Σάββατο, 27 Απρ.
18oC Αθήνα

Οι διαφημιστικές επιγραφές στην παλιά Ελλάδα

Οι διαφημιστικές επιγραφές στην παλιά Ελλάδα
Τροχονόμος ρυθμίζει την κίνηση και διαφημίζει ταυτόχρονα τον κινηματογράφο Πάνθεον, στη συμβολή των οδών Πανεπιστημίου και Πατησίων.

Όταν ο μόνος τρόπος διαφήμισης των επιχειρήσεων ήταν οι ταμπέλες, οι προχειροφτιαγμένες αφίσες και οι ζωγραφιές σε τοίχους σπιτιών και μάντρες. Οι προσπάθειες της αστυνομίας να περιορίσει το φαινόμενο που μετέτρεπαν την Αθήνα σε τσαντίρι.

Την εποχή της διαδικτυακής και τηλεοπτικής διαφήμισης που σιγά-σιγά αντικαθιστούν την ρεκλάμα που είχε την βάση της στο χαρτί, ας ρίξουμε μια ματιά στα πρώτα χρόνια του ελληνικού κράτους, όπου ελλείψει των σημερινών διαφημιστικών μέσων μόνο οι λιγοστές εφημερίδες και οι τοίχοι μπορούσαν να φέρουν πελάτες. Από πολύ νωρίς, οι δήμοι των μεγάλων πόλεων και ιδίως της Αθήνας, αλλά και η αστυνομία προσπαθούσαν να περιορίσουν το φαινόμενο των διαφημίσεων σε τοίχους και προσόψεις, καθώς το θέαμα που παρουσίαζαν οι δρόμοι ήταν άθλιο.
Το 1902, μια αστυνομική διάταξη αναφέρει: «Πολλοί αυθαιρέτως αναγράφουσι επί των μανδροτοίχων, ιδίως των οικοπέδων, ως και επί των τοίχων των οικιών, των συχναζομένων ιδίως οδών προς περίπατον της Κηφισίας και των Πατησίων, λίαν κακογράφως και ανορθογράφως, επιγραφάς, διαφημίσεις και αναγγελίας, προξενούσας μεγίστην ακοσμίαν και μαρτυρούσας αφιλοκαλίαν.»

Ο κάθε μαγαζάτορας και επιχειρηματίας της εποχής, είτε παίρνοντας ο ίδιος ένα κουβά με μπογιά κι ένα πινέλο, είτε πληρώνοντας άλλους να το κάνουν, γέμιζε όποιον τοίχο εύρισκε ελεύθερο με διαφημίσεις για την πραμάτεια του. Διαφήμιζαν όλα τα προϊόντα και τις υπηρεσίες της εποχής. Ντόπια και εισαγόμενα προϊόντα, καταστήματα που πρόσφεραν καλή ποιότητα ή είχαν χαμηλές τιμές, ιατρικές και μεταφορικές υπηρεσίες, ξενοδοχεία ύπνου και φαγητού (όπως λέγονταν τότε τα εστιατόρια), θεάματα κάθε είδους και όλα όσα ενδιέφεραν το καταναλωτικό κοινό της πρωτεύουσας.

Πέραν των μεγάλων αυτών επιγραφών με το πινέλο, που συνηθέστατα ήταν ανορθόγραφες και πανάσχημες, οι ελεύθεροι χώροι κατακλύζονταν από «πωλείται», «ενοικιάζεται», από θεατρικά προγράμματα, κηδείες, μνημόσυνα και κάθε λογής χειρόγραφες ανακοινώσεις και μικροδιαφημίσεις. Οι κολώνες, οι στύλοι του φωτισμού και του γκαζιού, ήταν ντυμένες από πάνω ως κάτω με διάφορα τέτοια πρόχειρα πολύχρωμα και άθλια στην εμφάνιση χαρτιά.

Στους ανεπίσημους Ολυμπιακούς αγώνες του 1906, η αστυνομία σκλήρυνε τη στάση της στην εφαρμογή του νόμου, λέγοντας ότι η υπάρχουσα κατάσταση θα παρουσίαζε στους ξένους επισκέπτες μια Αθήνα με «βάρβαρον όψιν, εκ των παντοίων τοιχοκολλημάτων και των ακαλαισθήτων ελαιοεπιγραφών.»

Επειδή η τοιχοκόλληση γινόταν λαθραία τις νυχτερινές ώρες, η αστυνομία την απαγόρευσε ολοσχερώς από τη δύση ως την ανατολή του ηλίου. Εκείνη την περίοδο, πρωτοκαθιερώθηκε και η καλλιτεχνική επιγραφή πάνω από τα καταστήματα. Ως τότε, ο κάθε μαγαζάτορας έβαζε πάνω από το μαγαζί του, στην πρόσοψη ή στο πλάι, ολόκληρα σεντόνια με δικά του κολυβογράμματα και μουτζούρες, με αποτέλεσμα τα μαγαζιά να μοιάζουν με τσαντίρια. Μεταξύ του 1902 και 1905, όλα τα καταστήματα υποχρεώθηκαν να φτιάξουν καλλιτεχνικές πινακίδες με το όνομα του μαγαζιού και τον ιδιοκτήτη και να τις τοποθετούν πάνω από ένα ορισμένο ύψος στην πρόσοψη τους.

Δημιουργήθηκε μάλιστα στο υπουργείο εσωτερικών «γραφείο διαφημίσεων και τοιχοκολλήσεων», που φρόντισε να βάλει στις κεντρικές πλατείες ειδικά ταμπλό και στήλες, όπου έπρεπε να μπαίνουν οι διαφημίσεις των ιδιωτών. Μόλις μπήκαν αυτά, βγήκε άλλη αυστηρή αστυνομική διάταξη, για να αντιμετωπιστεί η μόδα της καταστροφής τους. Συμμορίες νεαρών και κυρίως μαθητών, κατέστρεφαν συστηματικά αυτούς τους χώρους, με αποτέλεσμα να σταλεί από το υπουργείο παιδείας εγκύκλιος σ’ όλα τα σχολεία για να κάνουν προς τους μαθητές τις «δέουσες συστάσεις και νουθεσίες».

Επειδή τα αφροδίσια νοσήματα ήταν μάστιγα και υπήρχε πολλή πελατεία, η αστυνομία απαγόρευσε την τοιχοκόλληση διαφημίσεων για θεραπείες τέτοιων περιπτώσεων, θεωρώντας ότι το περιεχόμενο τους προσβάλλει τη δημόσια αιδώ. Επίσης απαγορεύτηκε και η δημοσίευση στις εφημερίδες ευχαριστηρίων επιστολών προς τους γιατρούς από ασθενείς που θεραπεύτηκαν από αφροδίσιο. Η αστυνομία ήξερε ότι όλες αυτές οι επιστολές ήταν μαϊμού διαφημίσεις απ’ τους ίδιους τους γιατρούς, διότι ποιος κανονικός άνθρωπος θα δήλωνε επωνύμως και δημοσίως ότι θεραπεύτηκε από σύφιλη ή βλεννόρροια;

Οι χωροφύλακες κυνηγούσαν επίσης αγρίως τους πεθαμενατζήδες που γέμιζαν τον κόσμο με αγγελτήρια κηδειών και μνημόσυνων, πέραν των ειδικών ταμπλό. Μια διαταγή τους προειδοποιούσε να σταματήσουν «την περαιτέρω λαθραίαν τοιχοκόλληση των νεκρωσίμων, επί ποινή αυστηράς καταδιώξεως».

Διαβάστε εδώ κι άλλες ιστορίες με την υπογραφή του Δημήτρη Καμπουράκη, στη στήλη Μία σταγόνα ιστορία.

Μία σταγόνα ιστορία Τελευταίες ειδήσεις