Παρασκευή, 29 Μαρ.
24oC Αθήνα

Κορονοϊός: «Το εμβόλιο μόνη προστασία από την ινδική μετάλλαξη» – Τι λέει Γερμανός λοιμωξιολόγος

Κορονοϊός: «Το εμβόλιο μόνη προστασία από την ινδική μετάλλαξη» – Τι λέει Γερμανός λοιμωξιολόγος
Φωτογραφία αρχείου Reuters

Να εμβολιαστούμε όσο το δυνατόν γρηγορότερα για να προστατευθούμε από την ινδική παραλλαγή του κορονοϊού τονίζει ο κορυφαίος λοιμωξιολόγος της Γερμανίας Κρίστιαν Ντρόστεν

«H Γερμανία βρίσκεται στο σωστό δρόμο με τους εμβολιασμούς. Μετά τις αρχικές δυσκολίες, βρίσκεται τώρα μπροστά συγκρινόμενη με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Οι εμβολιασμοί προχωράνε πολύ γρήγορα σε μας και αυτό θα οδηγήσει σε μείωση της σοβαρότητας της νόσου, έτσι ώστε κάποια στιγμή το καλοκαίρι να πρέπει να γίνει μια διαφορετική εκτίμηση της όλης κατάστασης. Αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε σε μεταβατική φάση. Όσον αφορά στην ινδική παραλλαγή του κορονοϊού (Β.1.617), απλώς πρέπει να εμβολιαστούμε όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Αυτό είναι το καλύτερο πράγμα που μπορούμε να κάνουμε, είπε ο διευθυντής του Ινστιτούτου Λοιμωξιολογίας της Πανεπιστημιακής Κλινικής Charité του Βερολίνου Κρίστιαν Ντρόστεν στο podcast «Coronavirus Update» του δικτύου NDR.

Ο κορυφαίος λοιμωξιολόγος της Γερμανίας θεωρεί ότι «είναι δύσκολο να εκτιμηθεί η επίδραση των πρόσφατων μέτρων χαλάρωσης. Πρέπει να περιμένουμε και να δούμε πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα. Μέχρι στιγμής, ωστόσο, δεν έχω την εντύπωση ότι καταστρέφονται τα πάντα μετά τα πρώτα βήματα ανοίγματος στην Γερμανία. Δεν ανησυχώ γι ‘αυτό αυτήν τη στιγμή. Σε γενικές γραμμές, η υπαίθρια εστίαση, για παράδειγμα, σίγουρα δεν είναι τόσο μεγάλο πρόβλημα – ειδικά επειδή τα αρνητικά αποτελέσματα των διαγνωστικών τεστ είναι απαραίτητη προϋπόθεση στην περίπτωση αυτή».

Ο Ντρόστεν αντέκρουσε τις απόψεις σύμφωνα με τις οποίες ο αριθμός των κρουσμάτων σε πολλές χώρες μειώθηκε από μόνος του και μόνο λόγω των υψηλών πλέον θερμοκρασιών. «Δεν πρέπει να πιστέψουμε ότι οι θερμοκρασίες φρόντισαν τα πάντα. Εάν υποτεθεί ότι τα μέτρα ήταν μάταια, θα ήταν άδικο», όπως είπε.

«Σχετικά με την εξάπλωση της ινδικής παραλλαγής (B.1.617) στη Μεγάλη Βρετανία εξακολουθούν να υπάρχουν πολλές αβεβαιότητες. Υπάρχει ο φόβος ότι η πιθανότητα μετάδοσης θα αυξηθεί έως και 50%. Ωστόσο, υπάρχουν διάφοροι παράγοντες που ενδέχεται να την μειώσουν. Η κατάσταση στη χώρα μας είναι διαφορετική από αυτήν που ήταν στο τέλος του 2020, όταν εμφανίστηκε το μεταλλαγμένο στέλεχος B.1.1.7. Τότε, το χειμερινό κύμα του κορονοϊού είχε αυξηθεί, ενώ τώρα το τρίτο κύμα έχει επιβραδυνθεί κατά πολύ και πολλοί πολίτες προστατεύονται από τα εμβόλια. Επίσης η παραλλαγή Β.1.617 καταγράφηκε μαζικά στην Ινδία – και δυστυχώς είναι γνωστό ότι η πρόοδος του εμβολιασμού εκεί είναι κοινωνικά ανισομερής», υπογράμμισε.

Σύμφωνα με μια πρόσφατη μελέτη τα εμβόλια των εταιρειών Pfizer / Biontech και Astrazeneca προστατεύουν πραγματικά καλά από την ινδική μετάλλαξη μετά από διπλό εμβολιασμό. Ο Ντρόστεν είπε σχετικά ότι «είναι προφανές πως ο πρώτος εμβολιασμός δεν βοηθά τόσο πολύ, οπότε πρέπει να ολοκληρώνεται γρήγορα».

Η δημοσιευθείσα χθες στο ειδικό περιοδικό “Science” μελέτη του αποδεικνύει τις αρχικές του εκτιμήσεις για τη μολυσματικότητα και των παιδιών. Η μελέτη τεκμηριώνει επίσης την υπόθεση ότι ένα σχετικά μικρό ποσοστό αυτών που έχουν μολυνθεί ευθύνεται για έναν ιδιαίτερα μεγάλο αριθμό μολύνσεων.

Όπως εξήγησε ο Ντρόστεν στο podcast, «υπάρχουν μολυσμένα άτομα σε όλες τις ηλικιακές ομάδες, συμπεριλαμβανομένων των παιδιών, με εξαιρετικά υψηλό ιικό φορτίο. Στη μελέτη αυτή αφορούσε περίπου στο 9% των περιπτώσεων που εξετάστηκαν. Σε αυτό συγκαταλέγεται επίσης και ένας σημαντικός αριθμός ατόμων που εμφανίζουν στην χειρότερη περίπτωση ήπια συμπτώματα καθ ‘όλη τη διάρκεια της νόσου. Ακόμα και άτομα ασυμπτωματικά άτομα συγκαταλέγονται μεταξύ αυτών».

Λαμβάνοντας υπόψη τον κίνδυνο μόλυνσης από φαινομενικά υγιή άτομα που έχουν όμως στην πραγματικότητα μολυνθεί, οι επιστήμονες τονίζουν στα συμπεράσματα της εν λόγω έρευνας τη σημασία των προστατευτικών μέτρων όπως είναι η τήρηση της απόστασης και η χρήση μάσκας.

«Η μέγιστη απέκκριση του ιού (εκκρίσεις του αναπνευστικού) ανιχνεύεται μία έως τρεις ημέρες πριν από την έναρξη των συμπτωμάτων. Γι ‘αυτό ο ιός είναι τόσο δύσκολο να ελεγχθεί», κατέληξε ο Ντρόστεν.

Πηγή: dpa, NDR

Κόσμος Τελευταίες ειδήσεις