Η αύξηση της ζήτηση υδρογόνου στη χώρα μας κατά την επόμενη δεκαετία δεν θα μπορέσει να ικανοποιηθεί με βάση τα σχεδιαζόμενα έργα, εκτιμά ο ευρωπαϊκός σύνδεσμος διαχειριστών, ENTSO-G.
Πρόκειται για μια νέα αγορά που ξεκινά αυτή τη χρονική περίοδο με πολλαπλά έργα ανά την Ευρώπη. Στόχος είναι να παράγεται αυτό το καθαρό καύσιμο μέσω της πλεονάζουσας παραγωγής ηλεκτρισμού των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Ως αποτέλεσμα, μέσω του πράσινου υδρογόνου θα περιοριστούν οι ρύποι σε δύσκολους τομείς της οικονομίας, όπως οι μεταφορές και η βιομηχανία.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Εντούτοις, τα έργα που προωθούνται σήμερα στην Ελλάδα δεν θεωρούνται επαρκή για το μέλλον. Όπως τονίζει ο ENTSO-G στο νέο δεκαετές σχέδιο ανάπτυξης που παρουσίασε, η Ελλάδα, η Δανία, η Βουλγαρία και η Κροατία θα έχουν υψηλό βαθμό αναγκαστικών περικοπών της ζήτησης από το 2030 ως το 2040, που για τη χώρα μας εκτιμάται σε 46,5%.
«Η αυξανόμενη ζήτηση ξεπερνά τις αναβαθμίσεις των υποδομών, γεγονός που δεν θα επιτρέψει στις εθνικές αγορές των χωρών αυτών να καλύψουν πλήρως τη ζήτηση για υδρογόνο», αναφέρεται στο κείμενο.
Συγκεκριμένα, διατυπώνεται η πρόβλεψη ότι η Ελλάδα θα έχει το 2040 μια παραγωγή υδρογόνου της τάξης των 21.784 GWh/έτος μέσω της ηλεκτρόλυσης συν άλλες 3.138 GWh μέσω του φυσικού αερίου. Συγκριτικά, η ζήτηση προβλέπεται να αγγίξει τις 38.538 GWh, άρα διαμορφώνεται ένα αρκετά μεγάλο κενό.
Επιπλέον, ο ENTSO-G εντοπίζει σημαντικές τιμολογιακές διαφορές ανάμεσα στις ευρωπαϊκές χώρες, με βάση τα έργα που σχεδιάζονται σήμερα. Για το 2040, η ωριαία τιμή εκκαθάρισης στο υδρογόνο εκτιμάται στα 94,5 ευρώ/MWh στη χώρα μας, έναντι 75,5 ευρώ στη Γερμανία και 51,7 ευρώ στην Ιταλία. Κατ’ επέκταση, οι ανεπαρκείς υποδομές θα ανεβάσουν μοιραία και τις τιμές.
Με βάση τα παραπάνω, προκύπτει η ανάγκη για αύξηση και επιτάχυνση των επενδύσεων. Τα πράγματα περιπλέκονται, όμως, καθώς το κόστος της συγκεκριμένης τεχνολογίας είναι προς το παρόν υψηλό. Το ΥΠΕΝ έχει καταστήσει σαφές ότι δεν πρόκειται να στηρίξει σε πρώτη φάση ανώριμες τεχνολογίες για να προστατεύσει τους καταναλωτές. Έτσι, θα περιμένει μέχρι να γίνουν πλήρως ανταγωνιστικές, ρισκάροντας όμως να μείνει πίσω η χώρα σε όρους υποδομής.