Σάββατο, 27 Απρ.
17oC Αθήνα

Δρ Βασίλης Τσιμιχόδημος: Ο επικεφαλής της μελέτης για τη διαχείριση των ατόμων με διαβήτη τύπου 2, μιλάει στο newsit.gr

Δρ Βασίλης Τσιμιχόδημος: Ο επικεφαλής της μελέτης για τη διαχείριση των ατόμων με διαβήτη τύπου 2, μιλάει στο newsit.gr
Ο δρ. Τσιμιχόδημος αριστερά στη φωτογραφία

Ο δρ Βασίλης Τσιμιχόδημος είναι επίκουρος καθηγητής Παθολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και ένας εκ των βασικών ερευνητών σε μια 100% ελληνική μελέτη που δίνει άλλη διάσταση στην διαχείριση των ατόμων με διαβήτη τύπου 2. Όπως αναφέρει μιλώντας στο newsit.gr, οι αριθμοί δίνουν την καλύτερη εικόνα για αυτό που συμβαίνει όχι μόνο με τους Έλληνες ασθενείς αλλά και παγκοσμίως. Τρεις μήνες μετά την έναρξη της αντιδιαβητικής θεραπείας, οι περισσότεροι είναι αρρύθμιστοι!

Στη μελέτη RELOAD συμμετείχαν συνολικά 316 άτομα με διαβήτη τύπου 2 εκ των οποίων οι 160 ήταν άνδρες και οι 156 γυναίκες. Η μέση ηλικία των συμμετεχόντων ήταν τα 65,8 έτη και προέρχονταν από ολόκληρη την Ελλάδα. Όπως αποδείχτηκε στην αρχική εκτίμησή τους, το 80% έπασχε από συννοσηρότητες τύπου υπέρτασης και δυσλιπιδαιμίας ενώ το 3,5% είχε εγκατεστημένη καρδιαγγειακή νόσο ως απόρροια του αρρύθμιστου επί σειρά ετών διαβήτη.

Η παρακολούθηση συνεχίστηκε επί 2 χρόνια αλλά το πρωταρχικό σημείο ήταν το 9μηνο για να διαπιστωθεί αν και πόσοι είχαν επιτύχει την γλυκοζυλιωμένη κάτω από 6,5%.

Ερωτώμενος για τα αρχικά αυτά αποτελέσματα 9μηνου ο δρ Τσιμιχόδημος μας απαντά:

“Φάνηκε ότι μόλις το 35% πετυχαίνει το στόχο αυτό στους 9 μήνες. Και όχι μόνο αυτό, αλλά όπως διαπιστώσαμε αργότερα, αυτό το ίδιο ποσοστό εξακολουθεί να υφίσταται και στους 17 με 20 μήνες επανεξέτασης των ίδιων ασθενών.
Δηλαδή όσοι δεν ήταν ρυθμισμένοι στο 9μηνο, πρακτικά δεν ρυθμίστηκαν ποτέ στην διάρκεια της μελέτης. Και οι ασθενείς που παρέμειναν αρρύθμιστοι -με γλυκοζυλιωμένη πάνω από 7% για χρονικό διάστημα περί 2 ετών μέχρι να εντατικοποιηθεί η αντιδιαβητική τους αγωγή- είχαν εκτεθεί σε κίνδυνο εμφάνισης επιπλοκών.

Τι δείχνουν τα αποτελέσματα της μελέτης τελικά, ρωτήσαμε τον καθηγητή ο οποίος επισήμανε:

Τα αποτελέσματα αποτελούν αποτύπωση ενός φαινομένου που ονομάζεται “κλινική αδράνεια” και έχει να κάνει τόσο με το γιατρό που έχει πλημμελή εκπαίδευση ή και έλλειψη χρόνου, όσο και με τον ασθενή –που από φόβο υπογλυκαιμιών και υπερφαρμακίας- αλλά και το σύστημα υγείας που δεν τον βοηθάει, δεν θεραπεύεται.

Για παράδειγμα, τα νεότερα φάρμακα για το το διαβήτη είναι αρκετά ακριβά, γεγονός που πλήττει παραδοσιακά την συμμόρφωση. Επιπλέον οι ανασφάλιστοι ασθενείς δεν μπορούν να πάρουν δωρεάν ταινίες μέτρησης από το ιδιωτικό φαρμακείο, αλλά μόνο με ειδική διαδικασία από δημόσια νοσοκομεία, γεγονός που εμποδίζει επίσης την πρόσβαση σε σωστή θεραπεία.

Τι πρέπει να γίνει λοιπόν;

“Αν ο γιατρός επιμείνει, μας λέει ο δρ Τσιμιχόδημος, και είναι δίπλα στον ασθενή του υποστηρικτικός και αναλυτικός, τότε πετυχαίνει η θεραπεία. Επίσης όταν ο ασθενής εστιάζει στο πραγματικό πρόβλημα και ξεπεράσει φοβίες και δοξασίες για την αντιδιαβητική αγωγή, γίνεται πιο αποφασιστικός να εμπλακεί στην θεραπεία του και με άλλους τρόπους”.

Και ποιοι είναι αυτοί οι τρόποι;

“Η σωστή δίαιτα –που χρειάζεται όμως εκπαίδευση από ειδικό γιατρό ή διαιτολόγο- είναι το πρώτο. Αυτοί οι ασθενείς χρειάζονται καλή εκπαίδευση ώστε να γνωρίζουν το πόσο, ποια ώρα και σε ποιους συνδυασμούς τροφών θα κινηθούν. Το δεύτερο πιο σημαντικό είναι η σωματική άσκηση. Στο εξωτερικό υπάρχουν οργανωμένες δομές άσκησης ασθενών. Αν τους πεις απλά “περπάτα” δεν θα κερδίσεις κάτι -αν πχ ο ασθενής ζει σε μια πόλη που βρέχει συνέχεια, όπως είναι τα Ιωάννινα-. Θα έπρεπε να υπάρχει δυνατότητα ακόμα και μέσα στο νοσοκομείο να μπορεί να κάνει την απαραίτητη γυμναστική του.
Τέλος, ένα τρίτο είναι η απώλεια βάρους της τάξης του 5%-10% που έχει ευεργετικές επιδράσεις στα σχετιζόμενα με την παχυσαρκία νοσήματα, όπως είναι και ο διαβήτης. Άρα αυτός που είναι 80 κιλά, αρκεί να χάσει 4-8 κιλά για να ωφεληθεί στην υγεία του”.

Τελικά, όπως μας λέει ο δρ Τσιμιχόδημος, η μελέτη αποτυπώνει την κακή γλυκαιμική ρύθμιση των περισσότερων νεοδιαγνωσθέντων περιστατικών με διαβήτη τύπου 2. Και αυτό που πρέπει να γίνει, είναι οι γιατροί να βρίσκονται σε επικοινωνία με τους ασθενείς τους, να είναι πιο επιθετικοί στην γλυκαιμική ρύθμιση, να εντατικοποιούν την θεραπεία νωρίτερα και να μην αφήνουν τους ασθενείς του με μεγάλα διαστήματα εκτός στόχων.

Λίγα λόγια για τις 3 μελέτες

Σύμφωνα με ευρήματα από 3 ελληνικές μελέτες, ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 ενώ βρίσκονται σε θεραπεία, παραμένουν αρρύθμιστοι για περισσότερο από τρεις μήνες, αν και στο διάστημα αυτό οι κατευθυντήριες οδηγίες συστήνουν επανεκτίμηση της θεραπείας. Συγκεκριμένα, περίπου το 50% των ασθενών σε μετφορμίνη και περίπου το 60% των ασθενών που λάμβανουν σουλφονυλουρία είτε ως μονοθεραπεία είτε συνδυαστικά με μετφορμίνη δεν πετυχαίνουν τον γλυκαιμικό στόχο- γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη (HbA1c) <7%. Ταυτόχρονα, η συστηματική εκπαίδευση του διαβητικού ασθενούς μπορεί να συμβάλλει σημαντικά στην καλύτερη συμμόρφωση στη θεραπεία, παράγοντα εξαιρετικής σημασίας για χρόνιες ασθένειες όπως ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2.

Τα παραπάνω αποτελούν ευρήματα των μελετών RELOAD, RECAP και ΑDVICE τα οποία και παρουσιάστηκαν σε συνέντευξη Τύπου που διοργανώθηκε από τη φαρμακευτική εταιρεία MSD, με ομιλητές τους επικεφαλής ερευνητές, Νικόλαο Τεντολούρη, Καθηγητή Παθολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθήνας και Βασίλη Τσιμιχόδημο, Επίκουρο Καθηγητή Παθολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.

Υγεία Τελευταίες ειδήσεις