Πέμπτη, 18 Απρ.
22oC Αθήνα

Κορονοϊός: Πιο συχνή η μετάδοση του ιού στις 5 ημέρες παρά στις 7, σύμφωνα με νέα μελέτη

Κορονοϊός: Πιο συχνή η μετάδοση του ιού στις 5 ημέρες παρά στις 7, σύμφωνα με νέα μελέτη

Στις πέντε ημέρες παραμένει η μέση διάρκεια μεταδοτικότητας του κορονοϊού από τον έναν άνθρωπο στον άλλον, σύμφωνα με βρετανική μελέτη, η οποία αποκαλύπτει πως 2 στους 3 συνεχίζουν να μεταδίδουν μετά από πέντε ημέρες και μόλις 1 στους 4 συνεχίζει να μεταδίδει μετά από επτά ημέρες.

Η μελέτη για τη μεταδοτικότητα του κορονοϊού αποτελεί την πιο ολοκληρωμένη του είδους της και αφορά τις ημέρες που οι ασθενείς παραμένουν μολυσματικοί από την έναρξη των συμπτωμάτων τους δηλαδή και μετά. Έτσι, διαπιστώθηκε ότι το 65% συνεχίζει να μεταδίδει κορονοϊό στις 5 ημέρες και το 24% συνεχίζει να μεταδίδει στις 7 ημέρες.

Ακόμη μικρότερο είναι το ποσοστό μετάδοσης πριν την εμφάνιση των συμπτωμάτων (βήχας, πυρετός, απώλεια γεύσης/όσφρησης, πονόλαιμος, μυϊκοί πόνοι, πονοκέφαλος, απώλεια όρεξης κ.α.), αφού μόλις 1 στους 5 είναι μολυσματικός.

Η μελέτη έδειξε, επίσης, ότι η εμφάνιση των συμπτωμάτων γίνεται κατά μέσο όρο τρεις μέρες πριν την κορύφωση του ιικού φορτίου.

Η έρευνα επίσης κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα λεγόμενα τεστ πλευρικής ροής ή γρήγορα τεστ αντιγόνου είναι λιγότερο ακριβή κατά τις πρώτες μέρες της λοίμωξης, δίνοντας ψευδώς αρνητικά αποτελέσματα περίπου στο ένα τρίτο των περιπτώσεων (η ακρίβεια τους είναι 67% στην αρχική φάση της νόσου). Αντίθετα, είναι πολύ πιο ακριβή (92%) στο να ανιχνεύουν αν κάποιος έχει πάψει να είναι μεταδοτικός στο τέλος της νόσησής του, οπότε μπορεί να σταματήσει την απομόνωσή του.

Οι ερευνητές του Κολλεγίου Imperial του Λονδίνου, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο ιατρικό περιοδικό «The Lancet Respiratory Medicine», μελέτησαν με καθημερινά τεστ κορονοϊού και ερωτηματολόγια 57 ανθρώπους πριν, στη διάρκεια και μετά τη διάγνωση της λοίμωξης Covid-19. Η αξιολόγηση του ιικού φορτίου θεωρήθηκε βασικός δείκτης της μολυσματικότητας και μεταδοτικότητας. Στόχος της έρευνας ήταν να εντοπίσει ακριβώς την αρχή και το τέλος της περιόδου που ένας άνθρωπος με κορονοϊό μπορεί να τον μεταδώσει σε άλλους.

Σε πολλές χώρες η σύσταση πλέον των υγειονομικών αρχών είναι ότι, όταν κανείς διαγνωστεί με κορονοϊό, αυτοαπομονώνεται για πέντε μέρες και μετά, για άλλες πέντε μέρες, αποφεύγει να συναντά ευπαθή άτομα στην Covid-19 (π.χ. ηλικιωμένους, ανοσοκατεσταλμένους κ.α.).

Μετά τα ευρήματά τους, οι ερευνητές συνιστούν οι άνθρωποι με κορονοϊό να απομονώνονται για πέντε μέρες μετά την εμφάνιση των πρώτων συμπτωμάτων και να κάνουν γρήγορα τεστ (rapid) από την έκτη μέρα. Αν έχουν δύο στη σειρά αρνητικά τεστ (όχι μόνο ένα), τότε είναι ασφαλές να σταματήσουν την απομόνωσή τους. Αν τα γρήγορα τεστ συνεχίζουν να βγαίνουν θετικά ή αν δεν έχουν στη διάθεση τους τέτοια τεστ για να κάνουν αυτοέλεγχο, τότε πρέπει να παραμείνουν σε απομόνωση για όσο καιρό το τεστ βγαίνει θετικό, αν και μπορούν να βγουν από την απομόνωση τη δέκατη μέρα από την έναρξη των συμπτωμάτων, αλλά με προσοχή για τους άλλους.

«Η νέα μελέτη δείχνει πέραν αμφιβολίας ότι οι άνθρωποι αποβάλλουν μολυσματικό ιό για πολύ περισσότερο χρόνο από τις πέντε μέρες», δήλωσε στο New Scientist ο ιολόγος Στέφεν Γκρίφιν του βρετανικού Πανεπιστημίου του Λιντς.

Όμως η μελέτη διεξήχθη την περίοδο 2020-21, όταν ακόμη δεν είχε κυριαρχήσει η παραλλαγή Όμικρον (που έχει γενικά μικρότερο ιικό φορτίο σύμφωνα με άλλες μελέτες), αλλά κυκλοφορούσαν κυρίως οι Άλφα και Δέλτα.

Η Σούζαν Χόπκινς της Υπηρεσίας Ασφάλειας Υγείας της Βρετανίας δήλωσε ότι η τρέχουσα οδηγία περί πενθήμερης απομόνωσης παραμένει υπό εξέταση. Όπως είπε, «γνωρίζουμε ότι η περισσότερη μετάδοση στους ενήλικες συμβαίνει τρεις μέρες πριν την εκδήλωση των συμπτωμάτων έως πέντε μέρες μετά, καθώς επίσης ότι η μολυσματικότητα της Όμικρον κορυφώνεται σε μικρότερο χρονικό διάστημα σε σχέση με τις προηγούμενες παραλλαγές».

Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ

Υγεία Τελευταίες ειδήσεις