Σε μια περίοδο που η ζήτηση για ποιοτικά γραφεία στις πιο περιζήτητες περιοχές της Ευρώπης παραμένει ισχυρή, η Αθήνα εξακολουθεί να συγκαταλέγεται στις οικονομικότερες αγορές. Η ετήσια τιμή ενοικίασης για ακίνητα υψηλών προδιαγραφών (Grade A) στην ελληνική πρωτεύουσα ανέρχεται σε 408 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο, δηλαδή μόλις 34 ευρώ τον μήνα, στοιχείο που την κατατάσσει αρκετά χαμηλότερα σε σχέση με τις μεγάλες ευρωπαϊκές μητροπόλεις.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της νέας έρευνας της BNP BARIBAS REAL ESTATE, στο Λονδίνο το ενοίκιο γραφείων υψηλής ποιότητας έχει εκτοξευθεί στα 2.061 ευρώ τον χρόνο ανά τετραγωνικό ή 172 ευρώ τον μήνα, καθιστώντας την πόλη τη μακράν ακριβότερη της Ευρώπης. Στο Μιλάνο και στη Στοκχόλμη, η ετήσια τιμή ενοικίασης διαμορφώνεται στα 750 ευρώ ανά τετραγωνικό, δηλαδή 62,5 ευρώ τον μήνα, ενώ σε άλλες ισχυρές αγορές, όπως το Λουξεμβούργο και η Φρανκφούρτη, οι τιμές φθάνουν τα 660 ευρώ (55 ευρώ/μήνα) και 648 ευρώ (54 ευρώ/μήνα) αντίστοιχα.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Η ελληνική αγορά, παρότι οικονομικότερη, δεν κινείται εκτός ευρωπαϊκού πλαισίου. Η ζήτηση για ποιοτικά και ενεργειακά αποδοτικά κτίρια σε κεντρικές τοποθεσίες παραμένει και εδώ βασικός μοχλός ανάπτυξης, καθώς οι επιχειρήσεις εξακολουθούν να επιδιώκουν φυσικούς χώρους εργασίας με αναβαθμισμένες υποδομές. Το τελευταίο δωδεκάμηνο καταγράφηκαν σημαντικές αυξήσεις τιμών σε αρκετές ευρωπαϊκές πόλεις.
Στις Βρυξέλλες, για παράδειγμα, οι τιμές αυξήθηκαν κατά 14%, ενώ στο κεντρικό Παρίσι η αύξηση έφτασε το 12%. Διψήφια άνοδος σημειώθηκε και στη Φρανκφούρτη (+10%), ενώ η Ρώμη κατέγραψε αύξηση 8% και το Μιλάνο 7%. Σε περιφερειακές γαλλικές αγορές όπως η Λυών και το Μπορντό οι τιμές επίσης ανέβηκαν αισθητά, με ετήσια μεταβολή 12% και 9% αντίστοιχα.
Η γενική τάση που διαμορφώνεται είναι αυτή της επιστροφής στο κέντρο και της ενίσχυσης της ποιότητας έναντι της ποσότητας. Το ενδιαφέρον επικεντρώνεται πλέον σε τοποθεσίες με πρόσβαση, προβολή και βιώσιμα χαρακτηριστικά. Παρά τις πιέσεις που ασκούν η τηλεργασία και η ενεργειακή αβεβαιότητα, οι υψηλών προδιαγραφών χώροι γραφείων συνεχίζουν να προσελκύουν υψηλές αποτιμήσεις. Οι ειδικοί προβλέπουν ότι οι τιμές θα συνεχίσουν να κινούνται ανοδικά και το επόμενο διάστημα, έστω με ηπιότερους ρυθμούς, της τάξης του 2% έως 3% ετησίως.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Την ίδια στιγμή, στον αντίποδα των υψηλών τιμών του Λονδίνου, βρίσκονται αγορές όπως η Ρίγα (204 ευρώ/έτος ή 17 ευρώ/μήνα), το Ταλίν (217 ευρώ/έτος ή 18 ευρώ/μήνα) και το Βουκουρέστι (246 ευρώ/έτος ή 20,5 ευρώ/μήνα), υπενθυμίζοντας ότι το κόστος στέγασης επιχειρήσεων εξακολουθεί να ποικίλλει θεαματικά εντός των ευρωπαϊκών συνόρων.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Αθήνα, με τη σχετικά χαμηλή βάση της και τις προοπτικές περαιτέρω αναβάθμισης του κτηριακού αποθέματος, μπορεί να αποτελέσει μια ιδιαίτερα ελκυστική αγορά για επιχειρήσεις που αναζητούν ευρωπαϊκή παρουσία με χαμηλό λειτουργικό κόστος.
Παράλληλα, εντυπωσιακή δυναμική καταγράφει η αγορά των εξυπηρετούμενων γραφείων, η οποία μέσα σε έναν μόλις χρόνο παρουσιάζει ραγδαία ανάπτυξη. Σύμφωνα με τις προβλέψεις, η αξία της αγοράς αναμένεται να εκτοξευθεί από τα 38,32 δισ. δολάρια το 2024 στα 45,08 δισ. δολάρια το 2025, καταγράφοντας ετήσιο ρυθμό αύξησης 17,7%.
Πίσω από αυτή τη θεαματική άνοδο βρίσκονται μια σειρά από παράγοντες: η αυξανόμενη ζήτηση από επιχειρήσεις που παρέχουν επαγγελματικές υπηρεσίες, η ενίσχυση των επενδύσεων, η πρόοδος που σημειώνεται σε αναπτυσσόμενες αγορές, καθώς και οι κυβερνητικές πρωτοβουλίες που ενισχύουν την επιχειρηματικότητα. Παράλληλα, η στροφή προς πιο βιώσιμους και ενεργειακά αποδοτικούς χώρους εργασίας καθιστά τα εξυπηρετούμενα γραφεία ακόμη πιο ελκυστικά.
Τη ζήτηση φαίνεται πως οδηγούν κυρίως οι Μικρές και Μεσαίες Επιχειρήσεις (ΜμΕ), με πρωταγωνιστές τις νεοφυείς εταιρείες. Όπως εξηγούν οι αναλυτές, τα εξυπηρετούμενα γραφεία ανταποκρίνονται πλήρως στις ανάγκες τους: είναι έτοιμα προς χρήση, πλήρως εξοπλισμένα και δεν απαιτούν την επένδυση χρόνου ή χρημάτων για εγκατάσταση ή ανακαίνιση, κάτι που συχνά αποτελεί τροχοπέδη για τις νέες επιχειρήσεις. Αυτή η ευελιξία έχει οδηγήσει σε μια σαφή στροφή προς τη λύση των εξυπηρετούμενων χώρων ή των συνεργατικών γραφείων, που προσφέρουν δομημένες υπηρεσίες και επαγγελματικό περιβάλλον.
Χαρακτηριστικό είναι το στοιχείο που παραθέτει η Παγκόσμια Τράπεζα, σύμφωνα με το οποίο ο αριθμός των ΜμΕ και των startups παγκοσμίως εκτιμάται μεταξύ 400 και 500 εκατομμυρίων και αυξάνεται διαρκώς, ενισχυμένος από την κρατική στήριξη και τις ψηφιακές ευκαιρίες που διευκολύνουν την ίδρυσή τους.