Προτού «αλέκτωρ λαλήσει τρις», η έκθεση της Κομισιόν για την «ψυχολογική» καθίζηση των προσδοκιών στο λιανικό εμπόριο, επιβεβαιώνεται και από τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για την πραγματικότητα που επικρατεί στις εν λόγω επιχειρήσεις αλλά και για τις προοπτικές της ιδιωτικής κατανάλωσης.
Τον Μάιο, λοιπόν, η ΕΛΣΤΑΤ επισημαίνει πως η δραστηριότητα στις επιχειρήσεις του λιανικού εμπορίου υπέστη πλήγμα σε ετήσια βάση καθώς ο τζίρος μειώθηκε κατά 4,4% σε σχέση με τον Μάιο του 2024, την ίδια στιγμή που ο όγκος της κατανάλωσης μειώθηκε, ακόμα περισσότερο, κατά 5,6%.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Πώς ερμηνεύεται αυτή η διαφορά; Η μείωση του όγκου κατά 5,6% σημαίνει ότι οι καταναλωτές αγόρασαν λιγότερα προϊόντα σε φυσικές ποσότητες ή μονάδες. Ο τζίρος μειώθηκε λιγότερο, κατά 4,4%, επειδή οι τιμές ήταν υψηλότερες σε σχέση με πέρυσι, καθώς ο πληθωρισμός στην εγχώρια αγορά παραμένει… επίμονα υψηλός.
Με απλά λόγια, η πτώση των πωλήσεων σε ποσότητες είναι μεγαλύτερη από την πτώση των εσόδων, επειδή οι τιμές (παρά τη μείωση του όγκου) παραμένουν σχετικά υψηλές, οδηγώντας τους καταναλωτές να αγοράζουν λιγότερο αλλά να πληρώνουν περισσότερο ανά μονάδα προϊόντος.
Δηλαδή, οι τιμές κρατιούνται υψηλά σε σχέση με τα εισοδήματα, παρά τις αυξήσεις των μισθών, και η αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών φαίνεται να υποχωρεί. Μία τάση που αν συνεχιστεί θα ενισχύσει την εικόνα «τέλματος» στην ιδιωτική κατανάλωση η οποία αποτελεί προάγγελο «μπελάδων» και για τις επιχειρήσεις και για την ανάπτυξη.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Αβάσταχτη η καθημερινότητα
Ακόμα πιο προβληματική είναι η εικόνα που παρουσιάζεται μετά από μια προσεκτικότερη ανάλυση των επιμέρους στοιχείων που οδήγησαν στην πτώση στο λιανικό εμπόριο τον Μάιο.
Τα έξοδα για τις απαραίτητες μετακινήσεις μιας οικογένειας ή τα τρόφιμα, είναι προϊόντα ανελαστικής σημασίας για κάθε νοικοκυριό, παρ’ όλ’ αυτά σημειώνεται σημαντική μείωση της κατανάλωσης, επιφέροντας συνέπειες και στις εμπορευόμενες επιχειρήσεις.
Ο τζίρος για καύσιμα και λιπαντικά μειώθηκε κατά 18,6%, ένα μέγεθος που θα μπορούσε να εξηγηθεί λόγω της μείωσης των διεθνών τιμών πετρελαίου που οδήγησε σε μία σχετική αποκλιμάκωση στην αντλία.
Ωστόσο, κατά το ίδιο διάστημα καταγράφεται και μείωση όγκου κατανάλωσης κατά 9%, γεγονός που δείχνει ότι ακόμα και μετά την εξισορρόπηση των τιμών, τα νοικοκυριά ήταν κάτι περισσότερο από επιφυλακτικά ως προς το πόσα θα ξοδέψουν πηγαίνοντας στο πρατήριο βενζίνης και κατ’ επέκταση πόσο θα χρησιμοποιήσουν τα αυτοκίνητα τους για τις μετακινήσεις τους.
Σημαντική είναι επίσης και η πτώση της κατανάλωσης ακόμα και σε είδη πρώτης ανάγκης όπως τα τρόφιμα. Η πτώση του τζίρου κατά 7,7% υπερκεράστηκε από μια «βουτιά» στον όγκο του λιανικού εμπορίου τροφίμων/ποτών κατά 10,3%.
Έτσι, η κάμψη στον τζίρο δεν μπορεί να εξηγηθεί απλά με πιθανή στροφή των καταναλωτών σε φθηνότερες λύσεις και προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, καθώς καταγράφεται πραγματική πτώση και στο πόσο τρώνε τα νοικοκυριά.
Παρόμοια εικόνα και συνολικά στα σούπερ μάρκετ, όπου ο τζίρος υποχώρησε κατά 3,1% και ο όγκος κατά 5,1%.
Σε ένα άλλο πεδίο, αυτό της ένδυσης και υπόδησης, καταγράφεται και η μεγαλύτερη διαφορά με τον τζίρο να μειώνεται κατά 7,1% και τον όγκο κατά 12,8%, η οποία και σημαίνει μια ισχυρή μείωσης της ζήτησης καθώς ο κόσμος αγοράζει λιγότερα ρούχα και παπούτσια αλλά και, δευτερευόντως, μια σημαντική απορρόφηση της πτώσης της ζήτησης μέσω αυξημένων τιμών, που συγκρατούν τεχνητά τον τζίρο από βαθύτερες απώλειες.
Ποιες είναι οι επιπτώσεις
Τα παραπάνω στοιχεία, καθώς και προηγούμενα «καμπανάκια» τα οποία έχουν χτυπήσει από διάφορες εκθέσεις και στοιχεία φορέων, συνηγορούν στο ότι ο πληθωρισμός και οι ευρύτερες οικονομικές συνθήκες μειώνουν την αγοραστική δυνατότητα των νοικοκυριών πιέζοντας τους δείκτες της ιδιωτικής κατανάλωσης, η οποία είναι βασικός μοχλός του ΑΕΠ.
Παράλληλα, ασκούνται πιέσεις σε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, ιδίως στον τομέα της λιανικής, ενώ και οι προσδοκίες στο μέτωπο του πληθωρισμού οδηγούν σε περαιτέρω συγκράτηση των εξόδων από τα νοικοκυριά, διαιωνίζοντας αυτή την τάση.
Έτσι, αναδεικνύεται περισσότερο η ανάγκη στοχευμένων παρεμβάσεων για την εισοδηματική ενίσχυση των νοικοκυριών, καθώς είναι εμφανές πως οι προϋπάρχουσες αυξήσεις των μισθών δεν επαρκούν για αντισταθμίσουν το βάρος της ακρίβειας.