Η παγκόσμια τουριστική βιομηχανία ανέκαμψε δυναμικά το 2024 από την κρίση της πανδημίας
Την 15η θέση παγκοσμίως καταλαμβάνει η Ελλάδα σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Τουρισμού (UNWTO), με περίπου 36 εκατομμύρια διεθνείς αφίξεις, αυξημένες κατά 5% σε σχέση με το 2023. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι ξεπέρασε τα προ πανδημίας επίπεδα κατά 106% — επίδοση ανώτερη του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Μέσα σε μόλις έναν χρόνο, αναρριχήθηκε από τη 13η στη 9η θέση διεθνώς σε αριθμό αφίξεων.
Περίπου 1,4 δισεκατομμύρια άνθρωποι ταξίδεψαν διεθνώς, αγγίζοντας το 99% των επιπέδων του 2019 και σημειώνοντας αύξηση 11% σε σχέση με το 2023. Η Ευρώπη ηγήθηκε με 747 εκατομμύρια αφίξεις, ενώ η Γαλλία κατέλαβε την πρώτη θέση παγκοσμίως στον τουρισμό με 100 εκατομμύρια επισκέπτες, χάρη και στους Ολυμπιακούς Αγώνες, ακολουθούμενη από την Ισπανία, τις ΗΠΑ, την Κίνα και την Ιταλία.
Τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος επιβεβαιώνουν τη θετική πορεία: η εισερχόμενη ταξιδιωτική κίνηση αυξήθηκε κατά 12,8%, ενώ τα ταξιδιωτικά έσοδα ανήλθαν σε 21,7 δισ. ευρώ (+5,4%). Αν και η μέση δαπάνη ανά ταξίδι μειώθηκε κατά 5,1%, ο τουρισμός παραμένει βασικός μοχλός της οικονομίας, συμβάλλοντας άμεσα κατά 13% στο ΑΕΠ και συνολικά μέχρι και 30% με τις έμμεσες επιδράσεις. Ενδεικτικά, το 2023, οι άμεσες εισφορές του τουρισμού στο ΑΕΠ διπλασιάστηκαν σε σχέση με το 2019.
Η Αθήνα εισήλθε στην πρώτη δεκάδα των ευρωπαϊκών πόλεων για επενδύσεις σε ξενοδοχεία, πλάι σε μητροπόλεις όπως το Λονδίνο και το Παρίσι. Η CBRE κατατάσσει την Ελλάδα 5η παγκοσμίως σε ελκυστικότητα για ξενοδοχειακές επενδύσεις το 2024.
Η δυναμική ανάπτυξη του ξενοδοχειακού κλάδου αποτυπώνεται και στην έντονη δραστηριοποίηση διεθνών ομίλων, όπως η Hilton και η Marriott, που θα εγκαινιάσουν από πέντε νέα ξενοδοχεία η καθεμία το 2025. Η Accor, η IHG, και η Mandarin Oriental επίσης ενισχύουν την παρουσία τους, μετατρέποντας την Ελλάδα σε premium προορισμό παγκόσμιας κλάσης.
Ωστόσο, η διείσδυση διεθνών αλυσίδων παραμένει περιορισμένη: μόλις 20% των πεντάστερων και 5% των τετράστερων ξενοδοχείων ανήκουν σε διεθνείς ομίλους. Η Marriott κατέχει ηγετική θέση με 19%, ενώ ακολουθούν οι Sani/Ikos και Wyndham (9%), Hilton (7%) και άλλες αλυσίδες όπως οι Hyatt και Accor.
Την ίδια ώρα, η αγορά των βραχυχρόνιων μισθώσεων (Airbnb) εκτοξεύθηκε: οι ενεργές καταχωρήσεις αυξήθηκαν 20% την τελευταία πενταετία, με την πληρότητα και τη ζήτηση να παρουσιάζουν διψήφιες αυξήσεις. Οι διαθέσιμες κλίνες μέσω Airbnb ξεπέρασαν το 1 εκατομμύριο, ξεπερνώντας τις ξενοδοχειακές (888.000). Αν και αυτό προβληματίζει τους ξενοδόχους, είναι κρίσιμο για την κάλυψη της ζήτησης.
Η δυναμική συνεχίζεται και το 2025: το πρώτο τρίμηνο καταγράφηκε άνοδος 5,4% στις αφίξεις, 14,1% στις αεροπορικές μετακινήσεις, και 4,4% στα έσοδα. Η Ελλάδα αποτελεί πλέον το 8% της παγκόσμιας ζήτησης για τη Νότια Ευρώπη. Η Αθήνα απορροφά το 55% της ζήτησης, ενώ βρίσκεται στην 6η θέση των πιο δημοφιλών προορισμών της Νότιας Ευρώπης, πίσω από Μαδρίτη, Βαρκελώνη, Ρώμη, Μιλάνο και Λισαβόνα. Η Κρήτη (Ηράκλειο και Χανιά) διατηρεί επίσης υψηλά ποσοστά ενδιαφέροντος.
Αντίθετα, η ζήτηση για παραδοσιακά hotspots όπως η Σαντορίνη και η Μύκονος παρουσιάζει μικρή κάμψη, αν και παραμένουν στις κορυφαίες επιλογές των επισκεπτών.
Η χωρητικότητα των αεροπορικών πτήσεων για το καλοκαίρι του 2025 αναμένεται να αυξηθεί κατά 5%, με το μεγαλύτερο μέρος να επικεντρώνεται στην ενδιάμεση (shoulder) περίοδο, υποδεικνύοντας τη διεθνή στροφή προς ταξίδια εκτός αιχμής.
Έρευνα της ETC κατατάσσει την Ελλάδα δεύτερη μετά την Ισπανία στις προτιμήσεις για ήλιο και θάλασσα. Το 21% των επισκεπτών που θα την επιλέξουν το 2025 το κάνουν για πρώτη φορά – ένα από τα υψηλότερα ποσοστά διεθνώς.
Ο UNWTO επισημαίνει ότι οι τάσεις του 2025 θα επικεντρωθούν στην αειφορία, την προσωποποίηση εμπειριών και τη χρήση τεχνολογίας. Ωστόσο, η Ελλάδα αντιμετωπίζει προκλήσεις: αυξημένο κόστος, έλλειψη προσωπικού και ανάγκη για βιώσιμες υποδομές που θα βελτιώσουν την καθημερινότητα των κατοίκων και την ποιότητα της τουριστικής εμπειρίας.
Η Ελλάδα βρίσκεται πλέον σε καμπή μεταμόρφωσης. Με συνεχόμενη ανάπτυξη, στρατηγικές επενδύσεις και την εμπιστοσύνη των επισκεπτών, ανακτά και επαναπροσδιορίζει τη θέση της στον παγκόσμιο τουριστικό χάρτη.