Site icon NewsIT
09:30 | 11.09.25

«Συναισθηματική αξία», «Η μακριά πορεία», «Καυτό γάλα» και άλλες τέσσερις ταινίες από σήμερα στα σινεμά

Στιγμιότυπο από την ταινία Συναισθηματική αξία

Στιγμιότυπο από την ταινία Συναισθηματική αξία

Newsit Newsroom

Η ταινία «Συναισθηματική Αξία», που κέρδισε το Μέγα Βραβείο στις Κάννες φιλοδοξεί σε μεγαλύτερες διακρίσεις στο Χόλιγουντ και τα Όσκαρ με τους δημιουργούς της να έχουν βάλει ψηλά τον πήχη

Πολλές είναι οι ταινίες που κάνουν πρεμιέρα σήμερα (11.09.2025) στα σινεμά με τους φίλους του κινηματογράφους να έχουν την δυνατότητα για πολλές και ποιοτικές επιλογές. 

Δεύτερη εβδομάδα του καλοκαιρινού Σεπτεμβρίου, με πέντε νέες ταινίες να βγαίνουν στα σινεμά, απ’ τις οποίες ξεχωρίζουν η τελευταία δημιουργία του Γιοακίμ Τρίερ, «Συναισθηματική Αξία», που κέρδισε το Μέγα Βραβείο στις Κάννες και φιλοδοξεί σε μεγαλύτερες διακρίσεις στο Χόλιγουντ και τα Όσκαρ και την ταινία τρόμου «Η Μακριά Πορεία», που αποτελεί διασκευή ενός προφητικού δυστοπικού μυθιστορήματος του Στίβεν Κινγκ. Επίσης, προβάλλεται το τελευταίο μέρος του Πύργου των Ντάουντον, ενώ σημαντική υπενθύμιση ενός σπουδαίου σινεμά αποτελεί η επανέκδοση του συγκλονιστικού φιλμ της Ανιές Βαρντά «Δίχως Στέγη, Δίχως Νόμο».

Συναισθηματική Αξία

(“Sentimental Value”) Δραματική ταινία, νορβηγικής παραγωγής του 2025, σε σκηνοθεσία Γιοακίμ Τρίερ, με τους Ρενάτε Ράινσβε, Στέλαν Σκάρσγκαρντ, Ελ Φάνινγκ, Ίνγκα Ίμπσντοτερ Λίλεας, κα.

Έχοντας κατακτήσει το Μέγα Βραβείο στις Κάννες, η τελευταία ταινία του Γιοακίμ Τρίερ έχει όλα τα φόντα και για μία σημαντική διάκριση στα Όσκαρ, καθώς αποτελεί την πιο στιβαρή και προσωπική δουλειά του, προσπαθώντας να διερευνήσει τα θεμέλια της κοινωνίας, της οικογένειας, μέσα από μία ιστορία απώλειας και κυρίως απουσίας.

Ο δημιουργός του πρόσφατου «Ο Χειρότερος Άνθρωπος στον Κόσμο», ξανασυναντά την πρωταγωνίστριά του Ρενάτε Ράινσβε, αλλά και τον καταξιωμένο Στέλαν Σκάρσγκαρντ στην καλύτερη, ίσως, στιγμή της καριέρας του, για να διεισδύσει στο ζήτημα της απουσίας του πατέρα σε μια οικογένεια και τα τραύματα που αφήνει, εν προκειμένω, στις κόρες του.

Ένα δράμα που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και «θεραπευτικό» για τον σκηνοθέτη, που αποφεύγει όμως τις παγίδες του να γίνει διδακτικό, μελοδραματικό ή ακόμη και υπερβολικά αυτοαναφορικό.

Με τον θάνατο της μητέρας τους, οι δυο αδελφές Νόρα και Άγκνες, θέλουν να μαζέψουν τα συναισθηματικής αξίας πράγματά της από το σπίτι που μεγάλωσαν. Μετά το σοκ από τον χαμό της μητέρας τους, τους περιμένει και ένα δεύτερο σοκ, αυτό της επανεμφάνισης του πατέρα τους, που ως σημαντικός κινηματογραφικός σκηνοθέτης αφοσιώθηκε στη δουλειά του, παρατώντας ουσιαστικά την οικογένειά του. Ο Γκούσταβ, μάλιστα, έχει έτοιμο ένα σενάριο για την κόρη του Νόρα, που εξελίχθηκε σε μία καταξιωμένη θεατρική ηθοποιό. Η Νόρα εξοργίζεται και απορρίπτει την πρόταση, καθώς δεν θέλει να τον βάλει στη ζωή της. Όταν όμως, μία διάσημη Αμερικανίδα σταρ, βλέπει κάποιο παλαιότερο φιλμ του Γκούσταβ, θα ενθουσιαστεί και θα θελήσει πάση θυσία να παίξει στην ταινία που σχεδιάζει. Έτσι, Νόρα και Άγκνες μέσα από το σινεμά του πατέρα τους, θα γίνουν θεατές της ζωής τους και θα δουν μία ξένη να κερδίζει την πατρική καθοδήγηση και στοργή, που αυτές δεν είχαν ποτέ.

Έχοντας σαφείς επιρροές από Μπέργκμαν, μέχρι Ίψεν και Φρόιντ, ο Τρίερ συνθέτει ένα πολυεπίπεδο οικογενειακό δράμα, στο οποίο άλλοτε του δίνει επικές διαστάσεις και άλλοτε κινείται με τη χαριτωμένη ελαφράδα ενός Γούντι Άλεν, καθώς οι κωμικές σκηνές είναι διάσπαρτες και πραγματικά απολαυστικές.

Ο Δανικής καταγωγής Νορβηγός σκηνοθέτης, σχεδιάζει με φαντασία και με ακρίβεια τη δομή της ταινίας του, ενώ ταυτόχρονα την καλλωπίζει με ευαισθησία, συγκίνηση και ορισμένες φορές φαρμακερό χιούμορ. Από την καυστική του ματιά δεν θα ξεφύγει βεβαίως η μεγαλομανία των καλλιτεχνών, που μπροστά στην καριέρα τους θυσιάζουν ακόμη και τις σχέσεις τους με τους αγαπημένους τους. Απ’ την άλλη, αναδεικνύει με ευγνωμοσύνη τη δύναμη της τέχνης και ειδικά του σινεμά που έχει τη μαγική ικανότητα με τα «ψέματά» του να συμφιλιώνει τους ανθρώπους με τις αλήθειες.

Ωστόσο, ο Τρίερ, επιτηδευμένα δεν θα αφήσει την ταινία του να κινηθεί προς ένα συνταρακτικό δράμα, που θα χαλάσει καρδιές και θα στραφεί αποκλειστικά προς ένα πιο απαιτητικό κοινό, προτιμώντας μια πιο ασφαλή και στρογγυλεμένη εκδοχή, που θα κερδίσει το ευρύ κοινό και πιθανώς κάποια Όσκαρ. Ένα ιδιαιτέρως ικανοποιητικό εγχείρημα που έχει τη συμπαράσταση τριών αξιοθαύμαστων ερμηνευτών, με πρώτο και καλύτερο τον Στέλαν Σκάρσκγκαρντ.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Δύο αδερφές, η Νόρα και η Άγκνες, ενώ θρηνούν την απώλεια της μητέρας τους, θα πρέπει παράλληλα να αποδεχτούν την επιστροφή του πατέρα τους, Γκούσταβ. Εκείνος έχει γράψει ένα σενάριο και προσφέρει τον βασικό ρόλο στη Νόρα, αλλά εκείνη αρνείται.

Η Μακριά Πορεία

(«The Long Walk») Ταινία τρόμου, αμερικάνικης παραγωγής του 2025, σε σκηνοθεσία Φράνσις Λόρενς, με τους Κούπερ Χόφμαν, Ντέιβιντ Τζόνσον, Γκάρετ Γουέρινγκ, Τατ Νιούοτ, Τσάρλι Πλάμερ, Μαρκ Χάμιλ κα.

Δεύτερη ταινία, μέσα σε δυο βδομάδες, που μεταφέρει ένα μυθιστόρημα του Στίβεν Κινγκ, αυτή τη φορά, όμως, επιστρέφουν και οι ανατριχίλες, ο τρόμος, αλλά και τα διεισδυτικά μηνύματα του διάσημου συγγραφέα, για την οδυνηρή εξερεύνηση των ανθρώπων και των κακών αυταρχικών κοινωνιών.

Δυστοπική ταινία τρόμου, ταιριαστή με το σύμπαν του Στίβεν Κινγκ, μεταφερμένη στην οθόνη από τον Φράνσις Λόρενς, ενός σκηνοθέτη που γυρίζει συνήθως εφηβικά παιχνίδια θανάτου, με στυλ και δραματικό, συναισθηματικό βάρος. Χαρακτηριστικά απαραίτητα για την ιστορία του Κινγκ, που έγραψε το 1979 με ψευδώνυμο. Ο Λόρενς αποδεικνύεται μία καλή επιλογή από τους παραγωγούς, καταφέρνοντας να δημιουργήσει μία ταινία γεμάτη ένταση, αγωνία, στιγμές ανατριχιαστικού τρόμου, αλλά και να κρατήσει ζωντανά τα πολυεπίπεδα μηνύματα του συγγραφέα. Ένα φιλμ που τελικά και θα συγκινήσει και θα βάλει σε σκέψεις τους θεατές ακόμη και μετά τους τίτλους τέλους.

Σε μια δυστοπική περιοχή των Ηνωμένων Πολιτειών, όπου ένας πόλεμος στο παρελθόν φαίνεται να έχει οδηγήσει τη χώρα σε οικονομική καταστροφή, το αυταρχικό καθεστώς έχει καθιερώσει τη «Μακρά Πορεία», έναν ετήσιο διαγωνισμό περπατήματος στον οποίο συμμετέχουν πενήντα νέοι από κάθε μία Πολιτεία. Ο θανατηφόρος διαγωνισμός έχει ως όρο οι νεαροί να περπατούν συνεχώς διατηρώντας ταχύτητα τριών μιλίων μέχρι να μείνει ο τελευταίος ζωντανός. Ο νικητής λαμβάνει απίστευτα χρηματικά ποσά και ότι επιθυμεί η καρδιά του. Σε αυτή τη Μακρά Πορεία ανάμεσα στους επιλαχόντες βρίσκεται ο 16χρονος Ρέι, που νομίζει ότι ξέρει όλους τους κανόνες….

Η μεταφορά του βιβλίου έχει αρκετούς λόγους που εμποδίζουν την κινηματογραφική του επιτυχία. Ζοφερό σκηνικό, μονότονο μοτίβο, εικόνες που επαναλαμβάνονται, με το συνεχές περπάτημα, που διακόπτεται μόνο από βίαια ξεσπάσματα, ακολουθώντας τους βάρβαρους κανόνες. Ωστόσο, ο Λόρενς, βοηθούμενος το καλογραμμένο σενάριο του Τζ. Τ. Μόλνερ, καταφέρνει με τις έξυπνες σκηνοθετικές του επιλογές να μεταφέρει με ζωντάνια τον συναισθηματικό φόρτο των χαρακτήρων, με τον πρωταγωνιστή Κούπερ Χόφμαν, να παραδίδει μία έντονη ερμηνεία αντιμαχόμενων συναισθημάτων, καθώς εμφανίζεται αποφασιστικός, περίπλοκος, λίγο εριστικός, προσιτός και αποφασισμένος.

Υπάρχουν και άλλοι εξαιρετικοί χαρακτήρες, που υπερασπίζονται με σθένος οι ηθοποιοί, αλλά η βάση της ταινίας είναι η πορεία προς έναν κόσμο που κατευθύνεται προς την καταστροφή και είχε δει προφητικά ο Κινγκ.

Το πιο τρομαχτικό στην ταινία, όμως, είναι η ρεαλιστική προσέγγιση του θέματος, με τους θανάτους να μην έχουν το κινηματογραφικό μεγαλείο, αλλά να είναι γρήγοροι, αποτροπιαστικοί, όπως οι πραγματικοί.

Μια ταινία, που προσφέρει αγωνία, τρόμο, συγκίνηση, αλλά και μια θλίψη, για το μέλλον του ανθρώπινου είδους και αποτελεί μία από τις καλύτερες μεταφορές ενός έργου του Κινγκ στον κινηματογράφο.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Βρισκόμαστε σε μια Αμερική, που βρίσκεται υπό την κυριαρχία ενός απολυταρχικού καθεστώτος. Κάθε χρόνο διεξάγεται ένας «διαγωνισμός», όπου μια ομάδα νέων ανθρώπων εξαναγκάζεται σε μακρά και εξαντλητική πορεία από αδίστακτους στρατιώτες, μια πορεία που θα λήξει μόνο εάν μείνει ένας και μόνο ένας ζωντανός.

Ο Πύργος του Ντάουντον: Το Μεγάλο Φινάλε

(“Downton Abbey: The Grand Finale”) Κομεντί εποχής, βρετανικής παραγωγής του 2025, σε σκηνοθεσία Σάιμον Κέρτις, με τους Χιου Μπόνεβιλ, Μισέλ Ντόκερι, Τζιμ Κάρτερ, Πολ Τζιαμάτι, Ελίζαμπεθ ΜακΓκόβερν, Πενέλοπε Γουίλτον κα.

Παραμένοντας πιστός στην πετυχημένη συνταγή της ελαφρά πικάντικης δραμεντί εποχής, εκατό τοις εκατό βρετανικής πνευματώδους σαπουνόπερας, ο Σάιμον Κέρτις, μαζί με τον σεναριογράφο Τζούλιαν Φέλοουζ, θέλει να κλείσει το κεφάλαιο του κινηματογραφικού φραντσάιζ, όσο πιο ελκυστικά γίνεται, ανανεώνοντας το ενδιαφέρον και δίνοντας μία γερή δόση από τα ιστορικά γεγονότα της εποχής. Και επιπλέον κάνοντας μικρές νύξεις αυτοκριτικής για τη συνολική θεματολογία των προηγούμενων δυο ταινιών και την αποστασιοποίησή τους από τις κοινωνικές διεργασίες των εποχών εκείνων και τα προβλήματα των απλών ανθρώπων, όπως αυτά αποτυπώνονται στο τρίτο μέρος – κυρίως στα υπόγεια του Πύργου.

Πάντως, η ταινία, δεν μοιάζει με το γκραν φινάλε ενός δημοφιλούς φραντσάιζ, δεν έχει τα στοιχεία μιας κορύφωσης, αλλά περισσότερο ενός έργου που θέλει να αποχαιρετήσει με αβρότητα το κοινό του. Όπως φαίνεται οι δημιουργοί του προτίμησαν να πάρουν μία απόφαση πρόωρου τέλους πριν αρχίσει να κουράζει.

Στο Λονδίνο του 1930 σε μια μεγάλη κοινωνική εκδήλωση η Λαίδη Μαίρη, μαζί με τους γονείς της, θα πρέπει να αντιμετωπίσει τη γνωστοποίηση ενός σκανδάλου που την αφορά. Το διαζύγιό της. Μάλιστα, πρέπει να φύγει από την εκδήλωση πριν εμφανιστούν οι βασιλείς, καθώς αποτελεί ζήτημα ταμπού για τους γαλαζοαίματους η συνύπαρξη με μία διαζευγμένη. Όμως δεν είναι μόνο αυτό το γεγονός που απασχολεί τα μέλη της οικογένειας Κρόουλι, καθώς οι εποχές αλλάζουν- η Γουόλ Στριτ καταρρέει, τα σύννεφα του πολέμου πληθαίνουν – τα οικονομικά τους δυσκολεύουν και πρέπει να παρθούν αποφάσεις.

Με το κάδρο της αποθανούσας στο τελευταίο φιλμ χήρας κόμισσας Βάιολετ, να κοσμεί το κέντρο του πύργου Ντάουντον, θυμίζοντας με το λαμπερό βλέμμα της τα καυστικά της σχόλια, είναι φανερό ότι αυτή η απώλεια πρέπει να καλυφθεί με άλλον τρόπο από τους Κέρτις και Φέλοουζ. Και η λύση του ξεδιπλώματος του πηγαίου βρετανικού χιούμορ μάλλον είναι η καλύτερη, μαζί με τις κοινωνικές αναφορές.

Η υπέρμετρη σοβαρότητα, με την οποία αντιμετωπίζει το διαζύγιο, πραγματικά έχει την πλάκα της, για την αριστοκρατία που παραπαίει και με δυσκολία μπορεί να καταλάβει ότι οι εποχές την έχουν ξεπεράσει. Από την άλλη, πλέον, στα υπόγεια του πύργου, έχουν αρχίσει οι μουρμούρες, να ακούγονται «ανατρεπτικές ιδέες», να ψιθυρίζεται η λέξη «σοσιαλισμός».

Πέρα όμως, από τις σεναριακές ιδέες που δίνουν πνοή στο φιλμ, υπάρχουν πάντα και τα εξαιρετικά σκηνικά, κοστούμια, η φροντισμένη παραγωγή, οι καλές ερμηνείες και ας λείπει η Μάγκι Σμιθ.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Με τη Μαίρη στο επίκεντρο ενός δημόσιου σκανδάλου και την οικογένεια σε οικονομική στενότητα, ολόκληρο το σπιτικό κινδυνεύει να στιγματιστεί κοινωνικά. Οι Κρόουλι καλούνται να προσαρμοστούν στις εξελίξεις…

Καυτό Γάλα

(“Hot Milk”) Δραματική ταινία, βρετανικής και ελληνικής παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Ρεμπέκα Λένκιεβιτς, με τους Έμα ΜακΚέι, Φιόνα Σο, Πάτσι Φεράν, Γιαν Γκαέλ, Βαγγέλη Μουρίκη, Βενσάν Περέζ, Βίκι Κριπς κα.

Η έμπειρη Αγγλίδα σεναριογράφος Ρεμπέκα Λένκιεβιτς, στην πρώτη της σκηνοθετική απόπειρα, θα καταπιαστεί με το μπεστ σέλερ της Ντέμπορα Λέβι, έχοντας μία φροντισμένη παραγωγή, στην οποία υπάρχει και ελληνική συμμετοχή, ένα τραβηχτικό καστ και ορισμένες ονειρικές σκηνές σε ελληνικές παραλίες.

Η συμμετοχή της στο φεστιβάλ Βερολίνου θα δώσει το διαβατήριο για τις αίθουσες σε όλο τον κόσμο, αλλά εν αντιθέσει με τον τίτλο της, η ταινία δεν καταφέρνει ποτέ να ανεβάσει θερμοκρασίες, παραμένοντας σταθερά χλιαρή.

Έχοντας στη διάθεσή της την εξαιρετική πολύπειρη Βρετανίδα ηθοποιό Φιόνα Σο, η οποία είναι η μοναδική απ’ το καστ και τον χαρακτήρα της που καταφέρνει να ανεβάσει τους τόνους και να δημιουργήσει ψυχολογικές εντάσεις, την αφήνει αναξιοποίητη σε μεγάλο βαθμό. Η Λένκιεβιτς την περιορίζει σε δεύτερο ρόλο, χάνοντας μία ευκαιρία να τονώσει το ενδιαφέρον της ταινίας και αφήνοντας τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην κάπως αδιάφορη ΜακΚέι, ενώ ο ρόλος της Βίκι Κρισπ, της πολυερωτικής περσόνας, αφήνεται στην τύχη της, σαν μία παρωδία αλλοπρόσαλης μούσας, που λικνίζεται και αμολά αμπελοσοφίες και την καταδικάζουν στην ανυποληψία.

Η 60χρονη Ρόουζ πάσχει από μία περίεργη ασθένεια που έχει παραλύσει τα κάτω άκρα της. Αφόρητοι πόνοι τη χτυπούν ξαφνικά σε όλο της το σώμα, το πρόσωπο της διαλύεται, η ματιά της τρομάζει. Καθηλωμένη στην αναπηρική της καρέκλα έχει μόνο μία βοήθεια, τη μοναχοκόρη της Σοφία. Μία 25χρονη κοπέλα που σχεδόν σε όλη τη ζωή της είναι η κηδεμόνας της μητέρας της. Ο πατέρας, τις εγκατέλειψε όταν η Σοφία ήταν τεσσάρων ετών, περίπου την ίδια εποχή που ξεκίνησαν και τα συμπτώματα της Ρόουζ. 

Τις δυο γυναίκες τις συναντάμε στην Αλμερία, το παραλιακό ισπανικό θέρετρο όπου βρίσκεται μια κλινική ενός εναλλακτικού θεραπευτή. Αν αποτύχει και αυτή η θεραπεία είναι αποφασισμένη να την ακρωτηριάσουν. Αυτή η πιθανότητα παραλύει και την Σοφία, η οποία κατά τις παραπλανήσεις της στις παραλίες θα γνωρίσει την Ίνγκριντ, μια γυναίκα που ζει χωρίς όρια και δεσμεύσεις και με την οποία θα αναζητήσει τη χαμένη ερωτική της ταυτότητα.

Παρόλο που η ταινία διαφημίστηκε κυρίως για την ερωτική σχέση των δυο γυναικών, ο καυτός τίτλος δεν παραπέμπει σε αυτή, αλλά στη δύσκολη συνύπαρξη μητέρας και κόρης. Το γάλα, σύμβολο που δένει μητέρα και παιδί, εδώ έχει να κάνει με την τοξική σχέση μητέρας – κόρης, που ορισμένες φορές με ευθύνη της μητέρας γίνεται εφιάλτης.

Η προσπάθεια της Λένκιεβιτς να ξεφύγει από κάτι συνηθισμένο, να πρωτοτυπήσει, τελικά αποδεικνύεται ολέθριο σφάλμα για την ταινία, καθώς το σενάριο δεν καταφέρνει να συνδέσει τα κομμάτια της τραυματικής σχέσης μητέρας – κόρης και του ξαφνικού πάθους για την Ίνγκριντ.

Η Λένκιεβιτς, δείχνει ανέτοιμη να χειριστεί το πολυσύνθετο μυθιστόρημα της Λέβι και φοβισμένη μην ξεφύγει ο βρασμός μιας ιστορίας που κοχλάζει, θα προτιμήσει να τη βγάλει από τη φωτιά πρόωρα. Και όπως είναι γνωστό, το χλιαρό μπορεί να καταπίνεται εύκολα, αλλά σχεδόν ποτέ δεν αρέσει.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Μια μητέρα ταξιδεύει με την κόρη της στην ισπανική παραθαλάσσια πόλη Αλμερία, για να συμβουλευτούν έναν θεραπευτή σχετικά με τη μυστηριώδη ασθένεια της μητέρας. Εκεί η κόρη συναντά έναν άνθρωπο που θα της αλλάξει τη ζωή.

Προβάλλονται ακόμη οι ταινίες;

Τερατομουντζούρες

(“Sketch”): Συμπαθητική οικογενειακή περιπέτεια φαντασίας, αμερικάνικης παραγωγής του 2024, που ξεφεύγει από τα συνηθισμένα και συνδυάζει ικανοποιητικά τη ζωντανή δράση με το ψηφιακό animation, αν και αποφεύγει να μπει σε ποιο σκοτεινούς δρόμους, απ’ αυτούς που αφήνει να εννοηθεί το σενάριο. Ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Σεθ Γουόρλεϊ, στην πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, κόβει την προοπτική μιας ταινίας που θα μπορούσε να εξελιχθεί και σε θρίλερ, καθώς το θέμα της αφορά την ύπαρξη του καλού και του κακού σε κάθε άνθρωπο. Ωστόσο, η ταινία διατηρεί το ενδιαφέρον, δίνοντας περισσότερο χώρο στην παιδική φαντασία. Όταν ένα ημερολόγιο, γεμάτο μουτζούρες, ενός μικρού κοριτσιού πέφτει σε μια παράξενη λίμνη, τα σχέδια ζωντανεύουν απρόβλεπτα, χαοτικά και επικίνδυνα αληθινά. Στην ταινία, που προβάλλεται και μεταγλωττισμένη στα ελληνικά, πρωταγωνιστούν οι Τόνι Χέιλ, Μπιάνκα Μπελ, Κου Λόρενς κα.

Δίχως Στέγη, Δίχως Νόμο

Sans toit ni loi (Vagabond): Η ταινία ορόσημο για τον ευρωπαϊκό κινηματογράφο, που παρουσίασε η θρυλική δημιουργός Ανιές Βαρντά το 1985, κερδίζοντας τον Χρυσό Λέοντα στη Βενετία και πολλά άλλα βραβεία. Ένας ύμνος στην ελευθερία και συνάμα ένας περίτεχνος σκηνοθετικός συνδυασμός του σινεμά βεριτέ με ένα εντυπωσιακό, οργανικά δημιουργικό μοντάζ, σε μια ιστορία που μοιάζει με παζλ, η αξία του οποίου δεν βρίσκεται στην επίλυση του αλλά στα κενά που αφήνει. Μια νεαρή κοπέλα βρίσκεται άψυχη σε ένα χαντάκι. Μία γυναίκα που ζούσε στους δρόμους χωρίς συμβάσεις. Κανείς δεν ξέρει ποια ήταν πραγματικά. Το παζλ της ζωής της θα συμπληρωθεί από τις μαρτυρίες προσώπων που συνάντησε στο δρόμο της, αλλά υπάρχουν κομμάτια που μένουν ανεξερεύνητα. Η ηρωίδα παραμένει ένα πρόσωπο αινιγματικό, απροσπέλαστο, αντανακλώντας τους φόβους και τις επιθυμίες όλων όσων τη συνάντησαν. Το μυστήριο μεγεθύνεται, καθώς η ηρωίδα παραμένει απρόσιτη, αντιστέκεται σε κάθε κατανόηση, όπως πολλές φορές η ζωή και η γοητεία της. Η Βαρντά μετά το ανυπέρβλητο κομψοτέχνημά της «Κλεό από τις 5 έως τις 7» σε μια ακόμη αριστουργηματική δημιουργία της, ένα φιλμ που αξίζει να ανακαλύψουν οι νεότερες γενιές και να θυμηθούν οι παλαιότεροι. Πρωταγωνιστεί η έξοχη και βραβευμένη Σαντρίν Μπονέρ.

Ευδοκία

Ελληνική ταινία του 1971, που γύρισε ο Αλέξης Δαμιανός και προκάλεσε αναστάτωση στην εποχή της, παρότι η χούντα κατάφερε να την απαξιώσει, αλλά με τα χρόνια κέρδισε την εκτίμηση του κοινού. Ένας λοχίας και μια πόρνη ερωτεύονται και έρχονται αντιμέτωποι με την πουριτανική και εχθρική κοινωνία, που τους συνθλίβει. Ξεχωριστή στιγμή του ελληνικού σινεμά, με πρωταγωνιστικό ζευγάρι τη Μαρία Βασιλείου και τον Γιώργο Κουτούζη και φυσικά την αξέχαστη μουσική του Μάνου Λοΐζου.

Η ταινία προβάλλεται σε αποκατεστημένες, ψηφιακά επεξεργασμένες κόπιες, έτοιμη να συστηθεί και στο νεότερο κοινό.

Τελευταίες ειδήσεις

Exit mobile version