Πέμπτη, 25 Απρ.
19oC Αθήνα

Αναγνώριση και απόρριψη

Αναγνώριση και απόρριψη

Προ ολίγου καιρού έγινε στα Μέσα ενημέρωσης λόγος για τις διαδικασίες αναγνώρισης πτυχίων ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων του εξωτερικού.  Ως γνωστόν, στη χώρα μας υπήρχε παλαιά το ΔΙΚΑΤΣΑ (Διεπιστημονικό Κέντρο Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών της Αλλοδαπής), το οποίο στη συνέχεια μετεξελίχθηκε στον ΔΟΑΤΑΠ (Διεπιστημονικός Οργανισμός Αναγνώρισης Τίτλων Ακαδημαϊκών και Πληροφόρησης). 

Ένας βασικός λόγος για τη δημιουργία του ΔΙΚΑΤΣΑ (νυν ΔΟΑΤΑΠ) ήταν το γεγονός ότι πολλοί πτυχιούχοι, που αποκτούσαν κάποιο τίτλο σπουδών από κάποια «άγνωστα» ΑΕΙ διαφόρων χωρών του εξωτερικού, ήθελαν να κατοχυρώσουν ισοτιμία των πτυχίων τους με τα πτυχία αντίστοιχων σπουδών σε Ελληνικά ΑΕΙ.   Αυτό ήταν απαραίτητο, ιδίως εάν κάποιος, επιστρέφοντας στην Ελλάδα, ήθελε να προσληφθεί σε δημόσια υπηρεσία στη χώρα μας.

Εκείνη την εποχή, προ 35-40 ετών, πολλοί έφευγαν για σπουδές στο εξωτερικό, π.χ. σε χώρες των Βαλκανίων, ή σε κάποιες άλλες χώρες εκτός Ευρώπης ή της Β. Αμερικής, για να φοιτήσουν σε κάποιες Σχολές που είτε δεν ήταν «πρώτης γραμμής» είτε δεν ήταν καν γνωστές στην Ελλάδα.  Έτσι, για να αναγνωρισθούν αυτά τα «διπλώματα», έπρεπε να υποβληθεί το σχετικό πτυχίο στο ΔΙΚΑΤΣΑ προκειμένου να εξετασθεί κατά πόσον το συγκεκριμένο πτυχίο μπορεί να αναγνωρισθεί ως ισότιμο των αντίστοιχων πτυχίων Σχολών των Ελληνικών ΑΕΙ.

Και έρχομαι τώρα στο θέμα μου, στην προσωπική μου εμπειρία.

Το 1984, μετά από πολλά χρόνια απουσίας, επέστρεψα στην Ελλάδα από το Ηνωμένο Βασίλειο, όπου είχα πάει για μακρόχρονες μεταπτυχιακές σπουδές.  Με την επιστροφή μου εδώ, αποφάσισα να εργασθώ στον ιδιωτικό τομέα, αποκλείοντας τον διορισμό μου σε οποιαδήποτε δημόσια υπηρεσία.   Ξεκίνησα λοιπόν μια μικρή εταιρεία τεχνικο-οικονομικών συμβούλων με σκοπό να δραστηριοποιηθώ σε αυτόν τον τομέα παροχής εξειδικευμένων υπηρεσιών, προσανατολισμένων στις τεχνολογίες πληροφοριακών συστημάτων.  Εκείνη την εποχή, οι υπηρεσίες αυτές ήταν κάτι πολύ καινούργιο στη χώρα μας και υπήρχε μεγάλη ζήτηση για εξειδικευμένο και έμπειρο προσωπικό, κατάλληλο για να αναλάβει σχετικά έργα εκσυγχρονισμού, οργάνωσης επιχειρήσεων, μηχανοργάνωσης και αυτοματισμού διαδικασιών.

Κάποια στιγμή, συνάντησα τυχαία ένα καθηγητή του Μετσόβιου Πολυτεχνείου, ο οποίος – αφού ενημερώθηκε για το βιογραφικό μου και τις σπουδές μου ειδικότερα – μου πρότεινε να αφήσω τον ιδιωτικό τομέα και να ενταχθώ στο ακαδημαϊκό προσωπικό του ΕΜΠ.  Ευγενικά αρνήθηκα, εξηγώντας ότι μετά από πολλά χρόνια στα πανεπιστήμια – εντός και εκτός Ελλάδας – είχα αποφασίσει ότι με ενδιαφέρει ο ιδιωτικός τομέας και είχα ήδη ξεκινήσει τη δική μου δουλειά.

Εκείνος επέμεινε.  Για πολλούς μήνες προσπαθούσε να με μεταπείσει, ισχυριζόμενος ότι ένας «τόσο σπουδαίος επιστήμονας» πρέπει οπωσδήποτε να προσφέρει στην ακαδημαϊκή κοινότητα και ότι από την «καριέρα» μου στο ΕΜΠ θα γινόμουν ένας σπουδαίος καθηγητής, με όλα τα προνόμια που θα αποκτούσα από αυτή τη θέση μαζί με τον επίζηλο τίτλο του «καθηγητή».

Για να συντομεύσω, πήρα κάποια στιγμή την απόφαση να κάνω την κίνηση που αυτός επιμόνως μου υποδείκνυε, χωρίς καν να είμαι σίγουρος για αυτό.  Ετοίμασα λοιπόν ένα αναλυτικό «Υπόμνημα» με όλα τα «χαρτιά» μου, τα πτυχία μου, τις δημοσιεύσεις μου, τα σεμινάρια, τις διαλέξεις μου, τις έρευνες, και γενικώς ό,τι είχε σχέση με το ακαδημαϊκό έργο μου.  Ειδικά σε ό,τι αφορά τα πτυχία μου, ήμουν κάτοχος δύο πτυχίων από το πανεπιστήμιο Αθηνών (Φυσικομαθηματική και Οικονομική Σχολή), ενός μεταπτυχιακού από την Οικονομική Σχολή του Λονδίνου (LSE), ενός δεύτερου μεταπτυχιακού από το πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ και ενός διδακτορικού από το πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.

Έβαλα λοιπόν όλα αυτά τα δικαιολογητικά σε ένα «ασήκωτο» κιβώτιο και το κατέθεσα στο ΕΜΠ «προς αξιολόγηση».  Στη συνέχεια, και ενώ είχα ήδη ξεχάσει το θέμα, έλαβα μια επιστολή, σύμφωνα με την οποία έπρεπε να παρουσιαστώ ενώπιον κάποιας Επιτροπής για μια συνέντευξη.   Πράγματι, τη συγκεκριμένη ημέρα και ώρα, έβαλα το κοστούμι μου και εμφανίστηκα σε ένα αμφιθέατρο στο «ιστορικό» κτήριο του ΕΜΠ.  Πήρα θέση σε ένα έδρανο του αμφιθεάτρου και αντίκρισα κάτω στην έδρα τα μέλη της Επιτροπής, κάπου 7-8 άτομα, μεταξύ των οποίων και ο εν λόγω καθηγητής που με είχε «πιέσει» να μπω σε όλη αυτή τη διαδικασία.

Θα είχε εξαιρετικό ενδιαφέρον από αισθητικής πλευράς να περιγράψω, να «φωτογραφήσω» τα πρόσωπα και την εμφάνιση εκείνων των μελών της Επιτροπής.  Από οικονομία χώρου, δεν θα το κάνω.  Θα πω μόνον ότι η εικόνα που μου έμεινε στη μνήμη εστιάζει σε τρία χαρακτηριστικά: γενειάδες, αμπέχονα και μερικά κομπολόγια!  Ας είναι.  Βρισκόμαστε στα μέσα της δεκαετίας του ’80 και τέτοιες εικόνες ήταν τότε «μόδα» – ας το ρίξω εκεί…

Κάποια στιγμή, μου απευθύνθηκε ένας άνδρας, μέλος της Επιτροπής, ο οποίος με εξεταστικό τόνο φωνής – και σε άπταιστο ενικό! – κοιτώντας τα χαρτιά του και όχι εμένα, με ρώτησε:  «Είσαι ο υποψήφιος;»   Επιβεβαίωσα.  Εκείνος τότε συνέχισε:  «Από αυτά που βλέπω εδώ, ναι μεν έχεις καλό βιογραφικό. Αλλά όμως…»   Δίστασε να ολοκληρώσει τη φράση του.   Γύρισε προς τον διπλανό του και κάτι του είπε χαμηλόφωνα δίνοντάς του ένα χαρτί.  Ο διπλανός μίλησε με κάποιον άλλο και κάτι έλεγαν όλοι μεταξύ τους.

Τελικά, το «χαρτάκι» επέστρεψε στον αρχικό κάτοχό του, ο οποίος φάνηκε να είναι έτοιμος να ολοκληρώσει τη φράση που είχε αφήσει στη μέση με εκείνο το διστακτικό «Αλλά όμως…»  Κατάλαβα ότι είχε έρθει η ώρα να ακούσω την ετυμηγορία της Επιτροπής.  Αισθανόμουν σαν να βρίσκομαι εκεί μάλλον ως ένας κατηγορούμενος εγκληματίας, καθισμένος σε εδώλιο, ενώπιον κάποιου «λαϊκού δικαστηρίου», παρά ως υποψήφιος καθηγητής του ΕΜΠ.

Και η ετυμηγορία ήρθε: «Όπως σου είπα, το Υπόμνημά σου είναι καλό, αλλά υπάρχει ένα πρόβλημα.  Το διδακτορικό σου από την Οξφόρδη δεν έχει περάσει από το ΔΙΚΑΤΣΑ για να αναγνωριστεί»  Δεν μίλησα, μόνο άκουγα.  Εκείνος, κομπιάζοντας και πάντα σε άψογο ενικό, συνέχισε: «Όπως καταλαβαίνεις λοιπόν υπάρχει σοβαρό τυπικό ζήτημα στη διαδικασία και δεν μπορούμε να συνεχίσουμε».

Στο σημείο αυτό, παρενέβη ο εν λόγω καθηγητής «μου» που βρισκόταν εκεί μόνον ως παρατηρητής, παίρνει τον λόγο και λέει ότι εδώ μιλάμε για ένα διδάκτορα της Οξφόρδης, όχι οποιουδήποτε πανεπιστημίου και επιτέλους το τυπικό πρόβλημα είναι άνευ ουσίας αφού μπορεί να τακτοποιηθεί και εκ των υστέρων.  Είναι κρίμα, συνέχισε, να στερηθεί το Μετσόβιο ενός τέτοιου επιστήμονα.

Ο «άλλος» αδιαφόρησε, ξαναπήρε τον λόγο και κατέληξε: «Η Επιτροπή αποφασίζει ότι δεν μπορεί να κάνει αποδεκτή την υποψηφιότητά σου αφού όπως σου είπα το πτυχίο σου δεν είναι αναγνωρισμένο».

Σηκώθηκα όρθιος, είπα ένα «καλημέρα σας κύριοι» και αποχώρησα αμέσως από την αίθουσα.   Την επομένη ζήτησα από το ΕΜΠ να μου επιστρέψει τα πολύτιμα για μένα πρωτότυπα δικαιολογητικά που είχα υποβάλει.

Δεν μου τα επέστρεψαν ποτέ.

Γνώμη Τελευταίες ειδήσεις