Μια ιδιαίτερη φράση που χρησιμοποίησε ο επικεφαλής της Fed Τζ. Πάουελ για να χαρακτηρίσει την απόφαση μείωσης των επιτοκίων από τη Fed κατά 0,25% αξίζει ιδιαίτερης προσοχής και μιας δεύτερης ανάγνωσης. Ο κ. Πάουελ ανακοινώνοντας την μείωση κατά μόλις 0,25% την χαρακτήρισε ως μία κίνηση «διαχείρισης κινδύνου». Με άλλα λόγια ως μέρος μιας στρατηγικής αλλά σαν κάτι που αφορά μια συγκυριακή κατάσταση κινδύνου.

Σε πρώτη ανάγνωση, ο όρος αυτός παραπέμπει στην ανάγκη ισορροπίας ανάμεσα στις δύο συγκυριακές πιέσεις. Από τη μια, την πραγματική τάση των πληθωριστικών τάσεων που δεν έχουν εξαλειφθεί και από την άλλη, την εμφάνιση των πρώτων σημάτων επιβράδυνσης της αμερικανικής αγοράς εργασίας.

Ωστόσο, πίσω από την τεχνοκρατική φρασεολογία, είναι αναγκαίο να διακρίνουμε με μια δεύτερη ανάγνωση, ένα άλλο βαθύτερο οικονομικό και πολιτικό «μήνυμα» γιατί η διαμόρφωση των επιτοκίων στις ΗΠΑ δεν είναι μόνο προϊόν οικονομετρικών υπολογισμών. Είναι το επίκεντρο μιας ιστορικής σύγκρουσης για το ποιος ελέγχει τελικά την καρδιά της παγκόσμιας οικονομίας μέσα από τα επιτόκια στο βραχυπρόθεσμο χρέος (έντοκα γραμμάτια) των ΗΠΑ. (Βλέπε προηγούμενο σημείωμα στα Οικονοκλαστικά : Είμαστε στην εβδομάδα που θα καθορίσει το νέο «κόστος του χρήματος»; 16/9/2025).

Η αντιπαράθεση ανάμεσα στον Ντόναλντ Τραμπ και τον Τζ. Πάουελ για τον έλεγχο της νομισματικής πολιτικής αποτελεί την πλέον σαφή και ακραία προς το παρόν έκφραση αυτής διελκυστίνδας. Ο Τραμπ έχει επανειλημμένα κατηγορήσει τη Fed ότι κρατά τα επιτόκια υπερβολικά υψηλά, «περιορίζοντας την ανάπτυξη και καθιστώντας ακριβότερο τον δανεισμό του κράτους και των επιχειρήσεων…». Αντίθετα, ο Πάουελ υπερασπίζεται την ανάγκη «ανεξαρτησίας» της κεντρικής τράπεζας και την τακτική σταδιακής προσαρμογής των επιτοκίων, ώστε «να διατηρείται η σταθερότητα και η αξιοπιστία του δολαρίου…».

Το γεγονός ότι η κυβέρνηση Τραμπ έχει επιχειρήσει να «πειθαρχήσει» τη Fed μέσω αποπομπών/απολύσεων μελών του ΔΣ της Fed και πολιτικών παρεμβάσεων δείχνει ότι το παιχνίδι δεν είναι απλώς τεχνικό, αλλά βαθιά πολιτικό.

Άρθρο παρέμβασης Μπέσσεντ

Σε αυτό το «περιβάλλον» έρχεται να φωτίσει κάποιες πλευρές της προχθεσινής απόφασης το άρθρο του υπουργού Οικονομικών Σκοτ Μπέσεντ.

Με την παρέμβασή του επιδιώκει σαφώς να ανατρέψει το επιχείρημα ότι «μια Fed υπό πολιτικό έλεγχο αποτελεί κίνδυνο». Αντίθετα, υποστηρίζει πως ο πραγματικός κίνδυνος ήταν η Fed των τελευταίων δύο δεκαετιών. Γιατί; Γιατί η Fed (όπως και οι άλλες Κεντρικές Τράπεζες) με την κρίση του 2008, «διοχέτευσε τεράστια ρευστότητα στις αγορές, τροφοδότησε την εκτόξευση των τιμών περιουσιακών στοιχείων και αύξησε τις ανισότητες και τις ανισορροπίες…». Η Κεντρική Τράπεζα, λέει ο Μπέσεντ, «ευνόησε τις εύπορες τάξεις και τις μεγάλες επιχειρήσεις» σε βάρος «της πραγματικής οικονομίας και των χαμηλότερων εισοδημάτων». Ο Μπέσσεντ με άλλα λόγια αντιστρέφει την πολιτική κριτική προς τη Fed και της δίνει μάλιστα «κοινωνικό έρεισμα» ! Λέει με απλά λόγια ότι η Fed, σαν «ανεξάρτητη» δεν ήταν «ουδέτερος θεσμός», αλλά με την πολιτική της αύξησε κατακόρυφα την ανισότητα στην κατανομή πλούτου…

Το σκεπτικό του Μπέσεντ είναι ενδιαφέρον. Αν, λέει, ο ρόλος της Fed υπήρξε ήδη πολιτικός, αφού καθόρισε με την πολιτική της «ποιοι τομείς και ποιοι κοινωνικοί παράγοντες επωφελήθηκαν», τότε η ανάληψη ελέγχου από μια εκλεγμένη κυβέρνηση δεν είναι απαραίτητα καθόλου κακό… και μη θεμιτό. Και δεν σταματάει εκεί. Εξηγεί και το γιατί η πολιτική της κυβέρνησης «θα διορθώσει τα λάθη» της Fed. Η «νέα στρατηγική» μείωσης επιτοκίων σε συνδυασμό με συρρίκνωση του ισολογισμού της Fed, θα οδηγήσουν σε αποπληθωρισμό των υπερτιμημένων αξιών και «θα ευνοήσουν την ανακατανομή πόροι προς τα χαμηλότερα στρώματα».

Βέβαια τα επιχειρήματα του Μπέσσεντ για την πολιτική Τραμπ θα μπορούσαν ακούγονται πειστικά αν δεν υπήρχε η φορολογική πολιτική της Κυβέρνησης Τραμπ μέσω της οποίας τόσο στην πρώτη θητεία όσο πολύ περισσότερο τώρα, υλοποιείται μια από τις μεγαλύτερες μεταφορές πόρων προς τα υψηλότερα εισοδήματα στην αμερικανική ιστορία.

Ασφαλώς η επίκληση «κοινωνικής δικαιοσύνης» από τον Μπέσεντ εμφανίζεται με πολύ περιορισμένη αξιοπιστία, καθώς η πραγματική πολιτική πράξη δείχνει ότι οι ίδιοι φορείς που επικρίνουν τη Fed για ενίσχυση των ανισοτήτων, ενίσχυσαν και συνεχίζουν να ενισχύουν σε πρωτοφανή επίπεδα τους πλουσιότερους μέσω της φορολογίας.

Η σύγκρουση δεν αφορά μόνο τις ΗΠΑ

Το διακύβευμα, ωστόσο, υπερβαίνει τα όσα συμβαίνουν στο εσωτερικό των ΗΠΑ. Τα αμερικανικά επιτόκια αποτελούν τον βασικό πυλώνα πάνω στον οποίο στηρίζεται η διεθνής χρηματοπιστωτική ισορροπία. Κάθε μεταβολή τους καθορίζει τις κεφαλαιακές ροές, από και προς τις ΗΠΑ, το κόστος δανεισμού για τις αναδυόμενες οικονομίες, τις ισοτιμίες και την «ελκυστικότητα» του δολαρίου. Αν η Fed ακολουθήσει μια πιο «πολιτικοποιημένη» πορεία, με μεγάλες μειώσεις επιτοκίων ή επιλεκτική παρέμβαση στις αγορές, ολόκληρο το χρηματοπιστωτικό τίθεται σε δοκιμασία αντοχής στις όποιες μεταβολές προκύψουν.

Για την Ευρώπη και το Ευρώ αυτό θα είναι εξαιρετικά κρίσιμο ιδιαίτερα καθώς οι ανισορροπίες αυτές αρχίζουν να αποσταθεροποιούν θεμελιακές για το ευρώ και το ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό σύστημα «θεμέλια» όπως η γαλλική οικονομία και το γαλλικό τραπεζικό σύστημα. Η Ευρώπη, ήδη εγκλωβισμένη σε χαμηλή ανάπτυξη, δέχεται ήδη πιέσεις στο ευρώ. Υπάρχουν μάλιστα κάποιοι αναλυτές που θεωρούν πως οι αναφορές του Πάουελ για πράξη διαχείρισης κινδύνου συνδέονται με τις δυναμικές της κρίσης στην Ευρώπη και την ειδικά την Γαλλία. Πέραν αυτών όμως και οι αναδυόμενες αγορές θα αντιμετωπίσουν μαζικές εκροές κεφαλαίων· και οι παγκόσμιες ανισότητες μπορούν να εμπλακούν σε μία ανεξέλεγκτη και απρόβλεπτη δυναμική καθώς η σχέση δολαρίου γιέν είναι υποχρεωμένη να περάσει και πάλι μέσα από ναρκοπέδιο.

Η «διαχείριση κινδύνου», επομένως, δεν αφορά μόνο την ισορροπία πληθωρισμού–ανεργίας στις ΗΠΑ. Αφορά και τη διαχείριση ενός πολύ ευρύτερου κινδύνου: της αμφισβήτησης της ανεξαρτησίας των κεντρικών τραπεζών πάνω στην οποία στηρίζεται η νομισματική σταθερότητα μετά την κατάρρευση του Μπρέτον Γουντς το 1971. Από τη δεκαετία του 1980, η «ανεξαρτησία» της Fed ήταν ο ακρογωνιαίος λίθος για την αξιοπιστία της αμερικανικής οικονομικής και νομισματικής πολιτικής κατά συνέπεια και του δολαρίου.

Έτσι σήμερα, η αντιπαράθεση Τραμπ–Πάουελ θέτει το ερώτημα αν αυτή η «παράδοση» μπορεί να επιβιώσει μέσα από αυτή την κρίση…

Η πλειονότητα των αναλυτών στις ΗΠΑ φαίνεται να εκτιμά ως πιθανότερη εκδοχή σ’ αυτή την κρίση την κατάληξη σε έναν ιδιότυπο συμβιβασμό. Δηλαδή μια Fed που θα διατηρεί μεν την τυπική ανεξαρτησία της, αλλά θα λειτουργεί υπό ασφυκτική πολιτική πίεση της κυβέρνησης, αναζητώντας «ισορροπίες ανάμεσα στις αγορές, την οικονομία και… την κυβέρνηση».

Σε κάθε περίπτωση, δηλαδή η πρόσφατη μικρή μείωση των επιτοκίων δεν είναι απλώς μια τεχνική κίνηση. Θα μπορούσε να «διαβαστεί» ως ένα σύμπτωμα μιας πολύ βαθύτερης ιστορικής σύγκρουσης για το ποιος ορίζει το μέλλον της παγκόσμιας οικονομίας, οι αγορές ή οι κυβερνήσεις. Και αυτή η απάντηση σ’ αυτό θα κρίνει όχι μόνο την πορεία του δολαρίου, αλλά και το είδος των αντιφάσεων μέσα από τις οποίες θα επηρεασθεί η «σταθερότητα» ή μη, του διεθνούς νομισματικού και χρηματοπιστωτικού συστήματος τα επόμενα χρόνια.

Σχόλια
Σχολίασε εδώ
50 /50
2000 /2000
Όροι Χρήσης. Το site προστατεύεται από reCAPTCHA, ισχύουν Πολιτική Απορρήτου & Όροι Χρήσης της Google.
Οικονοκλαστικά
Ακολουθήστε το Νewsit.gr στο Google News και ενημερωθείτε πρώτοι για όλη την ειδησεογραφία και τα τελευταία νέα της ημέρας