«Eάν οι επιπλέον δαπάνες δεν συνοδευθούν από μέτρα εξοικονόμησης δαπανών ή αύξησης εσόδων, θα οδηγήσουν σε υψηλότερα επίπεδα χρέους και αυξημένες δαπάνες για τόκους» προειδοποιεί ο διοικητής της ΤτΕ, Γιάννης Στουρνάρας
Χαμηλά κρατά τον πήχη των προσδοκιών της αναπτυξιακής επιρροής των αυξημένων δαπανών για την άμυνα η Τράπεζα της Ελλάδας, ενώ προειδοποιεί σαφώς για αυξήσεις φόρων ή μειώσεις (άλλων) δημοσίων δαπανών μελλοντικά (γεγονός που θέτει σε δυνάμει αμφισβήτηση τους σχεδιασμούς για «απλόχερα» νέα μόνιμα μέτρα κοινωνικής στήριξης) προκειμένου να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους.
Συγκεκριμένα, στην έκθεση της νομισματικής πολιτικής της ΤτΕ, η οποία δημοσιεύτηκε χθες (19.6.25) από τη μια μεριά επισημαίνει πως «η ενίσχυση της ευρωπαϊκής άμυνας αναδεικνύεται ως θεμελιώδης προϋπόθεση για την αποτελεσματική διαχείριση των γεωπολιτικών προκλήσεων και τη διασφάλιση της στρατηγικής αυτονομίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ)».
Από την άλλη, όμως, δεν κρύβει πως υπάρχουν και «κίνδυνοι από την εξαίρεση των αμυντικών δαπανών από τους δημοσιονομικούς κανόνες», αναφερόμενη στη ρήτρα διαφυγής που έχει προτείνει η Κομισιόν για τις χώρες – μέλη της ΕΕ σε σχέση με τις εν λόγω δαπάνες το 2025 – 2028 (στα πλαίσια της Λευκής Βίβλου για την άμυνα και το πρόγραμμα ReArmEU 2030).
Υπενθυμίζεται πως η Ελλάδα (μαζί με άλλες 15 επί συνόλου 27 χωρών – μελών) έχει ζητήσει από την ΕΕ να ενταχθεί στο καθεστώς της ρήτρας διαφυγής με στόχο την εξαίρεση μέρος της αύξησης των αμυντικών δαπανών (βάσει του νέου εξοπλιστικού προγράμματος της) από το όριο δαπανών που προβλέπει το Σύμφωνο Σταθερότητας προκειμένου να δημιουργήσει επιπλέον «δημοσιονομικό χώρο» για άλλες παρεμβάσεις ελάφρυνσης των πολιτών και των επιχειρήσεων…
Πιο αναλυτικά τα αρνητικά σημεία τα οποία επισημαίνει η ΤτΕ σε σχέση με την εξαγγελθείσα αύξηση των αμυντικών δαπανών βάσει των μέχρι τώρα επίσημων εξαγγελιών Ελλάδας και ΕΕ έχουν ως εξής:
1. Μερική εκτόπιση της ιδιωτικής κατανάλωσης και των ιδιωτικών επενδύσεων
«Στην εμπειρική βιβλιογραφία, υπάρχει ευρεία συναίνεση ότι μια αύξηση των αμυντικών δαπανών στις προηγμένες οικονομίες έχει θετικό αντίκτυπο στην εγχώρια ζήτηση βραχυπρόθεσμα, ενώ οι επιδράσεις στην οικονομική ανάπτυξη είναι περιορισμένες μακροπρόθεσμα, εκτός από τις περιπτώσεις που αφορούν δαπάνες για επενδύσεις και για έρευνα και ανάπτυξη. Οι βασικοί δίαυλοι επίδρασης είναι κυρίως μέσω της αύξησης της δημόσιας κατανάλωσης και των δημόσιων επενδύσεων, με συνακόλουθη άνοδο των εισοδημάτων και της απασχόλησης», τονίζει η ΤτΕ.
«Ωστόσο», η ΤτΕ επισημαίνει από την άλλη μεριά πως «η επεκτατική δημοσιονομική πολιτική δύναται να οδηγήσει σε μερική εκτόπιση της ιδιωτικής κατανάλωσης και των ιδιωτικών επενδύσεων, λόγω των προσδοκιών για μελλοντική αύξηση των φόρων προκειμένου να χρηματοδοτηθεί η πρόσθετη αμυντική δαπάνη».
2. Βραχυχρόνια αύξηση πληθωριστικών πιέσεων
«Παράλληλα», τονίζει η ΤτΕ «η ενίσχυση της εγχώριας ζήτησης βραχυχρόνια θα αυξήσει τις πληθωριστικές πιέσεις». Κοινώς η αύξηση της εγχώριας ζήτησης θα οδηγήσει σε άνοδο των τιμών».
Εξάλλου, όπως επισημαίνεται σε άλλο σημείο: «Στην παρούσα διεθνή συγκυρία όπου ο αμυντικός επανεξοπλισμός της Ευρώπης συμπίπτει με αύξηση του εμπορικού προστατευτισμού και της αβεβαιότητας, πιθανή στενότητα ή διαταράξεις στις εφοδιαστικές αλυσίδες σε συνδυασμό με την αυξημένη ζήτηση πρώτων υλών και αμυντικού εξοπλισμού ενδέχεται να εντείνουν τις πληθωριστικές πιέσεις μεσοπρόθεσμα».
3. Πιθανή αύξηση της φορολογίας
Η Τράπεζα της Ελλάδας τονίζει ότι «οι εκτιμήσεις για το δημοσιονομικό πολλαπλασιαστή των αμυντικών δαπανών, δηλαδή το βαθμό της επίδρασής τους στο πραγματικό ΑΕΠ, διαφέρουν σημαντικά ανάλογα με τις χώρες που εξετάζονται, τη χρονική περίοδο αναφοράς και το βαθμό εξωστρέφειας της οικονομίας.
Για παράδειγμα, τα εμπειρικά ευρήματα συγκλίνουν προς μια υψηλότερη θετική μακροοικονομική επίδραση σε προηγμένες οικονομίες ή όταν λαμβάνονται υπόψη περίοδοι πολέμου, όπως ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος.
Αντίθετα, στις λιγότερο προηγμένες και αναδυόμενες οικονομίες η επίδραση είναι αρνητική, επειδή η αύξηση της δημόσιας δαπάνης για άμυνα εκτοπίζει πλήρως την ιδιωτική κατανάλωση και τις επενδύσεις.
Τέλος, οι σχετικά κλειστές οικονομίες παρουσιάζουν υψηλότερους πολλαπλασιαστές σε σύγκριση με τις πιο ανοικτές οικονομίες, όπου μέρος από την αύξηση της συνολικής ζήτησης αντισταθμίζεται από ανατίμηση του εγχώριου νομίσματος και μείωση των καθαρών εξαγωγών.
Επιπρόσθετα, ο αντίκτυπος των αμυντικών δαπανών στην οικονομική δραστηριότητα των προηγμένων οικονομιών συναρτάται με το βαθμό εξάρτησης από τις εισαγωγές αμυντικού εξοπλισμού, καθώς και με το διαθέσιμο δημοσιονομικό χώρο και την αντίδραση της νομισματικής πολιτικής.
Για παράδειγμα, η ύπαρξη δυναμικής εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας συνεπάγεται μεγαλύτερη ενίσχυση της οικονομικής ανάπτυξης σε σύγκριση με χώρες που εισάγουν αμυντικό εξοπλισμό.
Παράλληλα, η έλλειψη δημοσιονομικού χώρου ή/και το υψηλό δημόσιο χρέος συνεπάγονται μεγαλύτερη δυσκολία στη χρηματοδότηση μιας αύξησης των αμυντικών δαπανών, η οποία στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να προέλθει κυρίως από την αύξηση των φόρων, μειώνοντας το θετικό αντίκτυπο της αμυντικής δαπάνης στην οικονομία».
4. Περιορισμός του πραγματικού ΑΕΠ
«Τέλος, η τυχόν συσταλτική αντίδραση της νομισματικής πολιτικής, ως απόρροια της δημοσιονομικής επέκτασης και της ανόδου του πληθωρισμού, θα περιορίσει την αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ», επισημαίνει η ΤτΕ, στην νομισματική έκθεσή της.
«Επίσης, σημαντική είναι η ετερογένεια ως προς τον αναπτυξιακό αντίκτυπο των επιμέρους κατηγοριών των αμυντικών δαπανών.
Οι αμυντικές δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη (Ε&Α) εμφανίζουν ισχυρότερες επιδράσεις στη μακροπρόθεσμη αναπτυξιακή δυναμική από ό,τι άλλες κατηγορίες αμυντικών δαπανών (όπως οι μισθολογικές), με πολλαπλασιαστή που ενίοτε υπερβαίνει τη μονάδα, καθώς μεταξύ άλλων φαίνεται ότι οι δημόσιες δαπάνες για Ε&Α στην άμυνα ενισχύουν σημαντικά τις ιδιωτικές δαπάνες για Ε&Α στο σύνολο της οικονομίας.
Από την άλλη πλευρά, οι περίοδοι ειρήνης και χαμηλών γεωπολιτικών εντάσεων δίνουν τη δυνατότητα ανακατανομής πόρων και επενδύσεων σε πιο παραγωγικές δημόσιες δαπάνες, που μπορεί να έχουν υψηλότερη αναπτυξιακή επίδραση.
Ειδικότερα, η μείωση των αμυντικών δαπανών συνδέεται με την αποδέσμευση πόρων για την αύξηση άλλων δημόσιων επενδύσεων ή/και για τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος και του δημόσιου χρέους – το αποκαλούμενο “μέρισμα της ειρήνης” (peace dividend) – ενισχύοντας τις θετικές επιδράσεις στην οικονομική μεγέθυνση».
«Σημειώνεται ωστόσο ότι οι μακροπρόθεσμες επιδράσεις των αμυντικών δαπανών για Ε&Α στην παραγωγικότητα ενδέχεται να είναι ιδιαίτερα σημαντικές, λόγω των υψηλών αποδόσεων ευρύτερα στην οικονομία. Το όφελος αυτό συχνά υπερβαίνει το κόστος της επένδυσης, κυρίως λόγω της διάχυσης της καινοτομίας στον ιδιωτικό τομέα.
Εκτιμάται ότι μια προσωρινή αύξηση των αμυντικών δημόσιων δαπανών σε Ε&Α κατά 1% του ΑΕΠ θα μπορούσε να ενισχύσει κατά 0,25 της ποσοστιαίας μονάδας (ποσ. μον.) τη συνολική παραγωγικότητα της οικονομίας μέσω τόσο της μάθησης (learning-by-doing) όσο και της Ε&Α.
Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, οι επιπτώσεις από την ενίσχυση των αμυντικών δαπανών είναι θετικές για την ανάπτυξη, με περιορισμένο αντίκτυπο στον πληθωρισμό και μικρή αύξηση του δημόσιου χρέους.
Πρόσφατες προσομοιώσεις της Επιτροπής δείχνουν ότι μια άνοδος των αμυντικών δαπανών στην ΕΕ κατά 1,5% του ΑΕΠ σωρευτικά την περίοδο 2025-28 εκτιμάται ότι θα αυξήσει το πραγματικό ΑΕΠ της ΕΕ κατά 0,5% και το δημόσιο χρέος κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ έως το 2028.
Οι πληθωριστικές πιέσεις θα παραμείνουν σχετικά περιορισμένες, καθώς ο πληθωρισμός αναμένεται να αυξηθεί κατά 0,2 ποσοστιαίες μονάδες κατά μέσο όρο έως το 2028. Δημοσιονομικές επιδράσεις των αμυντικών δαπανών Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία το 2022 σηματοδότησε ριζική στροφή στην ευρωπαϊκή αμυντική πολιτική, οδηγώντας σε σημαντική αύξηση των στρατιωτικών δαπανών μετά από δεκαετίες συρρίκνωσης.
5. Υψηλότερες ανάγκες προσαρμογής στο μέλλον για τη διασφάλιση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας
Παράλληλα, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, Γιάννης Στουρνάρας τονίζει πως «αύξηση των αμυντικών δαπανών στην Ευρώπη εντείνει τις πιέσεις στους κρατικούς προϋπολογισμούς και επιβαρύνει τη δημοσιονομική προσαρμογή σε ένα ήδη δύσκολο μακροοικονομικό περιβάλλον.
Πολλά κράτη-μέλη της ΕΕ καλούνται να πραγματοποιήσουν πρόσθετες δαπάνες για άμυνα, ενώ ήδη αντιμετωπίζουν υψηλά δημοσιονομικά ελλείμματα και αρκετά από αυτά βρίσκονται σε Διαδικασία Υπερβολικού Ελλείμματος».
«Η απαιτούμενη δημοσιονομική προσπάθεια για την επίτευξη τυχόν υψηλότερου στόχου του ΝΑΤΟ για αμυντικές δαπάνες ύψους 3% του ΑΕΠ» (σ.σ. στο μεταξύ ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ έχει κάνει λόγο για 5%!) «συνεπάγεται αύξηση των δαπανών που συχνά υπερβαίνει τη 1 ποσοστιαία μονάδα του ΑΕΠ. Ο βαθμός αξιοποίησης της παρεχόμενης ευελιξίας μέσω της ενεργοποίησης της ρήτρας διαφυγής αναμένεται να διαφοροποιηθεί ανάλογα με το δημοσιονομικό περιθώριο κάθε χώρας: κράτη με υψηλό λόγο χρέους προς ΑΕΠ ή μεγάλα ελλείμματα θα περιοριστούν από τους αυξημένους δημοσιονομικούς κινδύνους, ενώ χώρες με πιο ευνοϊκή δημοσιονομική θέση (μεσαίου/χαμηλού κινδύνου) διαθέτουν μεγαλύτερα περιθώρια παρέμβασης.
Η αύξηση των αμυντικών δαπανών την περίοδο εφαρμογής της εθνικής ρήτρας διαφυγής συνεπάγεται υψηλότερες ανάγκες προσαρμογής στο μέλλον για τη διασφάλιση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας.
Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η δημοσιονομική ευελιξία που παρέχει η ενεργοποίηση της εθνικής ρήτρας διαφυγής, στις χώρες για τις οποίες εγκρίθηκε η προσωρινή απόκλιση από τα συμφωνημένα όρια δαπανών, θα οδηγήσει σε αύξηση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και του χρέους κατά 1,3 και 2,6 ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ αντίστοιχα κατά μέσο όρο το 2028, εφόσον η μέγιστη επιτρεπόμενη αύξηση των αμυντικών δαπανών (κατά 1,5% του ΑΕΠ) υλοποιηθεί σταδιακά την περίοδο 2025-28.
Ως εκ τούτου, η υψηλότερη δαπάνη την περίοδο 2025-28 θα μπορούσε να συνεπάγεται πρόσθετη δημοσιονομική προσπάθεια ύψους 0,4 ποσοστιαίων μονάδωβν του ΑΕΠ κατά μέσο όρο στο δεύτερο κύκλο των Μεσοπρόθεσμων Δημοσιονομικών-Διαρθρωτικών Σχεδίων (ΜΔΣ) που ξεκινά το 2029, προκειμένου ικανοποιηθούν τα κριτήρια της βιωσιμότητας χρέους και το όριο του ελλείμματος».
6. Κίνδυνοι για τη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους, αν δεν ληφθούν μέτρα εξοικονόμησης
«Η χρηματοδότηση των αυξημένων αμυντικών δαπανών μέσω δανεισμού ενέχει σοβαρούς κινδύνους για τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους», τονίζει ο κος Στουρνάρας. Και συμπληρώνει λέγοντας πως «εάν οι επιπλέον δαπάνες δεν συνοδευθούν από μέτρα εξοικονόμησης δαπανών ή αύξησης εσόδων, θα οδηγήσουν σε υψηλότερα επίπεδα χρέους και αυξημένες δαπάνες για τόκους.
Σύμφωνα με ανάλυση της ΕΚΤ, η ενεργοποίηση της εθνικής ρήτρας διαφυγής θα οδηγήσει σε προσωρινή επιδείνωση της πορείας του δημόσιου χρέους για τις χώρες της ευρωζώνης με υψηλό δημόσιο χρέος.
Παρότι η πλήρης συμμόρφωση με το Σύμφωνο Σταθερότητας της ΕΕ στη δεύτερη περίοδο σχεδιασμού (μετά το 2028) μπορεί να επαναφέρει το χρέος σε πτωτική πορεία, το επίπεδο του χρέους το 2035 εκτιμάται περίπου 10 ποσοσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ υψηλότερα σε σχέση με το βασικό σενάριο.
Η μετάθεση της δημοσιονομικής προσαρμογής στο μέλλον αυξάνει τους κινδύνους, ειδικά για χώρες με περιορισμένα περιθώρια, και υπογραμμίζει την ανάγκη προσεκτικού σχεδιασμού, ώστε η βραχυπρόθεσμη ευελιξία να μη μετατραπεί σε μακροπρόθεσμη δημοσιονομική πίεση.
Ως εκ τούτου, τα κράτη-μέλη, ακόμη και αν εξασφαλίσουν μεγαλύτερη ευελιξία ως προς τους δημοσιονομικούς κανόνες, θα κληθούν να λάβουν δύσκολες αποφάσεις για να εξισορροπήσουν αυτές τις δημοσιονομικές πιέσεις», τονίζει η ΤτΕ.
Κρίσιμος ο ρόλος του SAFE
Η ΤτΕ επισημαίνει πως «το χρηματοδοτικό μέσο δράσης SAFE μπορεί να προσφέρει στήριξη σε χώρες που αντιμετωπίζουν προκλήσεις βιωσιμότητας χρέους ή έχουν ήδη υψηλές αμυντικές δαπάνες, παρέχοντας ευνοϊκούς όρους χρηματοδότησης για εξοπλιστικά προγράμματα. Χώρες που ήδη αφιερώνουν σημαντικό ποσοστό του προϋπολογισμού τους στην άμυνα (π.χ. Ελλάδα, Πολωνία, Φινλανδία) ενδέχεται να επωφεληθούν περισσότερο από αυτόν το μηχανισμό, καθώς λειτουργεί ως μορφή αναχρηματοδότησης του χρέους υπό ευνοϊκότερους όρους.
Το μέσο δράσης SAFE επιτρέπει τη χρήση πόρων που θα αντλούνται μέσω κοινού ευρωπαϊκού δανεισμού για τη στήριξη αμυντικών δαπανών, κάτι που μπορεί να μειώσει τις πιέσεις στον εθνικό προϋπολογισμό και να ενισχύσει την αμυντική ικανότητα και τη συμμετοχή σε κοινά ευρωπαϊκά αμυντικά προγράμματα χωρίς επιπλέον επιβάρυνση στο κόστος δανεισμού.
Προϋπόθεση για τα δημοσιονομικά οφέλη αυτού του μηχανισμού είναι το κόστος χρηματοδότησης μέσω του SAFE να είναι χαμηλότερο από το εθνικό κόστος δανεισμού.
Επομένως, η αποτελεσματικότητα του μηχανισμού εξαρτάται από τις ιδιαίτερες δημοσιονομικές συνθήκες κάθε κράτους-μέλους και το κατά πόσον αντιμετωπίζει σχετικά υψηλότερο κόστος δανεισμού στις αγορές από ό,τι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η έλλειψη κοινών μηχανισμών χρηματοδότησης επαρκούς μεγέθους ενισχύει τον κίνδυνο άνισης ανάπτυξης και περιορίζει τα πολλαπλασιαστικά οφέλη από τη συνεργασία και την καινοτομία. Ο κατακερματισμός της αμυντικής αγοράς και ο “ανταγωνισμός των προμηθειών” εντείνεται όταν κάθε χώρα επωμίζεται μόνη της το βάρος των δαπανών. Συνεπώς, η ενίσχυση κοινών μηχανισμών χρηματοδότησης θα αποτελούσε ένα σημαντικό βήμα προς βαθύτερη ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Επιπλέον, ανάλογα με το σχεδιασμό του χρηματοδοτικού εργαλείου, η έκδοση κοινού χρέους (ευρωομόλογο) θα μπορούσε επίσης να συμβάλει σε μόνιμη αύξηση της προσφοράς ευρωπαϊκών ασφαλών περιουσιακών στοιχείων, ενισχύοντας το διεθνή ρόλο του ευρώ και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα Όσον αφορά την Ελλάδα, η αξιοποίηση του ευρωπαϊκού σχεδίου επανεξοπλισμού αποτελεί ευκαιρία που μπορεί να αποφέρει πολλαπλά οφέλη. Η Ελλάδα θα μπορούσε να επωφεληθεί μέσω της κοινής ευρωπαϊκής χρηματοδότησης των αμυντικών προγραμμάτων και εξοπλισμών για τη χρηματοδότηση των ήδη υψηλών αμυντικών δαπανών που πραγματοποιεί».
Τι κερδίζει η Ελλάδα από τη ρήτρα διαφυγής
«Παράλληλα, μέσω της ενεργοποίησης της εθνικής ρήτρας διαφυγής του Σύμφωνο Σταθερότητας δημιουργείται πρόσθετος δημοσιονομικός χώρος της τάξεως του 0,2% του ΑΕΠ ετησίως, αυξάνοντας περαιτέρω το όριο δαπανών μεσοπρόθεσμα», επισημαίνει η ΤτΕ.
«Τέλος, οφέλη θα μπορούσαν να προκύψουν μέσω της ενεργού συμμετοχής της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας σε διακρατικές συμπαραγωγές, η οποία θα ενίσχυε την αυτάρκεια της χώρας, θα τόνωνε τις εξαγωγές σε αμυντικούς εξοπλισμούς και θα αναβάθμιζε περαιτέρω τη γεωπολιτική σημασία της Ελλάδος ως κόμβου στην ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική για την ασφάλεια. Προκειμένου να μεγιστοποιηθεί το όφελος, οι αυξημένες αμυντικές δαπάνες θα πρέπει να κατευθυνθούν σε καλά σχεδιασμένες επενδύσεις με υψηλό αναπτυξιακό αποτύπωμα, όπως έργα υποδομών, ενέργειας και έρευνας και καινοτομίας, ώστε να ενισχυθούν και άλλοι κλάδοι της οικονομίας και να δημιουργηθεί μια ισχυρότερη και ανθεκτικότερη παραγωγική βάση συνολικά».