ανάλυσή της ΕΚΤ «υποδηλώνει ότι μια πιο συνεκτική Ευρώπη δεν είναι απλώς μια επιλογή αλλά μια απαραίτητη προϋπόθεση για την αποτελεσματική χρηματοδότηση των τριών μεταβάσεων. Μέσα σε αυτό το τελευταίο δομικό στοιχείο, σκιαγραφούμε πέντε θεμελιώδεις κατευθύνσεις δράσης. Αν και δεν είναι εξαντλητικές, αυτές οι κατευθύνσεις παρέχουν έναν οδικό χάρτη για την πρόοδο, αναγνωρίζοντας παράλληλα ότι συζητούνται επίσης πιο λεπτομερείς και συγκεκριμένες προτάσεις».
Η δημιουργία της ένωσης αποταμιεύσεων και επενδύσεων (SIU)
«Η πρόοδος προς την ολοκλήρωση της ένωσης κεφαλαιαγορών και της τραπεζικής ένωσης θα είναι απαραίτητη για την κινητοποίηση ιδιωτικών κεφαλαίων. Η ΕΕ έχει ήδη σημαντικό δυναμικό σε αυτό το θέμα: οι ακαθάριστες ιδιωτικές αποταμιεύσεις αντιπροσωπεύουν περίπου το 15% του ΑΕΠ, σε σύγκριση με 4,5% στις Ηνωμένες Πολιτείες. Διοχετεύοντας καλύτερα αυτές τις αποταμιεύσεις σε παραγωγικές ιδιωτικές επενδύσεις, η Ευρώπη μπορεί να αντιμετωπίσει πιο αποτελεσματικά τις τεράστιες επενδυτικές της ανάγκες και να μειώσει το μερίδιο της απαιτούμενης δημόσιας χρηματοδότησης».
Ενίσχυση της παραγωγικότητας σε ολόκληρη την Ένωση
«Ένας οδικός χάρτης για την αύξηση της παραγωγικότητας περιγράφεται στην πυξίδα ανταγωνιστικότητας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία βασίζεται στις συστάσεις της έκθεσης Draghi για το μέλλον της ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας. Η έκθεση Draghi εκτιμά ότι μια αύξηση 2% στη συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής σε δεκαετή ορίζοντα θα μπορούσε να καλύψει έως και το ένα τρίτο των δημοσιονομικών δαπανών που απαιτούνται για στρατηγικές επενδύσεις».
Μεταρρύθμιση του προϋπολογισμού της ΕΕ στο επόμενο πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο (2028 – 2034)
«Παρόμοια με την επανακαθορισμό προτεραιοτήτων σε εθνικό επίπεδο, ο προϋπολογισμός της ΕΕ θα πρέπει να διαθέσει σημαντικά μεγαλύτερο μερίδιο στις στρατηγικές δαπάνες, οι οποίες αντιπροσώπευαν μόνο το 8,5% του προϋπολογισμού της ΕΕ το 2022.
Επιπλέον, η μεταρρύθμιση των ιδίων πόρων της ΕΕ – που βρίσκονται επί του παρόντος σε αδιέξοδο – θα μπορούσε να αυξήσει το μέγεθος του προϋπολογισμού της ΕΕ στον επόμενο κύκλο και να δημιουργήσει νέες, σταθερές ροές εσόδων για την αντιμετώπιση των στρατηγικών προκλήσεων. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε μια ολοκληρωμένη πρόταση προς αυτή την κατεύθυνση στις 16 Ιουλίου. Συγκεκριμένα, ένα νέο Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανταγωνιστικότητας θα μπορούσε να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη χρηματοδότηση των τριών μεταβάσεων.
Υποθέτοντας την έγκριση και την πλήρη εφαρμογή της πρότασης προϋπολογισμού, εκτιμούμε ότι το κενό δημόσιας χρηματοδότησης που προσδιορίστηκε παραπάνω θα συρρικνωθεί κατά σχεδόν 30%.
Ενίσχυση των κοινών προμηθειών
«Η στρατιωτική παραγωγή στην ΕΕ παραμένει ιδιαίτερα κατακερματισμένη, με σημαντική εγχώρια μεροληψία (περίπου τα δύο τρίτα κατά μέσο όρο). Η ενίσχυση των κοινών προμηθειών μεταξύ των χωρών της ΕΕ ή εντός «συνασπισμών των προθύμων» θα μείωνε το κόστος, θα επέτρεπε την απόκτηση στρατηγικών παραγόντων (π.χ. στρατιωτικοί δορυφόροι) και θα ενίσχυε την καινοτομία δημιουργώντας μια δεσμευμένη αγορά για τους επιχειρηματίες της τεχνολογίας της ΕΕ.
Οι κοινές προμήθειες θα μπορούσαν επίσης να βελτιώσουν τις οικονομίες κλίμακας, να αυξήσουν τη διαπραγματευτική ισχύ, να μειώσουν τα χρονοδιαγράμματα παράδοσης και να διευκολύνουν τη στρατιωτική διαλειτουργικότητα. Παρόμοιες σκέψεις ισχύουν και για άλλα ευρωπαϊκά δημόσια αγαθά, όπως τα δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας».
Κοινή έκδοση χρέους για ευρωπαϊκά δημόσια αγαθά
«Βασιζόμενη στην εμπειρία που αποκτήθηκε με μέσα όπως το RRF, η κοινή χρηματοδότηση μέσω της κοινής έκδοσης χρέους θα συγκέντρωνε οικονομικούς πόρους και πιστοληπτική ικανότητα σε ολόκληρη την ΕΕ. Εάν σχεδιαστεί σωστά, αυτό μπορεί να οδηγήσει σε χαμηλότερο κόστος δανεισμού σε σύγκριση με την ανεξάρτητη έκδοση χρέους από πολλά μεμονωμένα κράτη μέλη.
Ένα κοινό μέσο χρέους της ΕΕ θα εμβαθύνει επίσης τις ευρωπαϊκές χρηματοπιστωτικές αγορές, δημιουργώντας μια πιο ολοκληρωμένη και ρευστή αγορά για τα ομόλογα της ΕΕ και συμβάλλοντας στην εμφάνιση ενός πραγματικά ασφαλούς περιουσιακού στοιχείου. Αυτό θα ενισχύσει την κατάσταση του ευρώ ως παγκόσμιου νομίσματος, θα ενισχύσει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και θα αυξήσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών στην οικονομική διακυβέρνηση της ΕΕ, μειώνοντας τελικά το κόστος δανεισμού.
Γεφυρώνοντας το χάσμα: ένα σχέδιο για το στρατηγικό μέλλον της Ευρώπης
«Οι ενημερωμένες πρόσθετες στρατηγικές ανάγκες δαπανών που περιγράφονται σε αυτό το ιστολόγιο – συνολικά 1,200 τρισ. ευρώ ετησίως, συμπεριλαμβανομένων 510 δισ. ευρώ σε δημόσια χρηματοδότηση και 320 δισ. ευρώ ειδικά για την άμυνα – απαιτούν ένα ολοκληρωμένο και ολοκληρωμένο ευρωπαϊκό σχέδιο.
Από την πλευρά της δημόσιας χρηματοδότησης, οι εκτιμήσεις μας υποδηλώνουν ότι, ακόμη και υπό αισιόδοξες υποθέσεις, ο διαθέσιμος εθνικός δημοσιονομικός χώρος, τα υπάρχοντα μέτρα δημοσιονομικής διακυβέρνησης και οι τρέχοντες πόροι της ΕΕ και η έκδοση χρέους δεν θα μπορούσαν να καλύψουν πλήρως τις ανάγκες δημόσιας χρηματοδότησης. Αυτό αφήνει ένα κενό δημόσιας χρηματοδότησης άνω των 100 δισεκατομμυρίων ευρώ ετησίως, ή το 21% της συνολικής απαιτούμενης δημόσιας χρηματοδότησης.
Η αντιμετώπιση αυτού του κενού απαιτεί δύο επιπλέον δομικά στοιχεία επιπλέον του status quo:
- τον επαναπροσδιορισμό των προτεραιοτήτων των εθνικών προϋπολογισμών για τη μεγιστοποίηση της αποτελεσματικότητας («βάλτε περαιτέρω τάξη στο σπίτι σας»)
- τη χάραξη ενός σαφούς οδικού χάρτη για βαθύτερη ολοκλήρωση («μια πιο συνεκτική Ευρώπη»).
Η ενίσχυση της δημοσιονομικής ικανότητας και της στρατηγικής συνοχής της Ευρώπης μέσω αυτής της ολιστικής προσέγγισης ευθυγραμμίζεται στενά με τη συνεχιζόμενη δημόσια συζήτηση σχετικά με την ανάγκη για μια «στιγμή Χάμιλτον» – ένα μετασχηματιστικό βήμα προς μια βαθύτερη δημοσιονομική και πολιτική ολοκλήρωση. Χωρίς ένα τέτοιο βήμα, η εξασφάλιση της απαραίτητης χρηματοδότησης για τις στρατηγικές επενδύσεις της Ευρώπης θα μπορούσε να αποδειχθεί εξαιρετικά δύσκολη».