Την αποχώρησή της στο τέλος του χρόνια έκανε γνωστή η διευθύντρια ειδήσεων της αμερικανικής δημόσιας ραδιοφωνίας NPR με φόντο την αυξανόμενη πίεση της κυβέρνησης του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ στα δημόσια οπτικοακουστικά μέσα ενημέρωσης, τα οποία στερήθηκαν πρόσφατα χρηματοδοτήσεις εκατομμυρίων δολαρίων.
Σε επιστολή της προς τους εργαζόμενους, που συμβουλεύτηκε το Γαλλικό Πρακτορείο, η εκτελεστική πρόεδρος του NPR (National Public Radio), η Κάθριν Μάχερ, τους ενημέρωσε χθες Τρίτη (22.07.2025) ότι η διευθύντρια ειδήσεων Έντιθ Τσέιπιν εξέφρασε, «δύο εβδομάδες» έπειτα από ψηφοφορία στο Κογκρέσο για την περικοπή της χρηματοδότησης του δικτύου και τις πιέσεις του Ντόναλντ Τραμπ, τη βούλησή της να παραιτηθεί.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Με παρότρυνση του ρεπουμπλικάνου προέδρου, το Κογκρέσο ενέκρινε την περασμένη εβδομάδα την ακύρωση χρηματοδοτήσεων ύψους 1,1 δισεκ. δολαρίων που προβλέπονταν τα δυο επόμενα χρόνια για την Corporation for Public Broadcasting (CPB).
Ο θεσμός, που εγκαθιδρύθηκε το 1967 από τον τότε πρόεδρο Λίντον Τζόνσον, χρηματοδοτεί κατά το μεγαλύτερο μέρος τους τους προϋπολογισμούς της αμερικανικής δημόσιας ραδιοφωνίας και τηλεόρασης, του NPR και του PBS. Και επίσης, κάτι ίσως ακόμη σημαντικότερο, των περίπου 1.500 τοπικών ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών που μεταδίδουν μέρος του περιεχομένου τους, από τη Νέα Υόρκη ως την Αλάσκα.
Στην επιστολή της η κ. Μάχερ εξαίρει το «σθένος του χαρακτήρα» της κ. Τσέιπιν. Παραθέτει αποσπάσματα μηνύματος της τελευταίας, στα οποία ανέφερε πως έχει σκοπό να «κάνει παύση» και εξέφρασε «πίστη στη δύναμη και στην ακεραιότητα της σύνταξης του NPR για τη συνέχεια».
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Ως εκ των αρμοδιοτήτων της, η Έντιθ Τσέιπιν χρειάστηκε να διαχειριστεί τους τελευταίους μήνες την εσωτερική κρίση στον οργανισμό, μετά τη δημοσίευση άρθρου που κατηγορούσε το δίκτυο για προοδευτική «προκατάληψη» και πως έχει απολέσει κάθε «εμπιστοσύνη» των συντηρητικών Αμερικανών.
Η αποχώρησή της καταγράφεται καθώς η κυβέρνηση Τραμπ εννοεί να περικόψει τις δαπάνες και σε άλλα δημόσια μέσα ενημέρωσης –αν όχι να τα κλείσει–, ιδίως αυτά που απευθύνονται σε κοινά στο εξωτερικό (Voice of America, Radio Free Asia, Radio Free Europe/Radio Liberty).
Μετά την επιστροφή του στον Λευκό Οίκο τον Ιανουάριο, ο Ντόναλντ Τραμπ επιβάλλεται ως «ένας από τους ισχυρότερους υπερασπιστές» κινημάτων σε διεθνές επίπεδο που εχθρεύονται τα μέσα ενημέρωσης, επισήμαινε την περασμένη εβδομάδα η μη κυβερνητική οργάνωση Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα (Reporters sans frontières, RSF).