Site icon NewsIT
12:44 | 14.05.25

Η ελληνική παραγωγικότητα «μπλοκάρει» στην κακή κατανομή πόρων – «Καμπανάκι» από ΔΝΤ

Το κτίριο των κεντρικών γραφείων του ΔΝΤ

REUTERS / Yuri Gripas / File Photo

Κώστας Αποστολόπουλος

Κάθε χρόνο η Ελλάδα χάνει ευκαιρία για επιπλέον 3% στο ΑΕΠ

Παρά τις αλλεπάλληλες μεταρρυθμίσεις και τη σταδιακή εναρμόνιση του θεσμικού πλαισίου με τα ευρωπαϊκά πρότυπα, η ελληνική οικονομία παραμένει παγιδευμένη σε μια χαμηλή τροχιά παραγωγικότητας, αναφέρει έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ).

Το ΔΝΤ αναδεικνύει την «κακή κατανομή των πόρων» ως τον βασικό ανασταλτικό παράγοντα για την ανάπτυξη και την χαμηλή παραγωγικότητα στη χώρα. Και οι πόροι δεν είναι λίγοι, ιδιαίτερα μετά από την έναρξη της πανδημίας που οδήγησε σε εισροή πακτωλού χρημάτων στην ελληνική οικονομία.

Η ολική παραγωγικότητα των συντελεστών (Total Factor Productivity – TFP), δηλαδή το πόσο αποδοτικά χρησιμοποιούνται κεφάλαιο και εργασία, παρέμεινε στάσιμη στην Ελλάδα την περίοδο 2009 – 2020, χωρίς να υπάρχουν σημαντικές βελτιώσεις έκτοτε. Στο ίδιο διάστημα, στην Ευρωζώνη κατεγράφη άνοδος 9,7%.

Παρά τις σημαντικές μεταρρυθμίσεις στο κανονιστικό πλαίσιο και την άρση περιορισμών (όπως π.χ. το άνοιγμα κλειστών επαγγελμάτων), η πραγματική οικονομική απόδοση της αγοράς δεν έχει βελτιωθεί όσο αναμενόταν.

Χαμένη ευκαιρία για επιπλέον 3% του ΑΕΠ κάθε χρόνο

Με βάση δεδομένα από 58.000 επιχειρήσεις, το ΔΝΤ εκτιμά ότι η ετήσια απώλεια ΑΕΠ λόγω κακής κατανομής πόρων στην Ελλάδα φτάνει το 3% στον ιδιωτικό τομέα. Δηλαδή, ανθρώπινοι και κεφαλαιακοί πόροι παραμένουν «κολλημένοι» σε λιγότερο παραγωγικές επιχειρήσεις, κυρίως στις μη εμπορεύσιμες υπηρεσίες (όπως κατασκευές, επαγγελματικές υπηρεσίες και τουρισμός).

Η μελέτη εντοπίζει σοβαρές δυσκαμψίες στη χρηματοδότηση και τη ρύθμιση των επιχειρήσεων, ειδικά των μικρών. Πιο παραγωγικές μικρές επιχειρήσεις αδυνατούν να αναπτυχθούν, είτε επειδή δεν έχουν πρόσβαση σε τραπεζική πίστη, είτε επειδή φοβούνται ότι όσο μεγαλώνουν θα βρίσκονται περισσότερο στο «ραντάρ» των ρυθμιστικών αρχών.

Το πρόβλημα επιτείνεται από το γεγονός ότι οι νεοφυείς επιχειρήσεις είναι σαφώς πιο παραγωγικές από τις παλαιότερες, αλλά η ανάπτυξή τους παραμένει εξαιρετικά αργή. Οι νεότερες επιχειρήσεις (κάτω των 5 ετών) εμφανίζουν κατά μέσο όρο TFP 10–20% υψηλότερη από τις αντίστοιχες άνω των 15 ετών.

Η «ψαλίδα» της αποδοτικότητας μεγαλώνει

Στο πλαίσιο της έκθεσης το ΔΝΤ αναλύει το πόσο κερδοφόρα είναι η κάθε μονάδα κεφαλαίου ή εργασίας σε κάθε επιχείρηση.

Από το 2009 και μετά, η απόκλιση σε αυτούς τους δείκτες μεταξύ επιχειρήσεων «αυξήθηκε θεαματικά», όπως αναφέρει το Ταμείο, και έκτοτε παραμένει υψηλή, φανερώνοντας ότι το ελληνικό παραγωγικό μοντέλο δεν οδηγεί τους πόρους εκεί όπου είναι πιο αποδοτικοί.

Μάλιστα, αναφέρεται πως το ρυθμιστικό περιβάλλον είναι ακόμη μεταξύ των πιο δυσκίνητων στην ΕΕ, ενώ οι δείκτες του ΟΟΣΑ δείχνουν ότι η Ελλάδα έχει από τις μεγαλύτερες δυσκολίες για την είσοδο νέων παικτών στις υπηρεσίες.

Τι προτείνει το ΔΝΤ

Στο σκέλος των προτάσεων, το ΔΝΤ δίνει έμφαση σε στοχευμένες αλλά «δομικές παρεμβάσεις», όπως:

  • Επιτάχυνση των ρυθμιστικών μεταρρυθμίσεων, ειδικά στις υπηρεσίες.
  • Αποφυγή φορολογικών και ρυθμιστικών κινήτρων βάσει μεγέθους, που «παγιδεύουν» τις μικρές επιχειρήσεις στη στασιμότητα.
  • Ενίσχυση της πρόσβασης σε χρηματοδότηση, μέσω καθαρισμού των τραπεζικών χαρτοφυλακίων από «κόκκινα δάνεια» και βελτίωσης του δικαστικού συστήματος.
  • Επανασχεδιασμός των μηχανισμών αξιολόγησης νομοθεσίας, ώστε να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνο η αποτελεσματικότητα αλλά και η οικονομική αποδοτικότητα κάθε νέας ρύθμισης.

Είναι σαφές το μήνυμα που στέλνει το ΔΝΤ στην Ελλάδα: η χαμηλή παραγωγικότητα δεν οφείλεται στην έλλειψη ικανών επιχειρήσεων, αλλά στην αδυναμία τους να αναπτυχθούν εξαιτίας των πολλών ρυθμιστικών περιορισμών, ανεπιτυχούς στόχευσης των κινήτρων που παρέχονται στις επιχειρήσεις και της έλλειψης ενός οικονομικού περιβάλλοντος που να επιβραβεύει την αποδοτικότητα.

«Χαοτική» η σύγκριση με άλλες χώρες της ΕΕ

Όπως προκύπτει και από στοιχεία άλλων φορέων, η περίπτωση της Ελλάδας ξεχωρίζει αρνητικά όταν συγκριθεί με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, τόσο ως προς τη δυναμική της παραγωγικότητας όσο και ως προς το επιχειρηματικό περιβάλλον. Ενδεικτικά, την περίοδο 2009–2020, η χώρα όχι μόνο δεν κατόρθωσε να συγκλίνει με τους εταίρους της, αλλά αντίθετα, άνοιξε η ψαλίδα.

Η υστέρηση δεν περιορίζεται μόνο στα αποτελέσματα, αλλά και στις συνθήκες. Σύμφωνα με την ΕΤΕπ, η Ελλάδα κατατάσσεται στις πρώτες θέσεις μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών όπου οι επιχειρήσεις θεωρούν τη ρύθμιση της αγοράς ως σημαντικό εμπόδιο για επενδύσεις. Αντίθετα, χώρες όπως η Ιρλανδία, η Εσθονία και η Φινλανδία διαθέτουν πολύ πιο ευέλικτα κανονιστικά πλαίσια, τα οποία δεν αποτρέπουν την επιχειρηματική δραστηριότητα.

Σε αυτό το πλαίσιο, ο δείκτης ρυθμιστικού βάρους του ΟΟΣΑ κατατάσσει την Ελλάδα μεταξύ των χωρών με τους περισσότερους περιορισμούς στην αγορά υπηρεσιών. Η Λιθουανία, η Σουηδία και η Δανία διατηρούν τις καλύτερες επιδόσεις στην κατηγορία αυτή, έχοντας προχωρήσει σε πιο συστηματική απορρύθμιση και διευκόλυνση της επιχειρηματικής δράσης.

Αντίστοιχα, και στον τομέα της επιχειρηματικής κινητικότητας, η Ελλάδα υστερεί. Παρά την αύξηση των νέων εγγραφών επιχειρήσεων κατά 33% το 2023 σε σύγκριση με τα προ πανδημίας επίπεδα, ο ρυθμός εισόδου νέων εταιρειών παραμένει χαμηλότερος από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Αντιθέτως, χώρες όπως η Λιθουανία, η Ιρλανδία και η Εσθονία εμφανίζουν σταθερά υψηλά ποσοστά νεοφυούς επιχειρηματικότητας, γεγονός που αντικατοπτρίζει ένα πιο υγιές και ελκυστικό οικοσύστημα.

Τέλος, σε ό,τι αφορά την κατανομή πόρων –δηλαδή το πόσο αποτελεσματικά κατευθύνονται κεφάλαιο και εργασία στις πιο παραγωγικές επιχειρήσεις– η εικόνα της Ελλάδας είναι ξανά προβληματική. Η έκθεση του ΔΝΤ σημειώνει ότι η διασπορά της παραγωγικότητας μεταξύ επιχειρήσεων στην Ελλάδα παραμένει εξαιρετικά υψηλή, και δεν έχει μειωθεί από το ξέσπασμα της κρίσης του 2009. Σε αντίθεση, σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες (όπως η Γερμανία ή η Ολλανδία), οι αγορές προϊόντων και κεφαλαίων λειτουργούν πιο ορθολογικά, μειώνοντας την αναποτελεσματική κατανομή και ενισχύοντας τις πιο αποδοτικές επιχειρήσεις.

Το «φρένο» της ελληνικής Δικαιοσύνης στις επενδύσεις

Σε ξεχωριστή έκθεση, το ΔΝΤ επισημαίνει πως η χαμηλή αποδοτικότητα του ελληνικού δικαστικού συστήματος λειτουργεί ως δομικό εμπόδιο για τις επενδύσεις και την παραγωγικότητα.

Με σχεδόν 1.200 ημέρες κατά μέσο όρο για την εκδίκαση αστικών και εμπορικών υποθέσεων –τον υψηλότερο χρόνο στην ΕΕ–, οι καθυστερήσεις δημιουργούν αβεβαιότητα, αποθαρρύνουν επενδυτές και εμποδίζουν την έγκαιρη αναδιάρθρωση των επιχειρήσεων.

Όπως αναφέρει η έκθεση, οι δυσλειτουργίες είναι πολυεπίπεδες: έλλειψη ψηφιοποίησης, ανεπαρκής εξειδίκευση δικαστών και κατακερματισμένη διοίκηση των δικαστηρίων. Το αποτέλεσμα είναι ότι ακόμη και οι νεότερες, πιο παραγωγικές επιχειρήσεις δεν μπορούν να αναπτυχθούν σε ένα περιβάλλον όπου η εφαρμογή του νόμου καθυστερεί. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, βελτιώσεις στη δικαιοσύνη θα μπορούσαν να αποφέρουν σημαντικά οφέλη σε επενδύσεις και στον δείκτη παραγωγικότητας, αντίστοιχα με εκείνα που παρατηρήθηκαν σε Πορτογαλία και Σλοβακία μετά τις αντίστοιχες μεταρρυθμίσεις.

Τελευταίες ειδήσεις

Exit mobile version