Μια νέα εποχή ανοίγεται για την Πολεμική Αεροπορία αλλά και γενικά για τις Ένοπλες Δυνάμεις, καθώς το ελληνικό πρόγραμμα των stealth μαχητικών πέμπτης γενιάς F-35 μπαίνει σε τροχιά υλοποίησης, με βήματα σταθερά και στοχευμένα.
Στις αρχές του 2027, η ελληνική σημαία θα κυματίζει στη γραμμή παραγωγής της Lockheed Martin στο Fort Worth του Τέξας, σηματοδοτώντας την έναρξη κατασκευής των μαχητικών F-35 που αλλάζουν τα δεδομένα στο Αιγαίο, Στην Ανατολική Μεσόγειο και στην άμυνα της Πολεμικής Αεροπορίας, αναφέρει ο Κώστας Σαρικάς για το onalert.gr.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Η Ελλάδα προμηθεύεται την τελευταία και πιο εξελιγμένη διαμόρφωση του F-35, το Block 4, με ενισχυμένες δυνατότητες συλλογής, διαχείρισης και διαμοιρασμού πληροφοριών σε δικτυοκεντρικό περιβάλλον, καθιστώντας τα αεροσκάφη πυλώνες αποτροπής και υπεροχής στο αεροπορικό πεδίο.
Ήδη έχει ξεκινήσει η προμήθεια των εξαρτημάτων μακράς διάρκειας (long lead items), ενώ ο χρόνος κατασκευής για κάθε αεροσκάφος αγγίζει τον έναν χρόνο. Η παράδοση του πρώτου ελληνικού F-35 υπολογίζεται στα τέλη του 2028, ενώ η άφιξη στην Ελλάδα έχει προγραμματιστεί για το 2030.
Το πρόγραμμα δεν είναι απλώς μια προμήθεια μαχητικών, αλλά μια στρατηγική εμβάθυνση της αμυντικής συνεργασίας Ελλάδας – ΗΠΑ. Ο ίδιος ο Αμερικανός Υπουργός Άμυνας Πιτ Χέγκσεθ, σε πρόσφατη επιστολή του προς τον Έλληνα Υπουργό Άμυνας Νίκο Δένδια, διαβεβαίωσε την αμερικανική δέσμευση στη συνεργασία με την Ελλάδα και τόνισε ότι η εμπλοκή της χώρας στο πρόγραμμα των F-35 ενισχύει τη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Οι επαφές του Αρχηγού της Πολεμικής Αεροπορίας, Αντιπτέραρχου Δημοσθένη Γρηγοριάδη, με τον Αμερικανό ομόλογό του και τα στελέχη του προγράμματος F-35 δείχνουν την προετοιμασία που γίνεται σε βάθος χρόνου και με απόλυτο επαγγελματισμό. Στο τραπέζι έχουν τεθεί τόσο ζητήματα κατασκευής όσο και εκπαίδευσης, συντήρησης και τεχνογνωσίας. Και αυτή η τεχνογνωσία είναι που αποτελεί το μεγάλο «αόρατο όπλο» της Ελλάδας.
Από τον ερχόμενο Σεπτέμβριο, η Πολεμική Αεροπορία θα έχει φυσική παρουσία στο Joint Program Office (JPO) των F-35 στην Crystal City της Βιρτζίνια, όπου θα λειτουργήσει το ελληνικό γραφείο του προγράμματος. Εκεί θα υπηρετούν Έλληνες αξιωματικοί, που θα συμμετέχουν ενεργά στον συντονισμό της κατασκευής και παραλαβής των ελληνικών αεροσκαφών.
Το 2028, 14 ιπτάμενοι και έως 60 τεχνικοί θα βρεθούν στις ΗΠΑ για να εκπαιδευτούν στα F-35. Οι πιλότοι θα περάσουν πρώτα από τον εξομοιωτή, πριν φτάσουν τις 100 ώρες πτήσης για να πιστοποιηθούν πλήρως. Οι τεχνικοί, από την πλευρά τους, θα εκπαιδευτούν πάνω σε νέα ψηφιακά συστήματα, στην τεχνητή νοημοσύνη που φέρει το αεροσκάφος και στις πρωτοποριακές απαιτήσεις συντήρησης.
Όσοι επιστρέψουν από την Αμερική θα αποτελέσουν τον βασικό πυρήνα για την εδραίωση της ελληνικής «stealth» εποχής. Θα είναι εκείνοι που θα εκπαιδεύσουν τις επόμενες σειρές ιπταμένων και μηχανικών, ενισχύοντας την επιχειρησιακή ετοιμότητα της Πολεμικής Αεροπορίας με βάση την Ανδραβίδα και την 117 Πτέρυγα Μάχης.
Η απόκτηση των F-35 δεν αποτελεί απλώς ένα τεχνολογικό βήμα, αλλά και διπλωματικό. Η Αθήνα επενδύει στρατηγικά στην εμβάθυνση των σχέσεων με την Ουάσιγκτον, σε μια περίοδο όπου η Άγκυρα παραμένει εκτός του προγράμματος F-35 λόγω των S-400 και των πολιτικών εντάσεων. Παρά τις προσπάθειες της τουρκικής πλευράς να επανενταχθεί, οι Αμερικανοί νομοθέτες και η ισχύουσα νομοθεσία αποτελούν σημαντικό «σκόπελο» για τους γείτονες.
Από την άλλη πλευρά, η Ελλάδα προχωρά αθόρυβα, αλλά αποφασιστικά. Με σταθερά βήματα και σχέδιο διασφαλίζει την τεχνολογική υπεροχή στον αέρα και την αεροπορική κυριαρχία στον ευαίσθητο χώρο του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου. Το γεγονός ότι τα ελληνικά F-35 θα φέρουν την τελευταία διαθέσιμη διαμόρφωση ενισχύει ακόμη περισσότερο την εικόνα μιας αεροπορίας που περνά στο επόμενο στάδιο.
Η επόμενη τριετία θεωρείται ιδιαίτερα κρίσιμη. Από την παρακολούθηση της παραγωγής, μέχρι την παραλαβή και επιχειρησιακή ένταξη των αεροσκαφών, η Πολεμική Αεροπορία καλείται να διαχειριστεί ένα από τα πιο σύνθετα και υψηλής τεχνολογίας προγράμματα που έχει αναλάβει ποτέ. Η επιτυχία του δεν θα μετρηθεί μόνο σε αριθμούς, αλλά και στη δυνατότητα της Ελλάδας να διατηρεί στρατηγική ισορροπία και τεχνολογική αποτροπή σε ένα από τα πιο «καυτά» γεωπολιτικά σημεία του πλανήτη.