Με ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια της ελληνικής οικονομίας, και με μεγαλύτερο θύμα την αγορά εργασίας, μοιάζουν τα συγκριτικά δημογραφικά στοιχεία που δημοσιοποίησε η ΕΕ χθες (20.05.2025).
Η Ελλάδα βρίσκεται ανάμεσα στις πιο «γερασμένες» χώρες της ΕΕ, και καμία κυβερνητική προσπάθεια δεν έχει καταφέρει να αποτρέψει την καθοδική πορεία που ακολουθούν τα δημογραφικά στοιχεία από την κρίση χρέους και μετά. Όπως είναι εύλογο, μετά από την αγορά εργασίας, η οποία σταδιακά «στερεύει» από δυναμικό, ακολουθούν το ασφαλιστικό σύστημα αλλά και άλλοι τομείς της οικονομίας μας.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Κατά τη δεκαετία της οικονομικής κρίσης (2011–2021), ο πληθυσμός της Ελλάδας μειώθηκε κατά περίπου 3%, κυρίως λόγω του αρνητικού φυσικού ισοζυγίου (περισσότεροι θάνατοι από γεννήσεις), αλλά και της μαζικής μετανάστευσης, ιδιαίτερα νέων και εξειδικευμένων εργαζομένων, το λεγόμενο και brain drain. Παρά το τέλος της κρίσης χρέους, η τάση αυτή συνεχίζεται, με την Ελλάδα να καταγράφει μία από τις υψηλότερες μειώσεις πληθυσμού στην ΕΕ το 2023, με ποσοστό 0,46%, ενώ και το 2024 συνεχίστηκε με πτώση 0,13%. Εν ολίγοις, αντί να επιτευχθεί το brain gain, παρατηρείται κύμα φυγής και από όσους έμειναν στην Ελλάδα την προηγούμενη δεκαετία, ειδικά στις ηλικίες 25–35 ετών.
Ως αποτέλεσμα, μεταξύ των χωρών της ΕΕ, η Ελλάδα να είναι στις πρώτες θέσεις στη λίστα με την υψηλότερη διάμεση ηλικία την 1η Ιανουαρίου 2024. Πρώτη είναι η Ιταλία (48,7 έτη), ακολουθούμενη από τη Βουλγαρία και την Πορτογαλία (47,1 έτη η καθεμία) και την Ελλάδα στα 46,9 έτη.
Ακόμα πιο δυσοίωνες είναι οι μελλοντικές προοπτικές εάν αναλογιστεί κανείς πόσο λιγοστεύουν τα παιδιά στην ελληνική κοινωνία, καθώς είτε λιγοστεύουν οι γεννήσεις -εξαιτίας και του οικονομικού άγχους για την ανατροφή τους- είτε μεταναστεύουν οι γονείς στο εξωτερικό.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Το 2004, το ποσοστό των παιδιών κάτω των 15 ετών στην Ελλάδα ήταν περίπου 15,3% του πληθυσμού. Από το 2004 έως το 2010, το ποσοστό αυτό μειώνεται σταδιακά, φτάνοντας γύρω στο 14,6%. Από το 2010 μέχρι το 2018, το ποσοστό παραμένει σχεδόν σταθερό, με μικρές διακυμάνσεις στα επίπεδα του 14,6–14,4%.
Από το 2019 και κυρίως μετά το 2020, ξεκινά θεαματική πτώση:
- Το 2021 πέφτει κάτω από 14%.
- Το 2022 κάτω από 13,8%.
- Το 2024, φτάνει σχεδόν στο 13,1%, που είναι το χαμηλότερο ποσοστό της 20ετίας.
Ποιες είναι οι επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία
Οι επιπτώσεις των παραπάνω δεδομένων στην ελληνική οικονομία είναι ανυπολόγιστες.
Μελέτες της Eurostat και του ΙΟΒΕ αναφέρουν πως έως το 2100 προβλέπεται μείωση κατά 50% του εργατικού δυναμικού της Ελλάδας, πλήττοντας την παραγωγικότητα και την οικονομική ανάπτυξη.
Η μείωση των ατόμων ηλικίας 20–64 ετών (των παραγωγικών ηλικιών δηλαδή) οδηγεί σε φθίνουσα προσφορά εργασίας και αποψίλωση του δυναμικού της οικονομίας ιδιαίτερα σε τομείς με εξάρτηση από το ανθρώπινο κεφάλαιο (π.χ. υγεία, παιδεία, γεωργία).
Την ίδια στιγμή, η γήρανση του πληθυσμού ωθεί ανοδικά τις δαπάνες για συντάξεις και υγειονομική περίθαλψη, επιβαρύνοντας τον κρατικό προϋπολογισμό. Ιδιαίτερα για το ασφαλιστικό σύστημα η αναλογία εργαζομένων προς συνταξιούχους μειώνεται σταθερά, θέτοντας σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα του. Το 2009 ήταν 1,9 προς 1, σήμερα κινείται κοντά στο 1,3 προς 1, προχωρώντας καθοδικά.
Ας σημειωθεί πως η δαπάνη για συντάξεις στην Ελλάδα είναι από τις υψηλότερες στην ΕΕ, κατά πάνω από 16% του ΑΕΠ με τάση αύξησης λόγω γήρανσης.
Επιπλέον, η μείωση του ενεργού πληθυσμού που εργάζεται και δραστηριοποιείται επαγγελματικά, οδηγεί σε μείωση των φορολογικών εσόδων, περιορίζοντας τις δυνατότητες του κράτους για επενδύσεις και κοινωνικές παροχές.
Η ηλικιακή κατηγορία 20-40 έτη, είναι ο βασικός αποταμιευτικός και επενδυτικός πληθυσμός και η μείωσή τους περιορίζει την εγχώρια ζήτηση για στεγαστικά δάνεια, την ίδρυση επιχειρήσεων, την ιδιωτική κατανάλωση καθώς και την προθυμία για ανάληψη ρίσκου, που είναι απαραίτητη για επενδύσεις.
Ως αποτέλεσμα όλων των παραπάνω, το δημογραφικό αποτελεί τροχοπέδη για την εξέλιξη του ελληνικού ΑΕΠ, καθώς πλήττει τους 3 πιο κρίσιμους παράγοντες, εργασία, κεφάλαιο, παραγωγικότητα.
Σύμφωνα με το ΔΝΤ, η Ελλάδα είναι μεταξύ των χωρών που θα δουν αρνητικό ή μηδενικό ρυθμό δυνητικής ανάπτυξης μετά το 2040 λόγω των δημογραφικών της δεδομένων.
Ποια μέτρα παίρνει η κυβέρνηση
Η ελληνική κυβέρνηση έχει ανακοινώσει ένα Εθνικό Δημογραφικό Σχέδιο Δράσης με προϋπολογισμό 20 δισ. ευρώ έως το 2035, το οποίο περιλαμβάνει φορολογικά και άλλα κίνητρα, και διάφορα υποστηρικτικά μέτρα για οικογένειες.
Εκ του αποτελέσματος, είναι εμφανές ότι δεν επαρκούν για να προσελκύσουν νέους πίσω στη χώρα.
Οι αμοιβές στην Ελλάδα, ειδικά στον ιδιωτικό τομέα, υστερούν σημαντικά σε σχέση με εκείνες του εξωτερικού για αντίστοιχες ειδικότητες. Για παράδειγμα, ένας Έλληνας επιστήμονας ή μηχανικός που αμείβεται με 60.000–80.000 ευρώ ετησίως στο εξωτερικό, καλείται να επιστρέψει με μισθό 1.200–1.800 ευρώ τον μήνα στην Αθήνα.
Η ελληνική αγορά δεν έχει επαρκείς θέσεις για υψηλής εξειδίκευσης επαγγελματίες καθώς το 99% των επιχειρήσεων είναι ΜμΕ με περιορισμένη τεχνολογική εμβέλεια ή εξαγωγικό προσανατολισμό.
Παράλληλα, παρά τις προσπάθειες μείωσης των γραφειοκρατικών διαδικασιών και δημιουργίας ευνοϊκού φορολογικού πλαισίου για «φορολογικούς κατοίκους εξωτερικού», το συνολικό φορολογικό και ασφαλιστικό βάρος παραμένει ανασταλτικός παράγοντας, καθώς οι αμοιβές δεν αντιστοιχούν σε φορολογικές ελαφρύνσεις και κοινωνικές παροχές ανάλογες της Δυτικής Ευρώπης.