Παρά τις αρχικές επίσημες δηλώσεις – και «κατηγορίες» – ότι η κα Φον Ντερ Λάιεν «έκοψε και έραψε» την συμφωνία ΗΠΑ – ΕΕ στα μέτρα των επιθυμιών της Γερμανίας, δεν άργησε να αποκαλυφθεί πως το Βερολίνο θεωρεί την Κομισιόν «αδύναμη» για να κάνει αυτή την δουλειά.
Έτσι ο υπουργός Οικονομίας Lars Klingbeil και ανώτατο ηγετικό στέλεχος του CPD, ταξιδεύει στην Ουάσιγκτον για συναντήσεις με τον Αμερικανό ομόλογό του Σκοτ Μπέσεντ και στόχο την αναδιαπραγμάτευση της συμφωνίας. Οι δημόσιες δηλώσεις του Γερμανού ΥΠΟΙΚ, απαξιωτικές για την Κομισιόν και την πρόεδρό της, πριν φύγει για Ουάσιγκτον δείχνουν δύο πράγματα ξεκάθαρα.
Το ένα είναι ότι η Γερμανία αποφασίζει να κινηθεί μόνη της εκεί που το Βερολίνο εκτιμά ότι η Κομισιόν και η «Ενωμένη Ευρώπη» δεν μπορούν να καλύψουν τις ανάγκες της οικονομίας της, ανεξάρτητα από το τι θα γίνει με τους υπόλοιπους 26 της ΕΕ.
Το δεύτερο είναι ότι η πραγματικότητα της Γερμανικής οικονομίας είναι τέτοια σήμερα που η συμφωνία ΗΠΑ – ΕΕ όσο αφορά την βαριά βιομηχανία της στο ατσάλι και το αλουμίνιο, απειλεί να είναι καταστροφική. Η Γερμανία παράγει κάτι περισσότερο από 37 εκατομμύρια τόνους χάλυβα ετησίως και αυτή η παραγωγή έχει με την συμφωνία ΗΠΑ – ΕΕ απέναντί της δασμούς 25% (υψηλότερους από το γενικό πλαίσιο δασμών του 15% που συμφωνήθηκε) για να διοχετευθεί στις ΗΠΑ, τον καλύτερο μέχρι στιγμής πελάτη της…
Όπως εξήγησε ο υπουργός Οικονομίας της Γερμανίας Lars Klingbeil οι ισχύοντες δασμοί και η επαπειλούμενη αύξησή τους, αν η Ε.Ε. δεν μπορέσει να υλοποιήσει το σύνολο των δεσμεύσεών της απέναντι στις ΗΠΑ, όπως ξεκαθάρισε ο Τραμπ στην τελευταία συνέντευξή του, θα είναι καταστροφικοί για την γερμανική οικονομία.
Με άλλα λόγια οι ανάγκες, της ασφυκτικά πιεζόμενης γερμανικής οικονομίας, για την Γερμανική Κυβέρνηση, είναι ασφαλώς πάνω από τις ανάγκες και τις δυνατότητες της Ενωμένης Ευρώπης και την αποτελεσματικότητα της Κομισιόν.
Ή για να το πούμε διαφορετικά ο καθένας για τον εαυτό του και όποιος τα καταφέρει.
Τα Οικονοκλαστικά έχουν επισημάνει αρκετές φορές τους προηγούμενους μήνες και ειδικά μετά την 2α Απριλίου, «ημέρα της απελευθέρωσης», όπως την έχει αποκαλέσει ο Τραμπ, ότι η τακτική της διάσπασης των εμπορικών σχέσεων μέσω των διαφοροποιημένων δασμών, είναι μία τακτική η οποία αναπόφευκτα θα δοκιμάσει – και ήδη αυτό συμβαίνει – τις αντοχές της «Ενωμένης Ευρώπης». Οι ενιαίοι δασμοί των ΗΠΑ στην ΕΕ έχουν απέναντί τους διαφορετικές οικονομίες με συνέπεια να προκαλούν διαφορετικές «ζημιές» στην κάθε μία εξ αυτών. Ενισχύουν δηλαδή τις φυγόκεντρες δυνάμεις, δυναμώνοντας τις εσωτερικές ανισομέρειες στην εσωτερική αγορά της Ε.Ε.
Μέχρι σήμερα η ΕΕ και η Ευρωζώνη με τα διάφορα Ταμεία και τον Προϋπολογισμό της εξισορροπούσε τις φυγόκεντρες δυνάμεις που τροφοδοτούσε αυτή η ανισομέρεια με τις πολιτικές «σύγκλισης» τόσο στην βιομηχανία όσο και στην αγροτική οικονομία. Και αυτό γινόταν μέσω των διαπραγματεύσεων μεταξύ των χωρών μελών που εξισορροπούνταν με λιγότερη ή περισσότερη επιτυχία μέσω θεσμών όπως η Κομισιόν, ECOFIN, η ΕΚΤ, κ.λ.π.
Σήμερα όμως οι υψηλοί δασμοί του Τραμπ φαίνεται να ξεπερνούν – και λόγω των συνθηκών – αυτές τις εξισορροπητικές δυνατότητες της ΕΕ, με αποτέλεσμα οι ισχυροί της Ευρώπης να επιλέγουν την αυτόνομη δράση. Και αυτό το κάνουν, όπως η Γερμανία ή η Γαλλία, ενάντια ή ακριβέστερα αγνοώντας, το λεγόμενο «κοινό συμφέρον» της Ενωμένης Ευρώπης, που αποδεικνύεται πολύ λιγότερο «Ενωμένη» από όσο θεσμικά νομίζαμε…
Το φυσικό επακόλουθο μιας τέτοιας «δράσης» είναι ότι όταν το κάνει ένας και μάλιστα ο ισχυρότερος, όπως η Γερμανία – ειδικά αν καταφέρει να εξασφαλίσει κάποιες βελτιωμένες συμφωνίες με την Ουάσιγκτον – ακολουθούν και οι άλλοι.
Δεν είναι δύσκολο να μαντέψει κανείς – αφού αυτός άλλωστε είναι ο ένας από τους στόχους της Ουάσιγκτον – ότι μέσα από την διαδικασία αυτή το Βερολίνο θα «κερδίσει» κάτι από την Ουάσιγκτον.
Γιατί έτσι ανοίγει ο δρόμος του πολλαπλασιασμού των διμερών συμφωνιών και της έμπρακτής… ακύρωσης της Κομισιόν και της ΕΕ. Το πόσο πιθανή είναι η πρόβλεψη αυτή θα έχουμε πολύ σύντομα την δυνατότητα να το διαπιστώσουμε. Αλλά έτσι κι αλλιώς ο Τραμπ και η ομάδα του το έχουν ξεκαθαρίσει εδώ και καιρό, θεωρούν την δημιουργία της ΕΕ και του ευρώ απειλή για τις ΗΠΑ…
Προτιμούν να έχουν απέναντί τους 27 διαφορετικές χώρες και οικονομίες με 27 διαφορετικές διμερείς δασμολογικές συμφωνίες.