Η επιστροφή του Καφενείου στο Κολωνάκι δεν είναι απλώς ένα άνοιγμα ακόμη στον πυκνό χάρτη της αθηναϊκής εστίασης. Ένας ιστορικός χώρος, άρρηκτα δεμένος με την κοινωνική και πολιτιστική ζωή της πόλης από το 1987, ξαναβρίσκει τη θέση του μέσα από μια πρόταση που σέβεται το παρελθόν, χωρίς να χάνει την επαφή του με το σήμερα.
Για σχεδόν τέσσερις δεκαετίες, το Καφενείο υπήρξε σημείο συνάντησης πολιτικών, δημοσιογράφων, καλλιτεχνών, ανθρώπων που διαμόρφωσαν –και σχολίασαν– την αστική καθημερινότητα της Αθήνας. Στα τραπέζια του, το φαγητό λειτουργούσε πάντα ως αφορμή για διάλογο, όχι ως αυτοσκοπός. Σήμερα, αυτό το αποτύπωμα δεν επιστρέφει ως νοσταλγική αναπαράσταση, αλλά ως μια σύγχρονη εκδοχή ελληνικής κουζίνας, με σαφή προσανατολισμό. Το νέο κεφάλαιο του χώρου υπογράφει η ομάδα του Brunello, με τον Γιάννη Μωράκη, τον Γιώργο Μελισσάρη και τον Thomas Grubac, προσδιορίζοντας το Καφενείο ως αστικό εστιατόριο, με διακριτή ταυτότητα.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Στο «βασίλειο» της κουζίνας το γενικό πρόσταγμα έχει η chef Κυριακή Φωτοπούλου με σημαντική θητεία στο Κτήμα Σιγάλα και στο Κτήμα Κυρ-Γιάννη, όπου ανέπτυξε περεταίρω τη σχέση της με την εποχικότητα, και τη γαστρονομική ακρίβεια. Το μενού «ξεδιπλώνεται» σαν μια σειρά από γνώριμες ελληνικές γεύσεις, δουλεμένες με μέτρο και συνέπεια. Από την πρώτη μπουκιά γίνεται σαφές ότι εδώ δεν αναζητείται ο εντυπωσιασμός, αλλά η ουσία της γεύσης και η φροντίδα στη λεπτομέρεια.

Η σπιτική κοτόσουπα λειτουργεί σαν γαστρονομική παύση στους γρήγορους ρυθμούς της πόλης: αυγοκομμένη στην εντέλεια, ζεστή και λεμονάτη, με την προσθήκη μπόλικου πιπεριού γίνεται βάλσαμο τόσο για την πείνα, όσο και για την καθημερινότητα. Τα παντζάρια στα κάρβουνα ξεκινούν διακριτικά το γεύμα, με γήινο βάθος και σωστό ψήσιμο, ενώ οι κολοκυθοκεφτέδες κρατούν την ισορροπία ανάμεσα στο αφράτο και το τραγανό, χωρίς λιπαρό αποτύπωμα.

Οι λαχανοντολμάδες, σωστά δεμένοι με τη σάλτσα τους και με ωραίο βράσιμο στο φύλλο, θα κέρδιζαν περισσότερη ένταση, αν η οξύτητα τους ήταν λίγο πιο τονισμένη, μια μικρή λεπτομέρεια που όμως θα απογείωνε το σύνολο. Αντίθετα, το σιγομαγειρεμένο μοσχαράκι με μανέστρα κινείται με άνεση σε οικεία γευστικά μονοπάτια και ξεχωρίζει για τη χυλωμένη του εμφάνιση και τη βαθιά νοστιμιά του.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Η κορυφαία στιγμή του τραπεζιού, όμως, είναι το τσιγαριαστό αρνάκι με σφακιανό χυλοπιτάκι. Εδώ η τεχνική συναντά τη μνήμη με σχεδόν συγκινητική ακρίβεια, καθώς το κρέας λιώνει και το χυλοπιτάκι τόσο – όσο βουτυράτο, για να μη βαραίνει. Ένα πιάτο που ξεχωρίζει για τον ατόφιο χαρακτήρα του. Όσο για την πίτα ημέρας, που την ημέρα που δοκιμάσαμε το μενού είχαν μπατζίνα: ήταν νόστιμη, αλλά ελαφρώς πιο λεπτή απ’ όσο απαιτείται για να αναδειχθεί πλήρως η υφή και το σώμα της.

Ολοκληρώσαμε το γεύμα μας με έναν υποδειγματικό μπακλαβά με φιστίκι και βούτυρο, τραγανό, πληθωρικό στα αρώματά του, αλλά ισορροπημένο στη γλύκα, χωρίς λιγωτικές υπερβολές και μάθαμε ότι είναι δημιουργία ενός Λιβανέζου τεχνίτη. Σε αυτό το σημείο πρέπει να πούμε πως η γευστική εμπειρία στο Καφενείο πλαισιώνεται από μια προσεγμένη λίστα κρασιών με ετικέτες από τον σύγχρονο και τον κλασικό αμπελώνα, παλαιωμένα κρασιά με βάθος, δυνατές επιλογές σε ποτήρι.
Αριθμεί περίπου 70 ετικέτες αποκλειστικά από τον ελληνικό αμπελώνα, με έμφαση στις γηγενείς ποικιλίες και στις σύγχρονες οινικές εκφράσεις τους, χωρίς να απουσιάζουν πιο κλασικές αναφορές και παλαιωμένες φιάλες. Οι 14 επιλογές σε ποτήρι καλύπτουν διαφορετικά στιλ και περιοχές, επιτρέποντας ουσιαστικούς συνδυασμούς με το μενού και δίνοντας στον επισκέπτη τη δυνατότητα να κινηθεί διερευνητικά μέσα στον κατάλογο. Πρόκειται για μια λίστα με σαφή προσανατολισμό και οινική ταυτότητα, που συνοδεύει τα πιάτα ουσιαστικά και όχι ανταγωνιστικά.

Η ατμόσφαιρα της σάλας λειτουργεί ως ισότιμο κομμάτι της εμπειρίας. Οι πίνακες, οι φωτογραφίες και οι αφιερώσεις παλιών αστέρων του κινηματογράφου, ξυπνούν τη νοσταλγία, όμως χωρίς μουσειακή διάθεση. Το σκηνικό παραπέμπει σε μπιστρό ευρωπαϊκής μητρόπολης. Κι αν το Παρίσι έχει τα περίφημα μπιστρό του, η Αθήνα μπορεί να καμαρώνει ότι το Καφενείο είναι κάτι αντίστοιχο, όχι ως πιστή αντιγραφή, αλλά ως δική της εκδοχή αστικής θαλπωρής.

Η νέα σελίδα του Καφενείου δεν γράφεται με μεγάλες δηλώσεις. Το συγκεκριμένο εστιατόριο έρχεται για να επαναφέρει μια στάση ζωής και να ορίσει ξανά το φαγητό ως καθημερινή απόλαυση, κάτι δηλαδή που έχει αρχίσει να χάνεται. Με αυτόν τον τρόπο, ξαναπιάνει το νήμα της ιστορίας του, χωρίς να επινοήσει κάτι νέο. Απλά υπενθυμίζοντας όσα αξίζουν να μείνουν.
Info
Λουκιανού 26, Αθήνα, τηλ. 2107239600
Κόστος ανά άτομο: €25 – €35 (χωρίς ποτό/κρασί)