Η ερώτηση του τίτλου στα σημερινά Οικονοκλαστικά θα μπορούσε να είναι «ρητορική», λόγω της αναδιάρθρωσης του χρέους που έχει μεσολαβήσει με τα τρία μνημόνια. Και η απάντηση εύκολα θα μπορούσε να είναι ένα ισχυρό «όχι».

Παρ’ όλα αυτά μια απάντηση ρεαλιστική και βασισμένη στα νέα διεθνή δεδομένα θα απαιτούσε πολύ περισσότερη προσοχή και σχετικά εύκολα θα αναδείκνυε τους υπαρκτούς κινδύνους, αλλά και τις ευκαιρίες.

Ας ξεκινήσουμε με τα προφανή, δηλαδή αυτά που καθορίζουν το προφίλ του ελληνικού χρέους και τις δικλείδες μέσα από τις οποίες έχει διασφαλισθεί η εξυπηρέτησή του στον ορατό χρονικό ορίζοντα, πριν επιχειρήσουμε μια «ματιά» πίσω από την… κουρτίνα των εξελίξεων.

Κατ’ αρχήν με το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του υπάρχοντος δημόσιου χρέους να είναι δεσμευμένο στα χαρτοφυλάκια αφ’ ενός των κρατικών ευρωπαϊκών Ταμείων (GLF) και αφ’ εταίρου στον ESM/EFSF, με σταθερά πολύ χαμηλά επιτόκια, το χρέος σαν ποσοστό του ΑΕΠ έχει κινηθεί πτωτικά με ταχύτητα ιστορικά πρωτοφανή για τα δεδομένα της ευρωπαϊκής οικονομικής ιστορίας.

Μειώθηκε από 177% το 2022, σε 163,9% το 2023 και σε 153,6% το 2024, με μάλλον βέβαιη πρόβλεψη για περαιτέρω υποχώρηση στο 142% – 143% του ΑΕΠ το τρέχον (2025) έτος.

Ενδέχεται μάλιστα, με τον προγραμματισμό του 2024, να επιτευχθεί φέτος (2025) και η – ελαφρά – μείωσή του σε απόλυτους αριθμούς, δηλαδή να πέσει κάτω από τα 365 δισ. ευρώ.

Αυτή η εξέλιξη έχει στηριχθεί σε δύο βασικούς άξονες. Αφ’ ενός έχει στηριχθεί στην δρακόντεια δημοσιονομική σύσφιξη που έχει δημιουργήσει πρωτοφανή πρωτογενή πλεονάσματα. Και αφ’ εταίρου στην διασφάλιση μέσω της κατανάλωσης και των κοινοτικών πόρων (Ταμείο Ανάκαμψης και ΕΣΠΑ) της αύξησης του ΑΕΠ σε ποσοστά πάνω από το 2% ετησίως.

Στην βάση αυτή έχει αποπληρωθεί πρόωρα το χρέος προς το ΔΝΤ και έχει αρχίσει η προεξόφληση του διακρατικού χρέους των 52 δις ευρώ (πρώτο μνημόνιο).

Επιπλέον, η επιτυχής ενεργός διαχείριση του «ελεύθερου» στις αγορές μέρους του χρέους από τον ΟΔΔΗΧ, σε συνδυασμό με το ευνοϊκό προφίλ των λήξεων των ομολόγων μέχρι το 2030, διασφαλίζει μια σχετικά χαμηλή ροή δαπανών για την εξυπηρέτησή του μέχρι το τέλος της δεκαετίας.

Συγκεκριμένα οι λήξεις που υπάρχουν είναι για το 2025 περίπου 4,5 δισ. ευρώ. Το 2026 το ποσό των λήξεων αυξάνεται στα 6,2 δισ. ευρώ, ενώ το 2027 καταγράφεται μία σχετικά δύσκολη χρονιά, με το ύψος των δαπανών για την εξυπηρέτηση των λήξεων να φθάνει τα 7 δις ευρώ, ενώ το 2028 – 29 οι υποχρεώσεις κινούνται στα 5 – 6 δισ. ευρώ ετησίως. Και το 2030 οι λήξεις αγγίζουν τα 8 δις ευρώ.

Τα ποσά αυτά ως ανάγκες αναχρηματοδότησης δημόσιου χρέους στην τρέχουσα διεθνή συγκυρία θεωρούνται μάλλον … αστεία όταν η Ευρώπη των 27 είναι υποχρεωμένη να αναχρηματοδοτήσει χρέη των οποίων το μέγεθος μετράται σε εκατοντάδες δις ευρώ για κάθε χώρα.

Η κατάσταση βέβαια αλλάζει από το 2030 και μετά γιατί αρχίζει η αποπληρωμή των δανείων του ESM/EFSF…, αλλά το 2030 – 32 για την αγορά ομολόγων είναι ακόμα μακριά.

Πού μπορεί να βρίσκεται λοιπόν το …σκουλήκι στο μήλο;

Είναι εύκολο να διαπιστώσει κανείς ότι ο συνδυασμός της οικονομικής δημοσιονομικής «πειθαρχίας» που μας έχει φέρει μέχρι το 2025 με τα προαναφερθέντα αποτελέσματα, δεν γίνεται να συνεχισθεί…

Πρώτον γιατί τα «έσοδα» και οι «δαπάνες» που επιτρέπουν τόσο την αύξηση του ΑΕΠ όσο και εκείνα που οδηγούν στα πρωτοφανή πρωτογενή πλεονάσματα, δεν μπορούν να συνεχισθούν.

Ούτε το Ταμείο Ανάκαμψης θα υπάρχει μετά το 2026, ούτε η συνεχής δημοσιονομική φορολογική αφαίμαξη μιας συρρικνούμενης παραγωγικής ικανότητας, τόσο από την πλευρά της εργασίας όσο και από την πλευρά της εργοδοσίας, μπορεί να συνεχίσει να συντηρεί την αύξηση του ΑΕΠ και τα πρωτογενή πλεονάσματα.

Η τάση αυτή θα επιδεινωθεί, όχι μόνο για εσωτερικούς, αλλά και για εξωτερικούς λόγους.

Η Ευρωζώνη είναι ήδη στον τρίτο χρόνο οικονομικής επιβράδυνσης, που επιδεινώνεται τόσο από τον εμπορικό πόλεμο με τις ΗΠΑ όσο και από τις ανεξέλεγκτες γεωπολιτικές εξελίξεις στο ευρωπαϊκό έδαφος και στην Μέση Ανατολή, με το πρόβλημα του ενεργειακού κόστους να παραμένει άλυτο.

Αν σ’ αυτούς τους λόγους προσθέσουμε την πραγματική δημοσιονομική επιβάρυνση των ραγδαία αυξανόμενων εξοπλιστικών δαπανών, δηλαδή την αύξηση από το 2% – 2,5% του ΑΕΠ σε 5% (δηλαδή δέκα δις ετησίως για την Ελλάδα, περισσότερα δηλαδή από όσα θα πληρώνει για το χρέος), που απαιτεί το ΝΑΤΟ, ανατρέπονται οι δημοσιονομικές ισορροπίες, από τις οποίες προκύπτει η μέχρι σήμερα ικανότητα ευνοϊκής εξέλιξης του χρέους.

Για να το πούμε απλά, η «βαριά σκιά» όσων φαίνεται να αποτελούν το άμεσο μέλλον της ευρω-οικονομίας και της πολιτικής κατάστασης σε ένα πλαίσιο ανεξέλεγκτων γεωπολιτικών ανατροπών, σε συνδυασμό με την εξάντληση των εσωτερικών «πόρων» μέχρι και το 2026 που τροφοδοτεί τα τρέχοντα τερατώδη πρωτογενή πλεονάσματα, ασφαλώς θα αρχίσει να πέφτει πάνω στον ορίζοντα εξέλιξης του εγχώριου δημόσιου χρέους…

Η προοπτική αυτή, καθιστά ακόμα περισσότερο πολύτιμη και κρίσιμη την διασφάλιση της διαχείρισης του ΟΔΔΗΧ, από «εξωτερικές» πολιτικές και αποφάσεις που θα μπορούσαν να μπλοκάρουν ή και να την ανατρέψουν.

Οι «αγορές», ειδικά σε περιόδους σαν την τρέχουσα, αυτά τα προσέχουν και ενεργούν συνήθως με βίαιο τρόπο…

Σχόλια
Σχολίασε εδώ
50 /50
2000 /2000
Όροι Χρήσης. Το site προστατεύεται από reCAPTCHA, ισχύουν Πολιτική Απορρήτου & Όροι Χρήσης της Google.
Οικονοκλαστικά
Ακολουθήστε το Νewsit.gr στο Google News και ενημερωθείτε πρώτοι για όλη την ειδησεογραφία και τα τελευταία νέα της ημέρας