Τα καύσιμα αποτέλεσαν τον κύριο αρνητικό παράγοντα για την εξαγωγική επίδοση της χώρας τον Απρίλιο του 2024
Σημαντικές πιέσεις δέχθηκε και τον Απρίλιο του 2025 το εξωτερικό εμπορικό ισοζύγιο της χώρας, λόγω της κάθετης πτώσης των εξαγωγών καυσίμων, η οποία αποτυπώθηκε τόσο στην εικόνα των συνολικών εξαγωγών όσο και στο ειδικό ισοζύγιο καυσίμων.
Παρότι οι εξαγωγές αγαθών χωρίς καύσιμα κατέγραψαν σχεδόν σταθερή πορεία, το σύνολο των εξαγωγών αγαθών μειώθηκε κατά 14,1% σε τρέχουσες τιμές σε σύγκριση με τον Απρίλιο του 2024, προκαλώντας τριγμούς στην εμπορική επίδοση της χώρας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, οι εξαγωγές αγαθών χωρίς καύσιμα παρουσίασαν οριακή μείωση κατά 0,5% σε τρέχουσες τιμές, ενώ σε σταθερές τιμές αυξήθηκαν κατά 2,6%. Το γεγονός αυτό καταδεικνύει ότι η ζήτηση για τα μη ενεργειακά ελληνικά προϊόντα διατηρήθηκε σε θετικά επίπεδα, τόσο ως προς τον όγκο όσο και σε μεγάλο βαθμό και ως προς την αξία.
Αντίθετα, τα καύσιμα αποτέλεσαν τον κύριο αρνητικό παράγοντα για την εξαγωγική επίδοση της χώρας. Το επιμέρους ισοζύγιο καυσίμων εμφάνισε έντονη επιδείνωση, καθώς το έλλειμμα αυξήθηκε από 309,2 εκατ. ευρώ τον Απρίλιο του 2024 σε 518,9 εκατ. ευρώ τον Απρίλιο του 2025, καταγράφοντας διεύρυνση κατά 68%. Η επιδείνωση αυτή του ελλείμματος υποδηλώνει ότι οι εξαγωγές καυσίμων υποχώρησαν σημαντικά, δεδομένου ότι και οι εισαγωγές συνολικά μειώθηκαν (–11,5% σε τρέχουσες τιμές), καθιστώντας την αύξηση των εισαγωγών καυσίμων λιγότερο πιθανή αιτία.
Ας σημειωθεί πως μπορεί η Ελλάδα να μην είναι πετρεπαιολοπαραγωγός χώρα και να εξαρτάται από τις εισαγωγές αργού για να παράξει διυλισμένα προϊόντα, αλλά το ισοζύγιο καυσίμων της δεν είναι πάντα ελλειμματικό. Καθώς η χώρα διαθέτει ισχυρή διυλιστική δραστηριότητα και εξάγει σημαντικές ποσότητες πετρελαϊκών προϊόντων, όταν οι τιμές πετρελαίου διεθνώς είναι αυξημένες, η παραγωγή των ελληνικών διυλιστηρίων κινείται σε υψηλά επίπεδα, και η εξωτερική ζήτηση για πετρελαιοειδή (κυρίως προς Βαλκάνια και Ανατολική Μεσόγειο) είναι ισχυρή, τότε οι εξαγωγές υπερβαίνουν τις εισαγωγές (που αφορούν κυρίως αργό πετρέλαιο), με αποτέλεσμα να προκύπτει πλεονασματικό ισοζύγιο καυσίμων.
Το εύρος της συνολικής μείωσης των εξαγωγών αγαθών (-14,1%) δεν μπορεί να ερμηνευτεί από τη σχεδόν ουδέτερη επίδοση των μη ενεργειακών εξαγωγών. Από τη στιγμή που αυτές μειώθηκαν μόλις κατά 0,5% και αποτελούν συνήθως περίπου το 70% του εξαγωγικού μείγματος, τότε το υπόλοιπο 30% -δηλαδή τα καύσιμα- σημείωσε πολύ εντονότερη πτώση. Σύμφωνα με τον σταθμισμένο μέσο όρο, η πτώση των εξαγωγών καυσίμων εκτιμάται ότι ξεπέρασε το 45%, στοιχείο που επιβεβαιώνεται και από τη μεταβολή του καθαρού ισοζυγίου τους.
Η συρρίκνωση αυτή έχει πιθανές εξηγήσεις τόσο σε διεθνές επίπεδο -όπως η υποχώρηση των διεθνών τιμών πετρελαίου και προϊόντων διύλισης στο εξεταζόμενο διάστημα- όσο και σε ενδεχόμενη πτώση του όγκου εξαγωγών, λόγω περιορισμένης παραγωγής ή μειωμένης ζήτησης από παραδοσιακούς προορισμούς των ελληνικών εξαγωγών καυσίμων.
Την ίδια στιγμή, το συνολικό έλλειμμα του ισοζυγίου αγαθών μειώθηκε σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2024, εξέλιξη που προέκυψε επειδή οι εισαγωγές υποχώρησαν περισσότερο από τις εξαγωγές σε απόλυτους όρους. Η υποχώρηση των εισαγωγών κατά 11,5% και η παράλληλη συρρίκνωση του εμπορικού ελλείμματος αγαθών από 2,31 δισ. ευρώ σε 2,88 δισ. ευρώ, όπως αναφέρεται στα επίσημα στοιχεία της ΤτΕ, δείχνει ότι η εξασθένηση της εγχώριας ζήτησης είχε εξισορροπητική επίδραση, χωρίς όμως να αντισταθμίσει τη ζημία από τις χαμηλές εξαγωγές καυσίμων.
Εν κατακλείδι, ο Απρίλιος του 2025 επιβεβαίωσε τον κομβικό αλλά και ευάλωτο ρόλο των καυσίμων στο ελληνικό εξαγωγικό ισοζύγιο. Παρότι ο υπόλοιπος εξαγωγικός κορμός της χώρας παρουσιάζει ανθεκτικότητα, οι ενεργειακές εξαγωγές λειτουργούν ως παράγοντας έντονης διακύμανσης και ευπάθειας στο εξωτερικό εμπόριο. Η εξέλιξη αυτή καθιστά αναγκαία τη διαρκή παρακολούθηση των διεθνών αγορών ενέργειας αλλά και τη μακροπρόθεσμη στρατηγική διαφοροποίησης της εξαγωγικής βάσης της χώρας.