Μετά από πολύμηνες διαπραγματεύσεις η κυβέρνηση του Νικολάς Μαδούρο, στην προσπάθειά της να λήξει τις αντιπαραθέσεις με τις ΗΠΑ, προσέφερε κυρίαρχο μερίδιο στο πετρέλαιο και σε άλλους ορυκτούς πόρους της Βενεζουέλας στην κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ, πράγμα που η Αμερική φέρεται να απέρριψε.
Σύμφωνα με την εφημερίδα NYT, η προσφορά μεγάλης εμβέλειας παρέμεινε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, καθώς η κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ χαρακτήρισε το καθεστώς του προέδρου Νικολάς Μαδούρο «καρτέλ ναρκοτρομοκρατίας». Μία κίνηση αφού οι ΗΠΑ συγκέντρωσαν πολεμικά πλοία στην Καραϊβική και άρχισαν να ανατινάζουν πλοία του Καράκας, αφού σύμφωνα με Αμερικανούς αξιωματούχους, μετέφεραν ναρκωτικά από τη Βενεζουέλα.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Για αρκετούς μήνες, αξιωματούχοι της κυβέρνησης του Νικολάς Μαδούρο διαπραγματεύτηκαν με αξιωματούχους των ΗΠΑ προσφορές για τους φυσικούς πόρους της Βενεζουέλας και πρότειναν να τερματιστούν ορισμένες συμφωνίες με το Ιράν και τη Ρωσία, σε μια προσπάθεια να αποφευχθεί η ενίσχυση της αντιπαράθεσης με τις ΗΠΑ.
Το καθεστώς της Βενεζουέλας ήταν επίσης έτοιμο να προσφέρει προνομιακές συμβάσεις σε αμερικανικές εταιρείες, να ανακατευθύνει τις εξαγωγές πετρελαίου της Βενεζουέλας από την Κίνα προς τις ΗΠΑ και να μειώσει τις συμφωνίες στον τομέα της ενέργειας και των ορυχείων με εταιρείες από το Ιράν, την Κίνα και τη Ρωσία.
Ωστόσο, η κυβέρνηση Τραμπ κατέληξε να απορρίπτει τις οικονομικές παραχωρήσεις του Μαδούρο και να διακόψει πλήρως τις διπλωματικές σχέσεις με τη Βενεζουέλα στις 6 Οκτωβρίου. Η κίνηση αυτή ουσιαστικά ακύρωσε τη συμφωνία, τουλάχιστον για την ώρα, σύμφωνα τους NYT.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Αν και οι ΗΠΑ έχουν στοχεύσει τα λεγόμενα «πλοία ναρκωτικών», η διακοπή των διπλωματικών σχέσεων, η στρατιωτική ενίσχυση κοντά στη Βενεζουέλα και οι όλο και πιο έντονες απειλές εναντίον του Maduro από αξιωματούχους της κυβέρνησης Trump έχουν οδηγήσει πολλούς και στις δύο χώρες να πιστεύουν ότι ο πραγματικός στόχος της κυβέρνησης Trump είναι η απομάκρυνση του Maduro από την ηγεσία της χώρας του.
Ο Μάρκο Ρούμπιο, υπουργός Εξωτερικών και σύμβουλος εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ, έχει ηγηθεί της προσπάθειας της κυβέρνησης να ανατρέψει τον κ. Μαδούρο. Έχει χαρακτηρίσει τον Μαδούρο παράνομο ηγέτη που «διαφεύγει της αμερικανικής δικαιοσύνης» και έχει εκφράσει σκεπτικισμό για τη διπλωματική προσέγγιση που ακολουθεί ο ειδικός απεσταλμένος των ΗΠΑ, Ρίτσαρντ Γκρένελ.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Δημοσίως, η κυβέρνηση της Βενεζουέλας ανταποκρίθηκε στην στρατιωτική κλιμάκωση του κ. Τραμπ με περιφρόνηση και υποσχέσεις να υπερασπιστεί αυτό που αποκαλεί σοσιαλιστική επανάσταση, η οποία ξεκίνησε τη δεκαετία του 1990 από τον προκάτοχο και μέντορα του Μαδούρο, Ούγκο Τσάβες. Ταυτόχρονα, ο πρόεδρος της Βενεζουέλας δήλωσε ότι παραμένει ανοιχτός σε διαπραγματεύσεις και η κυβέρνησή του συνεχίζει να δέχεται πτήσεις απέλασης από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ωστόσο, ανώτεροι αξιωματούχοι της Βενεζουέλας, με την ευλογία του Μαδούρο, έχουν προσφέρει στην Ουάσινγκτον εκτεταμένες παραχωρήσεις που ουσιαστικά θα εξαλείψουν τα απομεινάρια «του εθνικισμού που βρίσκεται στον πυρήνα του κινήματος του Τσάβες».
Ενώ ο Γκρένελ και οι αξιωματούχοι της Βενεζουέλας σημείωσαν πρόοδο σε οικονομικά ζητήματα, δεν κατάφεραν να συμφωνήσουν για το πολιτικό μέλλον του Μαδούρο, σύμφωνα με άτομα που είναι κοντά στις διαπραγματεύσεις. Ο υπουργός Εξωτερικών της Βενεζουέλας, Ιβάν Γκιλ, δήλωσε σε συνέντευξη τον περασμένο μήνα ότι ο Μαδούρο δεν θα διαπραγματευτεί την αποχώρησή του.
Ο ρόλος Ματσάδο
Οι συζητήσεις μεταξύ του ειδικού απεσταλμένου των ΗΠΑ, Ρίτσαρντ Γκρένελ και ανώτερων αξιωματούχων της Βενεζουέλας επικεντρώθηκαν σε οικονομικές παραχωρήσεις, χωρίς όμως να υπάρξει συναίνεση για το πολιτικό μέλλον του Μαδούρο. Ο υπουργός Εξωτερικών της χώρας, Αϊβαν Χιλ, είχε δηλώσει πως «ο πρόεδρος δεν θα διαπραγματευτεί την αποχώρησή του».
Την ίδια ώρα, η Μαρία Κορίνα Ματσάδο, ηγέτιδα της Βενεζουελιανής αντιπολίτευσης, η οποία κέρδισε νωρίτερα σήμερα (10.10.2025) το Νόμπελ Ειρήνης, παρουσίασε στην Ουάσινγκτον ένα δικό της σχέδιο, το οποίο προέβλεπε επενδύσεις ύψους 1,7 τρισ. δολαρίων σε 15 χρόνια, εφόσον η χώρα περάσει σε δημοκρατική μετάβαση.
Όπως δήλωσε η οικονομική της σύμβουλος, Σάρι Λέβι, «αυτό που προσφέρει ο Μαδούρο δεν είναι σταθερότητα, αλλά έλεγχος που διατηρείται μέσω του φόβου».
Η κατάσταση στη Βενεζουέλα και οι διεθνείς πετρελαϊκές σχέσεις
Σήμερα, η Βενεζουέλα παράγει περίπου 1.000.000 βαρέλια πετρελαίου την ημέρα — αριθμός αισθητά μειωμένος σε σύγκριση με τα τρία εκατομμύρια που παρήγαγε την εποχή του Ούγκο Τσάβες. Το μεγαλύτερο μέρος των εξαγωγών κατευθύνεται στην Κίνα, με εξαίρεση περίπου 100.000 βαρέλια ημερησίως, τα οποία διακινεί η Chevron προς τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η κρατική εταιρεία πετρελαίου PDVSA έχει παραχωρήσει στη Chevron τον πλήρη έλεγχο των κοινών έργων τους και βρίσκεται σε διαπραγματεύσεις για να της δώσει πρόσβαση και σε νέο πεδίο εξόρυξης. Την ίδια ώρα, το Καράκας προσπαθεί να επανασυνδεθεί με την ConocoPhillips, η οποία είχε αποχωρήσει από τη χώρα το 2007. Φέτος έγιναν επαφές για πιθανή συνεργασία.
Διπλωματικές κινήσεις και παρασκηνιακές συμφωνίες
Τον περασμένο Μάιο, οι διαπραγματεύσεις μεταξύ ΗΠΑ και Βενεζουέλας έδειξαν να φτάνουν σε κρίσιμο σημείο. Ο Ρίτσαρντ Γκρένελ φέρεται να διαμεσολάβησε για την επιστροφή ενός μικρού παιδιού στη Βενεζουέλα, το οποίο είχε μείνει στις ΗΠΑ μετά την απέλαση των γονιών του. Σε ανταπόδοση, η κυβέρνηση Μαδούρο απελευθέρωσε έναν Αμερικανό βετεράνο της Πολεμικής Αεροπορίας.
Παρότι υπήρχαν ενδείξεις προόδου, ο Μάρκο Ρούμπιο εξέφρασε έντονα τις αντιρρήσεις του στις συνομιλίες, υποστηρίζοντας ότι η απομάκρυνση του Μαδούρο είναι απαραίτητη και για την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος στην Κούβα.
Παρά τις αντιδράσεις, τον Ιούλιο η Chevron έλαβε άδεια από το αμερικανικό Υπουργείο Οικονομικών για να συνεχίσει τη λειτουργία της στη Βενεζουέλα. Ακολούθησε και νέα άδεια για τη Shell, η οποία της επιτρέπει να ξεκινήσει παραγωγή φυσικού αερίου στο μεγάλο θαλάσσιο κοίτασμα Dragon μέχρι το 2026, σε συνεργασία με το Τρινιντάντ και Τομπάγκο.
Ο Μαδούρο φέρεται να αποδέχθηκε έναν όρο της συμφωνίας με τη Shell: η εταιρεία δεν θα καταβάλει έσοδα στην κυβέρνηση, αλλά θα επενδύσει σε κοινωνικά προγράμματα στη Βενεζουέλα. Με αυτή την κίνηση, επιχειρεί να δείξει ότι η χώρα είναι ακόμα «ανοιχτή στις διεθνείς αγορές».