Κάτι αχνο-φαίνεται στον οικονομικό ορίζοντα της χώρας που χρειάζεται μεγαλύτερη προσοχή, από όσο μέχρι σήμερα του αποδίδεται.

Ασφαλώς η ανατροπή των παγκοσμιοποιημένων εμπορικών συναλλαγών από τις επικείμενες αλλαγές στους δασμούς από τις ΗΠΑ είναι ένας σοβαρός λόγος γι’ αυτό, αλλά για την Ελλάδα, κάτι άλλο είναι ακόμα πιο σημαντικό: το χρέος.

Οι δασμοί θα επηρεάσουν τις εμπορικές συναλλαγές, θα «ρίξουν» τους ρυθμούς ανάπτυξης, θα δημιουργήσουν πίεση στην «λογική» με την οποία έχει διαμορφωθεί η μακροπρόθεσμη αναδιάρθρωση του χρέους. Αλλά σε κάθε περίπτωση δεν θα «αλλάξουν» αυτό το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που έχει συμβάλει καθοριστικά στο να φύγει η Ελλάδα από το στόχαστρο των αγορών.

Δηλαδή την σταθερή προεξόφληση χρέους, που έχει επιτρέψει αφ’ ενός να κλείσει πρόωρα το δάνειο του ΔΝΤ και αφ’ εταίρου να αρχίσει η πρόωρη πληρωμή του πρώτου ευρωπαϊκού διακρατικού δανείου (GLF) των 52 δισ. ευρώ. Με την «τακτική» αυτή η Ελλάδα φαίνεται να ακολουθεί το παράδειγμα της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας, που κι αυτές στην κρίση του χρέους συμμετείχαν στο κοπάδι των «μαύρων προβάτων», αλλά πολύ σύντομα άρχισαν να προπληρώνουν και να προεξοφλούν τα δάνεια της «διάσωσης» και σύντομα «βγήκαν» από το «μαύρο κοπάδι».

Ένα λοιπόν, η πρόωρη εξόφληση των δανείων και δύο, η απαλλαγή των τραπεζών από τον βραχνά των «κόκκινων δανείων», άλλαξαν το τοπίο και η πιστοληπτική αξιολόγηση της χώρας επέστρεψε πάνω από το επίπεδο του investment grade.

Τι απειλεί την προεξόφληση του χρέους

Τώρα όμως φαίνεται – όπως έχει προειδοποιήσει στο πρόσφατο παρελθόν η στήλη μας – ένας νέος «εξωτερικός» παράγοντας, έρχεται να προστεθεί στις συνέπειες των δασμολογικών ανακατατάξεων, απειλώντας με άμεση ανατροπή αυτή την διαδρομή της πρόωρης προεξόφλησης των δανείων.

Πρόκειται βέβαια για την περιβόητη αύξηση των αμυντικών δαπανών στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ στο 5% του ΑΕΠ ετησίως και εσαεί…

Μέχρι σήμερα οι «αμυντικές» δαπάνες στην Ελλάδα ήταν κάτι μεταξύ 2,5% και 3% με δυσδιάκριτα τα όρια του τι είναι «αμυντικό» και τι βαφτίζεται αμυντικό. Μια πραγματική στόχευση του 5% του ΑΕΠ στο πλαίσιο που συζητήθηκε και αποφασίσθηκε στην Σύνοδο Κορυφής, σημαίνει σε «πραγματικούς όρους» κάτι μεταξύ 5 και 6 δισ. ευρώ ετησίως επιπλέον δαπάνες.

Και κάπου εδώ αρχίζει η απλή αριθμητική για να μη μπερδευόμαστε. Τα χρήματα αυτά μπορούν να «βρεθούν» με δύο τρόπους, είτε θα πρέπει να γίνει άμεση περικοπή σε μισθούς – συντάξεις – υγεία – παιδεία – πρόνοια, είτε θα πρέπει να τα δανεισθεί το δημόσιο από τις αγορές.

Αν σκεφτεί κανείς ότι συνολικά τα «καθαρά» που το ελληνικό δημόσιο δανείζεται ετησίως είναι μόλις 6 δισ. ευρώ (8 δισ. ευρώ συνολικά στο πρόγραμμα), τότε για να μη μειωθούν ακόμα περισσότερο οι μισθοί και οι συντάξεις ή οι άλλες δαπάνες, θα πρέπει να διπλασιάσει τον ετήσιο δανεισμό.

Μπορεί να γίνει αυτό; Βεβαίως μπορεί να γίνει και εύκολα μάλιστα, αλλά θα κοστίζει αρκετά ακριβότερα σε τόκους γιατί οι αγορές «μετράνε» την ανάγκη σου με μια ανάλογη αύξηση του τόκου που σε δανείζουν. Συνέπεια πρώτη θα είναι η πολύ πιθανή πλέον αύξηση των επιτοκίων δανεισμού του ελληνικού δημοσίου σε ένα συνολικό περιβάλλον που θα γίνεται λόγω του δασμολογικού «πολέμου», ακόμα χειρότερο.

Ο κίνδυνος

Αν ρίξουμε όμως μια πιο προσεκτική ματιά θα δούμε ότι υπάρχει και μια άλλη «δυνατότητα» που θα μπορούσε να επιτρέψει μια πιο μικρή αύξηση του δανεισμού για να καλυφθούν οι αμυντικές δαπάνες.

Ποια είναι αυτή; Η απάντηση είναι απλή.

Αντί να ξεπληρώνουμε πρόωρα το χρέος και να μειώνουμε έτσι το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους βελτιώνοντας ταυτόχρονα την πιστοληπτική αξιολόγηση της χώρας, θα μπορούσε το δημόσιο να δίνει τα σχετικά ποσά, που είναι σχεδόν ανάλογα, περί το 2% με 3% του ΑΕΠ, στην αγορά όπλων και όχι στην αποπληρωμή του χρέους.

Με απλά λόγια «λεφτά για το ΝΑΤΟ και όχι για τους δανειστές μας».

Βέβαια τέτοιες αλλαγές θα κοστίσουν. Και θα κοστίσουν όχι μόνο στο δημόσιο (διακοπή βελτίωσης της πιστοληπτικής ικανότητας, μείωση των spreads, κ.λ.π.) αλλά και στον ιδιωτικό τομέα, καθώς η αλλαγή του καθεστώτος δανεισμού του δημοσίου επηρεάζει άμεσα και πολλαπλάσια το επίπεδο κόστους δανεισμού του ιδιωτικού τομέα.

Η αλήθεια είναι ότι τα μαθηματικά είναι σαφή, αλλά η πολιτική όχι. Έτσι αν θέλουμε να ήμαστε πιο ακριβείς στις προβλέψεις μας, θα πρέπει να πούμε ότι – εφ’ όσον προχωρήσει η απόφαση για αύξηση των δαπανών στο 5% του ΑΕΠ για την «άμυνα» – ο τρόπος με τον οποίο θα βρεθεί το ποσό αυτό δεν θα προκύψει καθαρά ούτε από την περικοπή των άλλων δαπανών, ούτε από την καθαρή αύξηση δανεισμού, ούτε από την ανακοπή της προεξόφλησης του χρέους.

Θα προκύψει από ένα «μείγμα» και των τριών με μία αναλογία η οποία θα εξαρτάται κάθε φορά από το πολιτικό σκηνικό που επικρατεί στην χώρα αλλά και στην ΕΕ.  

Σε κάθε περίπτωση όμως όποια και αν είναι η «αναλογία» με την οποία θα επιβαρυνθεί το σκέλος των άλλων δαπανών (μισθοί/συντάξεις, υγεία/παιδεία/πρόνοια), η αύξηση του δανεισμού ή ο περιορισμός προεξόφλησης του χρέους, οι συνέπειες θα είναι αρνητικές.

Και δεν θα ήταν τόσο καθοριστικό αυτό όσο αφορά τις εξελίξεις, αν το περιβάλλον στο οποίο αυτό θα συμβεί, δεν ήταν ήδη αρνητικό λόγω της διεθνούς επιδείνωσης της οικονομίας και ειδικά της Ευρώπης. Να υπενθυμίσουμε εδώ ότι αυτή η επιβάρυνση λόγω ΝΑΤΟ συμπίπτει χρονικά με δύο άλλες καθοριστικές αλλαγές στα οικονομικά της ΕΕ από τις οποίες εξαρτάται καθοριστικά ο Προϋπολογισμός της Ελλάδας: στα τέλη του 2026 κλείνει το Ταμείο Ανάκαμψης και το 2027 κλείνει η τρέχουσα περίοδος ΕΣΠΑ.  

Εδώ ίσως θα ταίριαζε η γνωστή παροιμία «ήταν το κλίμα στραβό, το έφαγε και ο γάιδαρος…».

Όλα αυτά βέβαια ίσως θα αρχίσουμε να τα βλέπουμε με αριθμούς στο σχέδιο Προϋπολογισμού που θα κατατεθεί το φθινόπωρο.

Ναι, αυτό που θα «καθορίσει» και τα όρια μέσα στα οποία θα κινηθούν οι περιβόητες εξαγγελίες της ΔΕΘ τον Σεπτέμβριο.

* Τα Οικονοκλαστικά λόγω αδειών καλοκαιριού, θα ανανεώνονται κάθε Δευτέρα Τετάρτη και Παρασκευή

Σχόλια
Σχολίασε εδώ
50 /50
2000 /2000
Όροι Χρήσης. Το site προστατεύεται από reCAPTCHA, ισχύουν Πολιτική Απορρήτου & Όροι Χρήσης της Google.
Οικονοκλαστικά
Ακολουθήστε το Νewsit.gr στο Google News και ενημερωθείτε πρώτοι για όλη την ειδησεογραφία και τα τελευταία νέα της ημέρας