Δευτέρα, 7 Οκτ.
19oC Αθήνα

Πως απαντούν οι βιομήχανοι στο Εθνικό Σχέδιο για την ενέργεια και το κλίμα

Πως απαντούν οι βιομήχανοι στο Εθνικό Σχέδιο για την ενέργεια και το κλίμα
Φωτογραφία: iStock

Επιστολή προς τον Υπουργό Ενέργειας, Θεόδωρο Σκυλακάκη απέστειλε η Ένωση Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας (ΕΒΙΚΕΝ) σε σχέση με το Εθνικό Σχέδιο για την ενέργεια και το κλίμα.

Συγκεκριμένα, στην επιστολή της προς τον υπουργό Σκυλακάκη η ΕΒΙΚΕΝ αναφέρει πως «είναι προφανές ότι η προσοχή μας επικεντρώνεται στα σημεία του Εθνικού Σχεδίου, που αναφέρονται σε θέματα, που αφορούν και επηρεάζουν τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της εγχώριας βιομηχανίας, καθώς επίσης στην ανάγκη για την αλλαγή του μοντέλου αγοράς, ώστε η χαμηλή τιμή των ΑΠΕ να περνάει στις βιομηχανίες έντασης ενέργειας, στο πλαίσιο της σχεδιαζόμενης πράσινης μετάβασης».

«Ειδικότερα θεωρούμε ότι στο προς διαβούλευση κείμενο έχουν υποβαθμιστεί οι επιπτώσεις από την εφαρμογή των μέτρων, όπως το CBAM και οι νέες ρυθμιστικές αλλαγές στο ΕΣΕΚ με τη σταδιακή κατάργηση των δωρεάν δικαιωμάτων προς τη βιομηχανία έως το 2035.

Μέτρα που η εφαρμογή τους έχει σχεδιαστεί να ξεκινήσει ήδη από το 2026 σε ευρωπαϊκό επίπεδο, τα οποία αφενός θα πλήξουν καίρια την ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας, αφετέρου θα επιφέρουν σημαντική αύξηση της τιμής σε μια σειρά βιομηχανικών προϊόντων, όπως θα αναλύσουμε σε ειδικό κεφάλαιο», τονίζει η ΕΒΙΚΕΝ.

Στην επιστολή οι βιομήχανοι αναφέρουν πως έχουν επανειλημμένα επισημάνει ότι η ελληνική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας παρουσιάζει δομικά χαρακτηριστικά ολιγοπωλίου, καθώς συμμετέχουν μόνο 4 καθετοποιημένοι παίκτες, με αποτέλεσμα την παντελή έλλειψη συνθηκών ανάπτυξης έστω στοιχειώδους ανταγωνισμού.

Επισημαίνουν πως «από τη στιγμή που ότι οι τιμές της χονδρεμπορικής αγοράς μεταφέρονται άμεσα στα τιμολόγια των απλών καταναλωτών (πρώτα με τη ρήτρα αναπροσαρμογής, σήμερα με τα πράσινα και κίτρινα τιμολόγια και αύριο με τα πορτοκαλή), καταλήγουμε εύκολα στο συμπέρασμα ότι οι παραγωγοί δεν έχουν κανένα ρίσκο να εκτοξεύουν με τις προσφορές τους τις τιμές στη χονδρεμπορική αγορά, όταν οι συνθήκες τους το επιτρέπουν. Διότι οι ίδιοι παίκτες ως προμηθευτές, απλά περνούν τις όποιες υψηλές τιμές της αγοράς κατ’ ευθείαν στα τιμολόγια τους στη λιανική, χωρίς ζημία.

Επομένως ήταν αναμενόμενο να δούμε την εκτόξευση των τιμών έως και 946 ευρώ/MWH, με αφορμή την υψηλή ζήτηση για εξαγωγές προς Βουλγαρία και Ρουμανία τις ώρες αιχμής μετά τη δύση του ηλίου (19.00 – 23.00) από τις 7 Ιουλίου μέχρι και σήμερα. Με προφανές αποτέλεσμα την σημαντική επιβάρυνση των βιομηχανιών.

Γεγονός που καταδεικνύει ότι ο ισχυρισμός των ιθυνόντων ότι οι βιομηχανίες δεν έχουν ανάγκη επιδότησης λόγω των υψηλών τιμών, διότι μπορούν να κάνουν διμερείς συμβάσεις δεν ευσταθεί, καθώς οι προσφερόμενες στην αγορά μακροχρόνιες συμβάσεις ( ΡΡΑ) κυρίως με ΦΒ, ουδόλως αποτελούν εργαλείο για τις βιομηχανίες κατάλληλο για να αντισταθμίσουν τον κίνδυνο από τις υψηλές τιμές της χονδρεμπορικής αγοράς που παρατηρούνται στις ώρες αιχμής.

Ούτε όμως στις ώρες ηλιοφάνειας καθώς τους μήνες χαμηλής ζήτησης παρατηρείται κανιβαλισμός των τιμών της αγοράς κάτω από τη συμφωνημένη τιμή του ΡΡΑ.

Εκτός εάν η πολιτική ηγεσία δώσει την προτεραιότητα που απαιτείται και ασκήσει επιτέλους πολιτική πίεση στις Βρυξέλλες για την έγκριση του μηχανισμού Green pool, ο οποίος προβλέπει την προσαρμογή του προφίλ λειτουργίας των ΑΠΕ στο ομαδοποιημένο (pool) προφίλ της ζήτησης των βιομηχανιών.

Από τα ανωτέρω προκύπτει η ανάγκη λήψης διαρθρωτικών αλλαγών στη λειτουργία της χονδρεμπορικής. Με πρώτη αλλαγή την κατάργηση του μοντέλου της υποχρεωτικής αγοράς, βάσει του οποίου σήμερα όλη η ενέργεια περνάει υποχρεωτικά από το χρηματιστήριο. Είναι μία αγορά μέσω της οποίας θα μπορούν οι καταναλωτές να επωφελούνται από τη φθηνή ενέργεια των ΑΠΕ και να μπορούν οι προμηθευτές και οι μεγάλοι καταναλωτές να αντισταθμίζουν τον κίνδυνο από τις μεταβολές των τιμών, ανεξάρτητα από την γνωστή μας σποτ αγορά που λειτουργεί με οριακή τιμολόγηση.

Επιπλέον θα μπορούσε να εξεταστεί η υιοθέτηση μέτρων για τη στήριξη των βιομηχανιών έντασης ενέργειας, παρόμοια με την πρόταση της Ιταλίας. Σύμφωνα με πληροφορίες αυτή προβλέπει τη διάθεση σε βιομηχανίες έντασης ενέργειας μέσω δημοπρασιών ποσότητας ηλεκτρικής ενέργειας 20 TWh για τα τρία επόμενα έτη σε τιμή 60 ευρώ/MWh μέσω συμβάσεων οικονομικών διαφορών (cfd) με αντίστοιχη δέσμευση των εν λόγω βιομηχανιών να αναπτύξουν έργα ΑΠΕ, την παραγόμενη ενέργεια των οποίων θα πωλούν ακολούθως στη χονδρεμπορική αγορά στην τιμή των 60 ευρώ/MWh.

Είναι σαφές ότι οι τιμές ηλεκτρικής ενέργειας στη χώρα μας πολύ δύσκολα θα γίνουν ανταγωνιστικές χωρίς τη λήψη διαρθρωτικών αλλαγών στο ισχύον μοντέλο αγοράς σε βαθμό που να ευνοούν τον εξηλεκτρισμό της βιομηχανίας και γενικότερα της οικονομίας.
Αναφερόμενοι στον στόχο για συμμετοχή των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή στο 77% το 2030 θεωρούμε ότι θα επιφέρει σημαντικό πρόβλημα με την ευστάθεια του συστήματος για μεγάλες περιόδους, παρά την όποια ανάπτυξη συστημάτων αποθήκευσης

Και αυτό διότι εκτιμούμε ότι η συνολική ισχύς των ΦΒ το 2030 ενδέχεται να πλησιάσει τα 19 GW βάσει του αριθμού των όρων σύνδεσης για έργα ΑΠΕ, που έχουν δοθεί και τους παρατηρούμενους ρυθμούς υλοποίησης των έργων. Σίγουρα πάντως θα είναι πολύ υψηλότερη των 13.5 GW που αναφέρονται στο κείμενο.

Συγκεκριμένα, ήδη έως το τέλος Αυγούστου κλείδωσαν ταρίφες, έργα 2.7 GW ΦΒ, ισχύος έως 1ΜW, καθώς επίσης εγκρίθηκαν με προτεραιότητα 2.4 GW, κυρίως ΦΒ, στο πλαίσιο των «βιομηχανικών ΡΡΑ». Θεωρούμε επίσης ότι οι υπολογισμοί σας, για έστω μια μικρή οριακή αύξηση της Ζήτησης έως το 2030 δεν θα ευοδωθούν, πόσο μάλλον όταν βασίζονται στην υπόθεση για αύξηση της ΗΕ στις μεταφορές και στην παραγωγή υδρογόνου.

Η περαιτέρω αύξηση των ΑΠΕ στο μείγμα θα οδηγήσει σε μαζικές απορρίψεις της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ, καθώς η συνολικά παραγόμενη ενέργεια θα ξεπερνάει κατά πολύ τη ζήτηση σε βαθμό που τα όποια έργα αποθήκευσης θα έχουν τεθεί σε λειτουργία δεν θα μπορούν να εξομαλύνουν το πρόβλημα. Πάνω δε από ένα μέγεθος αποθήκευσης το πρόβλημα απλά θα μετατοπιστεί σε άλλες ώρες μέσα στην ημέρα.

Καταλήγοντας επισημαίνουμε ότι τους τελευταίους μήνες παρατηρούμε ότι οι οποίες εξαγωγές πράσινης ενέργειας από ΑΠΕ είναι ελάχιστες και γίνονται σε πολύ χαμηλές τιμές. Αντίθετα η αύξηση των εξαγωγών που παρατηρείται, ιδιαίτερα τους δύο τελευταίους μήνες, αφορά εξαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας παραγόμενης από μονάδες φ.α ή και λιγνιτικές μονάδες, κύρια στις ώρες αιχμής με τη δύση του ηλίου».

Μακρο-οικονομία Τελευταίες ειδήσεις