Ανθεκτικές στις μέχρι στιγμής μειώσεις των επιτοκίων από την ΕΚΤ θα φανούν οι ελληνικές τράπεζες, καθώς τα αποτελέσματα α΄ τριμήνου 2024 αναμένεται να παραμείνουν ισχυρά, με μικρή μείωση στα έσοδα από τόκους, η οποία υπολογίζεται ότι θα κινηθεί κάτω του 10% σε ετήσια βάση.
Οι ανακοινώσεις αποτελεσμάτων α΄ τριμήνου θα ξεκινήσουν με την Πειραιώς στις 6 Μαΐου, θα συνεχιστούν στις 8/5 με Eurobank και Εθνική Τράπεζα και θα ολοκληρωθούν στις 9/5 με την Alpha Bank. Η αύξηση των χορηγήσεων, τα έσοδα από ομόλογα και η αντιστάθμιση του επιτοκιακού κινδύνου (hedging επιτοκίων) είχαν λειτουργήσει αμυντικά για την κάμψη των επιτοκιακών εσόδων από το δ΄ τρίμηνο του 2024.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Η πορεία των τελευταίων συγκεντρώνει το ενδιαφέρον των αναλυτών πανευρωπαϊκά για την κερδοφορία των τραπεζών, καθώς η ΕΚΤ έχει ήδη προχωρήσει σε επτά μειώσεις επιτοκίων, της τάξεως του 0,25 της μονάδας εκάστη, με την τελευταία μείωση στις 17 Απριλίου.
Λόγω της αυξημένης αβεβαιότητας που προκαλούν οι δασμοί Τραμπ και οι απαντήσεις που θα λάβουν τελικά από τον υπόλοιπο κόσμο, οι επόμενες κινήσεις της ΕΚΤ θα αποφασίζονται κατά περίπτωση και χωρίς δεσμεύσεις για μειώσεις επιτοκίων.
Για τις ελληνικές τράπεζες, τα έσοδα από τόκους συνεισέφεραν το 2024 σε ποσοστό 77,30% στα συνολικά λειτουργικά τους έσοδα, έναντι ποσοστού συνεισφοράς 58,87% για τα 109 συστημικά πιστωτικά ιδρύματα της ΕΕ. Το θετικό είναι ότι οι ελληνικές τράπεζες «δούλεψαν» και το 2024 με σημαντικά υψηλότερο επιτοκιακό περιθώριο (σ.σ. διαφορά επιτοκίου χορηγήσεων – καταθέσεων) σε σχέση με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Τα στοιχεία του SSM δείχνουν ότι το δ΄ τρίμηνο 2024, το καθαρό περιθώριο επιτοκίου για τις τέσσερις μεγάλες ελληνικές τράπεζες ήταν 3,04%, έναντι 1,60% για τα 109 εποπτευόμενα συστημικά πιστωτικά ιδρύματα της ΕΕ.
Εκθέσεις διεθνών οίκων για τις ελληνικές τράπεζες εκτιμούν ότι το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο θα εξακολουθήσει να είναι σημαντικά υψηλότερο αυτού των ευρωπαϊκών τραπεζών, δίνοντας έτσι ατού σε επίπεδο επιτοκιακών εσόδων στις ελληνικές τράπεζες.
Σημειώνεται ότι η διαφορά στο επιτοκιακό περιθώριο ελληνικών και ευρωπαϊκών τραπεζών εξηγείται από πολλούς λόγους. Ενδεικτικά, από το γεγονός ότι οι ελληνικές τράπεζες δανείζονται ακόμη με υψηλότερο επιτόκιο ρευστότητα από τις αγορές.
Επιπλέον, παραμένουν με υψηλότερο ποσοστό κόκκινων δανείων σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Όπως επίσης, και με σημαντικά υψηλότερη ρευστότητα που λειτουργεί αποτρεπτικά στην χορήγηση υψηλών επιτοκίων στις καταθέσεις.
Υψηλότερο καθαρό επιτοκιακό περιθώριο έναντι του μέσου όρου των ελληνικών συστημικών τραπεζών έχουν οι τράπεζες της Σλοβενίας (3,54%), της Λετονίας (3,51%), της Εσθονίας (3,31%) και της Λιθουανίας (3,08%), ενώ με επιτοκιακό περιθώριο άνω του μέσου όρου της ΕΕ λειτουργούν επίσης οι τράπεζες σε Πορτογαλία (2,91%), Ισπανία (2,80%), Αυστρία (2,39%), Ιταλία (2,33%) και Ιρλανδία (2,05%).
Υπενθυμίζεται ότι τα καθαρά έσοδα από τόκους της Τράπεζας Πειραιώς για τη χρήση 2024 είχαν ανέλθει σε 2,158 δις. ευρώ, για την Eurobank σε 2,507 δις. ευρώ, για την Alpha Bank σε 1,646 δισ. ευρώ και για την Εθνική Τράπεζα σε 2,356 δις. ευρώ.