50 χρόνια μετά, έχω καταλήξει. Η μαμά μου, η κυρία Τερέζα, έχει αυτό που λέμε κλίση στη μεταξωτή μητρότητα, στην αβίαστη και οργανική καλλιέργεια βιολογικών ανθρώπων που προσπαθούν να φωτοσυνθέσουν τη ζωή τους, με τον τρόπο και τον ρυθμό, την όρεξη και τα κουράγια, τις φιλοδοξίες και τις ματαιώσεις, τις αποτυχίες και τα στραπάτσα που θέλει και μπορεί -το καθένα από τα τρία παιδιά της- να κουμαντάρει.
Ξεκίνησε τη ζωή της, με μια κίτρινη κάρτα, φορώντας τη φανέλα με το Νο 8, ως μάλλον τυχαία και σίγουρα τελευταία γόνιμη σύμπτωση, όταν πια η γιαγιά Ελένη, η δική της μαμά, είχε πατήσει τα 46 (!), τότε που η επιστήμη δεν είχε κάνει κανένα από τα σημερινά της θαύματα, και τότε που ένας άνθρωπος στα 46 του ήταν -προ πολλού- περασμένος μεσήλιξ..
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Έτσι, «για καλύτερα» έφυγε εσωτερική στις καλόγριες στην Αθήνα, συνεχίζοντας τον βαρύ πρωταθλητισμό στην ανθεκτικότητα, την προσαρμοστικότητα και την ευελιξία.
«Ο έπαινος ανήκει στον άνθρωπο που είναι πραγματικά στην αρένα..» είχε πει στον ιστορικό του λόγο στη Σορβόννη ο Θεόδωρος Ρούσβελτ και φαίνεται πως η μαμά δεν βγήκε ποτέ από αυτήν, μόνο άλλαζε -χαμογελαστή και με ελαφρύ το πάτημά της- τις πίστες σαν τα πουκάμισα…
Στερνοπαίδι μεσήλικων γονιών σε ένα άγνωστο ορεινό χωριό ενός ακόμα πιο άγνωστου τότε νησιού, εσωτερική στις καλόγριες, ανήλικη οικιακή βοηθός και baby sitter στα χρόνια της Χούντας στον ένδοξο Παπάγο, βοηθός καλλιεργήτρια γης και κτηνοτρόφος στα πατρογονικά κτήματα, σύζυγος μελλοθανάτου (ευτυχώς οι προγνώσεις των γιατρών δεν επιβεβαιώθηκαν και έτσι δεν έμεινα ορφανή στα 9 μου..), σκληρά εργαζόμενη σε ορθοστατικά βαριές δουλειές, βοηθός οικιακού οικοδόμου, εξ ανάγκης μαγαζατόρισσα λίγο αργότερα, όταν χρειάστηκε να προσποιηθεί την επιχειρηματία, αφού ο μπαμπάς είχε υγειονομικώς παροπλιστεί…
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Σε αυτή την ταραχώδη αρένα, νωρίς, early twenties για την ακρίβεια, ξεκίνησε και την καριέρα της ως μητέρα, χωρίς το παραμικρό (ποιος να ξέρει από τέτοια τότε…) βοήθημα αυτοβελτίωσης, ή έστω μια συμβουλή από κάποια άλλη πετυχημένη μητέρα, ένα εγχειρίδιο -βρε αδερφέ- με οδηγίες προς “πελαγωμένους” γονείς, ή τουλάχιστον κάποιου άλλου είδους σουξέ της εποχής για τη σωστή ανατροφή των ελληνοπαίδων.
Μολαταύτα, καίτοι οριακά τυπικά γραμματιζούμενη, αλλά βαθιά atypically διανενοημένη η μαμά, στην καριέρα της ως ανεφοδίαστη (με τη σημερινή έννοια του όρου) μητέρα, πέτυχε το πιο σπουδαίο κατόρθωμα. Κατάφερε την ανώτατη διάκριση ανάμεσα στον πληθυντικό και στον ενικό αριθμό.
Έτσι, στο συντακτικό και τη γραμματική της δικής της προσέγγισης: “Η Ελένη έδωσε Πανελλήνιες”, “ο Μαρίνος πήγε φαντάρος”, “η Πετρίνα πήρε πτυχίο”, κι αργότερα “ο Μαρίνος άνοιξε μαγαζί” -απέφευγε τον πληθυντικό, ακόμα και όταν μαγείρευε η ίδια στο ενικό μαγαζί του Μαρίνου-, “η Πετρίνα γέννησε”, “η Ελένη έπιασε δουλειά”. Εν τέλει και από πάντα, με την μαμά δεν κάναμε ποτέ τίποτα συμβεβλημένοι.
Ο καθένας μας είχε τον δικό του προσωπικό ενικό αριθμό, με την αδιαπραγμάτευτη πληθυντική υποστήριξη των γονέων, χωρίς όμως τη μετατιθεμένη βαριά προσδοκία του συμβληματικού πληθυντικού που θέλει γονείς και παιδιά να τα κάνουμε μαζί όλα: “Περπατήσαμε”, “Βγάλαμε την πάνα”, “Κάνουμε κακάκια στο γιογιό”, “Μεγαλώσαμε. Πάμε παιδικό σταθμό”, “Φτάσαμε Γυμνάσιο ”, “Διαβάζουμε για lower”, “Δίνουμε Πανελλήνιες”.
Τόσοι και τόσοι πληθυντικοί που ξεφεύγουν σε εμάς τους “διαβασμένους” γονείς -με πρώτη και καλύτερη την αφεντιά μου-, γιατί βιώνουμε και ζούμε παρέα τις αγωνίες των παιδιών μας, που υγραίνουν τα μάτια μας και δένουν κόμπο το στομάχι, επιβάλλοντας την γραμματική του πληθυντικού αριθμού, που ασυνείδητα δεν μας αφήνει να τους αφήσουμε λάσκα, να τους πιστέψουμε και να τους εμπιστευτούμε, να τους δώσουμε -εν τέλει- τον χώρο να απλωθούν όπως εκείνα επιθυμούν, και όχι όπως εμείς θα θέλαμε να τυλίξουν το κλαδί τους γύρω από τα δικά μας σχέδια.
Αυτό που έκανε -her way- η μητέρα Τερέζα είναι ότι δούλεψε αθόρυβα και έστησε για τον καθένα μας μια “κρεβατίνα” όπως αυτή της κληματαριάς: σταθερή, υποστηρικτική, αλλά ποτέ ασφυκτική. Μια κρεβατίνα από εκείνες που λειτουργούν, αρχικά, ως σκαλωσιές διαμόρφωσης και βασικής στήριξης για το αμπέλι, αλλά μόλις αυτό αρχίσει να “παίρνει τα πάνω του” σέβονται την αγριάδα και την αυτονομία του νεαρού φυτού, εμπιστεύονται τη δύναμη της δικής του φύσης, δεν τους πέφτει λόγος για την κατεύθυνση που θέλει να κοιτάξει και να τρέξει η κάθε κληματαριά και υποχωρούν ευχαριστημένες στον ρόλο της ουδέτερης, συχνά αθέατης πίσω από τα πυκνά φυλλώματα κατασκευής, που συνεχίζει να βρίσκεται διαθέσιμη για να δημιουργεί απάγκιο και να μετατρέπεται στο υγιές αποκούμπι, που μπορεί να στηρίζεται το κλήμα, αν ή όταν το χρειάζεται.
Κι έτσι, χωρίς να το καταλάβουμε, κατακτήσαμε τη δική μας ενική κατεύθυνση ο καθένας. Μια ενική πρωτοβουλία που δεν κουβαλούσε ενοχές, ούτε ανοιχτά γραμμάτια για “ανταπόδοση”. Έναν μαχητικό και διεκδικητικό ενικό που ήξερε πως πίσω στα μετόπισθεν, ή για την ακρίβεια στα πυρηνικά ενδότερα, υπήρχε πάντα η ασφάλεια της κρεβατίνας για να βαστάξει όποιο κλαρί τύχαινε να λυγίσει, συγκρατώντας τα μπόσικα όποτε χρειαζόταν, χωρίς ποτέ να μας σφίγγει, ή να μας πνίγει.
Γι’ αυτό και, μισό αιώνα μετά, μπορώ να πω πως η μαμά μου είχε την πιο σπάνια κλίση: να καλλιεργεί ανθρώπους, όχι να τους κατασκευάζει. Να τους στηρίζει χωρίς να τους κρατάει δεμένους. Να τους αφήνει να ψηλώσουν, κι εκείνη να χαίρεται να τους βλέπει να ξεμακραίνουν, ξέροντας καλά ότι όσο απλώνονται, τόσο εκείνη θα έχει πετύχει.
Όπως ακριβώς μια καλή κρεβατίνα, που δεν φαίνεται ποτέ στις φωτογραφίες του αμπελώνα, αλλά χωρίς αυτήν, το κλήμα δεν θα μπορούσε να ψηλώνει για να γυρεύει τον ήλιο.