Παρουσιάζεται ως η αιχμή του δόρατος της ευρωπαϊκής άμυνας, το απόλυτο σύμβολο της κυριαρχίας της Γηραιάς Ηπείρου και της φιλίας ανάμεσα σε Γαλλία και Γερμανία. Όμως το ευρωπαϊκό μαχητικό του μέλλοντος FCAS , με κόστος που εκτιμάται άνω των 100 δισεκατομμυρίων ευρώ, διέρχεται μία από τις σοβαρότερες κρίσεις του και δυσκολεύεται να περάσει σε αποφασιστική φάση, γράφει η γαλλική εφημερίδα Le Monde σε ανάλυσή της.
Οκτώ χρόνια μετά την έναρξή του, οι εντάσεις μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας δεν έχουν υπάρξει ποτέ τόσο έντονες. Ο Γερμανός καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς παραδέχθηκε πρόσφατα ότι «η κατάσταση δεν είναι ικανοποιητική», καταγγέλλοντας την έλλειψη προόδου και αφήνοντας να αιωρείται η απειλή εγκατάλειψης του σχεδίου. Η απόφαση για την είσοδο στη φάση 2 πρέπει να ληφθεί έως το τέλος του έτους, διαφορετικά το χρονοδιάγραμμα για το 2040 θα τεθεί σε σοβαρό κίνδυνο.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Η Dassault Aviation στο επίκεντρο της διαμάχης
Ένα από τα βασικά σημεία τριβής είναι ο ρόλος της Dassault Aviation, ο κύριος κατασκευαστής του νέου μαχητικού αλλά και του Rafale. Ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας, Ερίκ Τραπιέ, επιμένει ότι η Dassault πρέπει να αναγνωριστεί ως ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης του προγράμματος. «Αν οι εταίροι το δεχτούν, δεν υπάρχει πρόβλημα συνεργασίας», δήλωσε. Σε διαφορετική περίπτωση, προειδοποίησε: «Ξέρουμε να το κάνουμε και μόνοι μας».
Το Βερολίνο εκτιμά ότι πρόκειται για μια προσπάθεια να προσαρμοστεί το έργο σε γαλλικές προδιαγραφές, με το κόστος να επιμερίζεται… διεθνώς. Από την άλλη, η Dassault φοβάται τη γερμανική γραφειοκρατία και τον ρόλο του Bundestag, της γερμανικής βουλής, που συχνά δίνει προτεραιότητα στις οικονομικές απολαβές για τις περιφέρειες παρά στην αποτελεσματικότητα του έργου. «Η Dassault είναι ένα πανίσχυρο πολιτικο-βιομηχανικό σύστημα πάνω στο οποίο είναι δύσκολο να ασκηθεί πίεση», σχολιάζει ειδικός που επικαλείται η Le Monde.
Μια πολιτική και στρατηγική ρήξη
Πέρα από την οικονομική διαμάχη, η διαφωνία είναι δεν είναι μόνο πολιτική, αλλά και στρατηγική. Η Γαλλία θέλει ένα πιο μικρό αεροσκάφος, ικανό να επιχειρεί από αεροπλανοφόρο, ενώ η Γερμανία, που βασίζει ήδη την πυρηνική της αποτροπή στο αμερικανικό F-35, δεν έχει αυτή την ανάγκη. «Αν, οκτώ χρόνια μετά την εκκίνηση, Παρίσι και Βερολίνο διαφωνούν ακόμη για το μέγεθος του αεροσκάφους, τότε το σχέδιο πάσχει από βαθύτατη έλλειψη ευθυγράμμισης», σημειώνει Γερμανός αναλυτής.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Στο Παρίσι, ο Εμανουέλ Μακρόν συνεχίζει να υπερασπίζεται το FCAS, στο όνομα της ευρωπαϊκής στρατηγικής αυτονομίας, αλλά η αποδυναμωμένη πολιτική του θέση περιορίζει τα περιθώρια πίεσης. Στο Βερολίνο, πολλοί παραμένουν δεμένοι με τη διατλαντική σχέση και προτιμούν να σταματήσει το έργο παρά να συνεχιστεί χωρίς να επιλυθούν οι αντιθέσεις.
Ο κίνδυνος αποτυχίας και οι βαριές συνέπειες
Εάν το πρόγραμμα καταρρεύσει, εξετάζονται σενάρια όπως η προσχώρηση στο ανταγωνιστικό πρόγραμμα GCAP, που προχωρά ήδη με Βρετανία, Ιταλία και Ιαπωνία, ή η ανάληψη μέρους της ανάπτυξης από την Airbus. Για τη Γαλλία, ωστόσο, η προοπτική είναι ζοφερή: η χρηματοδότηση ενός τέτοιου έργου μόνη της φαντάζει αδύνατη. Τα 2,4 δισ. ευρώ που έχουν ήδη επενδυθεί θα χαθούν, ενώ η αποτυχία ενός τόσο συμβολικού σχεδίου θα αποτελέσει σοβαρό πλήγμα για την ιδέα μιας ευρωπαϊκής άμυνας.
«Ο κίνδυνος, αν το FCAS δεν ολοκληρωθεί, είναι να επωφεληθούν οι αμερικανικές εταιρείες», προειδοποιεί ένας αναλυτής. Και στις δύο πλευρές του Ρήνου επικρατεί αβεβαιότητα. Ανάμεσα στην ευρωπαϊκή κυριαρχία και την αυξανόμενη εξάρτηση από την Ουάσιγκτον, το FCAS αποτυπώνει τις δυσκολίες μιας κοινής φιλοδοξίας που μέχρι στιγμής δεν έχει καταφέρει να απογειωθεί.