Πολιτισμός

«Mission Impossible: The Final Reckoning», «Oh, Canada» και άλλες τέσσερις ταινίες από σήμερα στα σινεμά

Μετά λοιπόν από ακόμη ένα διάστημα χαμηλών πτήσεων σε ταινίες αν και με ανοιχτά τα περισσότερα θερινά σινεμά, μάλλον ήρθε η ώρα της αποζημίωσης για τους λάτρεις του κινηματογραφου

Η πολυδιαφημισμένη νέα ταινία με πρωταγωνιστή τον σπουδαίο Τομ Κρουζ κάνει πρεμιέρα στους κινηματογράφους.

Μετά λοιπόν από ακόμη ένα διάστημα χαμηλών πτήσεων σε ταινίες στους κινηματογράφους αν και με ανοιχτά τα περισσότερα θερινά σινεμά, μάλλον ήρθε η ώρα της αποζημίωσης, καθώς προβάλλεται η τελευταία επική υπερπαραγωγή της «Επικίνδυνης Αποστολής», με τον Τομ Κρουζ .

Αν και αυτή την εβδομάδα μοιάζει να μην χωράει τίποτα άλλο πέρα από το φινάλε της θεαματικής περιπέτειας «Επικίνδυνη Αποστολή: Η Εσχάτη Τιμωρία», υπάρχουν και τα ενδιαφέροντα φιλμ «Oh, Canada», του Πολ Σρέιντερ, «Νόρα» από τη Σαουδική Αραβία και «Δεν Είμαι Εγώ» του απρόσιτου και αντισυμβατικού Λεός Καράξ. Το πολυπληθές παιδικό κοινό μπορεί να εμπιστευτεί το ριμέικ της Disney «Λίλο και Στιτς», ενώ προβάλλεται σε επανέκδοση και «Το Μίσος» του Ματιέ Κασοβίτς.

Επικίνδυνη Αποστολή: Η Εσχάτη Τιμωρία

(“Mission Impossible: The Final Reckoning”) Περιπέτεια, αμερικάνικης παραγωγής του 2025, σε σκηνοθεσία Κρίστοφερ ΜακΚουόρι, με τους Τομ Κρουζ, Χέιλι Άτγουελ, Σάιμον Πεγκ, Βινγκ Ρέιμς, Άντζελα Μπάσετ, Εσάι Μοράλες κα.

Το τελευταίο κεφάλαιο του διάσημου κινηματογραφικού φραντσάιζ, που απλώθηκε στην τελευταία τριακονταετία, φτάνει στο τέλος του, έμπλεο νοσταλγικής διάθεσης και μελοδραματισμού, αλλά και με ένα ανεπανάληπτο θεαματικό γκρουπ σκηνών δράσης και φυσικά τον Τομ Κρουζ να πετά σαν αετός, να κολυμπά σαν δελφίνι, να τρέχει σαν κατοστάρης, να μάχεται για να σώσει τον κόσμο, από τη νέα απειλή, την τεχνητή νοημοσύνη.

Από το 1996 και το πρώτο φιλμ του μπλοκμπάστερ φραντσάιζ, του σπουδαίου, αν και αδικημένου εν πολλοίς, Μπράιαν Ντε Πάλμα, έχουν περάσει τριάντα ολόκληρα χρόνια. Η «αθώα» πηγή έμπνευσης από το ομώνυμο τηλεοπτικό σίριαλ, έχει ξεπεραστεί, όπως και η τότε ανανεωτική χολιγουντιανή πρόταση στις κατασκοπικές περιπέτειες. Αυτός που δεν αλλάζει με τίποτε είναι ο Τομ Κρουζ ως Ίθαν Χαντ, αν και ξεκίνησε τριαντάρης και σήμερα πλησιάζει τα 63 του, με τον ανυπότακτο χαρακτήρα του ρόλου του και τη σεβάσμια βούλησή του να κάνει ο ίδιος τις επικίνδυνες σκηνές, μοιράζοντας «αργομισθίες» στους κασκαντέρ. Ίσως, όμως, αυτές οι παράτολμες σκηνές δράσης να είναι και το ελκυστικότερο, για κάποιους απ’ τους θεατές.

Η πλοκή χωρίς νεοτερισμούς, θέλει τον Ίθαν Χαντ, να αναλαμβάνει εντολή από την ίδια την πρόεδρο των ΗΠΑ (την έτοιμη από καιρό Άντζελα Μπάσετ), για να σώσει τον κόσμο. Μια εξελιγμένη τεχνητή νοημοσύνη, που ονομάζεται «Οντότητα», εισχωρεί σε κάθε πτυχή της τεχνολογίας, αντικαθιστώντας την αλήθεια με νέας γενιάς ακατάβλητα fake news, που απειλούν όλο τον πλανήτη. Ωστόσο, το πρόβλημα με την «Οντότητα» είναι πιο σύνθετο, καθώς εάν ο Χαντ την καταστρέψει, θα σταματήσει να λειτουργεί κάθε τι ψηφιακό, η γη θα σταματήσει να… γυρίζει. Ο Χαντ θα μαζέψει και πάλι την ομάδα του, μαζί με κάποια νέα μέλη, ένα από τα οποία θα προκαλέσει έκπληξη στους θιασώτες της τριαντάχρονης ιστορίας.

Το επικό φινάλε, με τη σχεδόν τρίωρη διάρκεια και μία εμφανή θέληση αποχαιρετισμού και μιας έντονης νοσταλγίας, θα ξεκουρδίσει τους καταιγιστικούς ρυθμούς, που μας έχει συνηθίσει το φραντσάιζ, ειδικά στο πρώτο μέρος, με αρκετές ενότητες ανακεφαλαίωσης και σεκάνς που μας θυμίζουν τους ήρωες που πέρασαν από τα έξι προηγούμενα φιλμ, πολλές φορές, φλυαρώντας ή πλατειάζοντας, προκειμένου να μυηθούν οι νεότεροι στο σύμπαν των Επικίνδυνων Αποστολών.

Οι σκηνές δράσης δεν έρχονται απανωτές, αλλά με έναν κλιμακωτό ρυθμό, που τους χαρίζει μία σημαίνουσα σημασία και δίνοντας στον θεατή την ευκαιρία να τις χωνέψει, αλλά ίσως και να διασκεδάσει περισσότερο από ποτέ. Το σοβαροφανές σενάριο, αφήνει κενά, σαν να μη νοιάζεται για την ακρίβεια της πλοκής, καθώς το συναίσθημα παίρνει το πάνω χέρι, με τη νοσταλγική διάθεση και τα ρομαντικά στοιχεία, που απλώνονται περισσότερο του δέοντος, μεταξύ αναμνήσεων και πραγματικότητας.

Ωστόσο, ο Κρίστοφερ ΜακΚουάρι, ένας σπουδαίος σεναριογράφος («Συνήθεις Ύποπτοι») και ικανός σκηνοθέτης που έχει προϋπηρεσία από το 2015 στην «Επικίνδυνη Αποστολή», θα δώσει ρυθμό στο τελευταίο κομμάτι της ταινίας, θα απλώσει τη δράση σε πολλαπλά πεδία, θα κλιμακώσει δεξιοτεχνικά την αγωνία και θα ανάψει το φιτίλι της έντασης μέχρι το εκρηκτικό φινάλε.

Και ταυτόχρονα, θα πρέπει να του αναγνωριστεί η διαυγής πεποίθησή του ότι η απειλή της τεχνητής νοημοσύνης, αλλά και των άλλων κακόβουλων μηχανισμών που απειλούν την ανθρωπότητα, μπορεί να αντιμετωπιστούν μόνο με τη διατήρηση της μνήμης και τη συλλογική προσπάθεια, τη συντροφικότητα, την αγάπη προς τον συνάνθρωπο. Μπορεί να μοιάζουν όλα αυτά κοινότυπα, αλλά μερικά πράγματα δεν αλλάζουν, όπως και η επιθυμία του Τομ Κρουζ να παραδώσει έναν χειροποίητο χαρακτήρα, χωρίς την κραυγαλέα συνδρομή της ψηφιακής τεχνολογίας.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ο πράκτορας Ίθαν Χαντ και η ομάδα του προσπαθούν να αποτρέψουν τον Γκάμπριελ από την απόκτηση του προγράμματος Τεχνητής Νοημοσύνης, με την ονομασία «Οντότητα».

Oh, Canada

(“Oh, Canada”) Δραματική ταινία, αμερικάνικης παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Πολ Σρέιντερ, με τους Ρίτσαρντ Γκιρ, Τζέικομπ Ελόρντι, Ούμα Θέρμαν, Βικτόρια Χιλ, Μάικλ Ιμπεριόλι κα.

Ο Πολ Σρέιντερ, έπειτα από το διπλό του «χτύπημα» πριν από δυο – τρία χρόνια, με τις αξιοσημείωτες ταινίες του «Master Gardener» και «Μετρητή Καρτών», με τα οποία επαναλάμβανε τις γνωστές καλλιτεχνικές και ιδεολογικές του αγωνίες για την πίστη, την ευθύνη, τη συγχώρεση και τη λύτρωση, θα επαναφέρει την ίδια περίπου θεματολογία, με έναν κομψό στοχασμό, που στηρίζεται περισσότερο στο σενάριο, παρά στη δραματουργική αξία της ταινίας.

Ο 78χρονος σπουδαίος σεναριογράφος του «Ταξιτζή» και του «Οργισμένου Ειδώλου», αλλά και σκηνοθέτης εξόχως ενδιαφερόντων ταινιών, θα συναντηθεί και πάλι, με τον Ρίτσαρντ Γκιρ, («Επάγγελμα: Ζιγκολό»), χωρίς όμως να μπορεί να αναπτύξει την απαιτούμενη χημεία μαζί του, καθώς ο πάλαι πότε γοητευτικός σταρ δείχνει να έχει χάσει μέρος της λάμψης του και της ερμηνευτικής του ικανότητας.

Ο ανήσυχος Σρέιντερ θέλει να στείλει για μια ακόμη φορά ένα ηχηρό μήνυμα για τη σωτηρία των παραστρατημένων ανδρών σε υπαρξιακή κρίση και την απόσταση μεταξύ της δημόσιας εικόνας από την πραγματική, για το εφήμερο της ζωής, την προάσπιση του δίκαιου, την κληρονομιά που αφήνουμε πίσω μας και τη λύτρωση, σε μια περισσότερο από ποτέ προσωπική ταινία, αν και όπως είχε πει έχει επηρεαστεί από τον Θάνατο του Ίλια Ίλιτς του Τολστόι και τον «Καθρέφτη» του Ταρκόφσκι.

Το σενάριο, που βασίζεται στο μυθιστόρημα «Foregone» του Ράσελ Μπανκς, με τον οποίο έχει ξανασυνεργαστεί, θέλει έναν Αμερικάνο καταξιωμένο σκηνοθέτη ντοκιμαντέρ, που ζει για πολλά χρόνια στον Καναδά, να είναι ετοιμοθάνατος, χτυπημένος από καρκίνο και να δίνει την τελευταία του συνέντευξη σε δυο παλιούς μαθητές του. Ανερχόμενος συγγραφέας, παντρεμένος για δεύτερη φορά και με έγκυο τη νεαρή γυναίκα του, ο Λέναρντ Φάιφ, το 1968 αποφασίζει να μετακομίσει στον Καναδά, ως αντιρρησίας συνείδησης ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ, για να καταστεί στη νέα του πατρίδα ως ένας μάχιμος ειρηνιστής, πολιτικοποιημένος άνθρωπος της τέχνης. Όμως, πίσω από τη δημόσια εικόνα του, που συντήρησε για χρόνια, θέλει τώρα να τη ξεσκεπάσει για χάρη της γυναίκας (η άνιση Ούμα Θέρμαν) που αγάπησε περισσότερο στη ζωή του.

Μέσα από την ιστορία του άλτερ έγκο του, ο Σρέιντερ θέλει να ξεδιπλώσει τις αναμνήσεις του και τις αγωνίες του για αυτά που αφήνει πίσω του – ο ήρωάς του φεύγει σε μία ιστορική καμπή για την Αμερική και ο παραλληλισμός με το σήμερα είναι εμφανής – με εκτεταμένα φλας μπακ, στα οποία τον Φάιφ ερμηνεύει ο νεαρός και ταλαντούχος Τζέικομπ Ελόρντι. Με μια θαυμαστή διεύθυνση φωτογραφίας, ο Σρέντερ χάνει ελαφρώς τη συνοχή της σκέψης του, παραμένει υποτονικός, χωρίς ποτέ να κλιμακώνει το δράμα του, να φανερώνει το φούντωμα που υπάρχει κάτω από την επιφάνεια, ενώ η προετοιμασία για ένα φινάλε γεμάτο σασπένς, μένει ανολοκλήρωτο.

Παρά ταύτα, ο Σρέιντερ, αν και κάπου τα μπερδεύει και μάλλον αχρείαστα, θα καταφέρει να κάνει την πιο οικεία και κατανοητή ταινία του. Θέλει να μιλήσει για την αλήθεια της τέχνης του, με μία οδύνη μπροστά στον θάνατο και την τακτοποίηση ανοιχτών λογαριασμών, δίνοντας την αίσθηση του κατεπείγοντος. Γράφοντας, μιλώντας, φωνάζοντας προσπάθησε για μια καλύτερη Αμερική, αλλά δεν τα κατάφερε. Τουλάχιστον πρέπει να του αναγνωριστεί ότι το πάλεψε μέχρι τέλους.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ένας Αμερικάνος ετοιμοθάνατος σκηνοθέτης πολιτικών ντοκιμαντέρ, που ζει για χρόνια στον Καναδά, όπου διέφυγε ως αντιρρησίας συνείδησης το 1968 κι ενάντιος στον πόλεμο του Βιετνάμ, δίνει την τελευταία του συνέντευξη, εξομολογούμενος τη δική του αλήθεια.

Νόρα

(“Norah”) Δραματική ταινία, σαουδαραβικής παραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Ταουφίκ Αλζαϊντί, με τους Γιακούμπ Αλφαρχάν, Αμπντουλάχ Αλσάνταν, Μαρία Μπαχράουι κα.

Δεν είναι απλώς μία ακόμη καλλιτεχνική ταινία, που πέρασε τις εξετάσεις σε κάποιο φεστιβάλ, αλλά η πρώτη σαουδαραβική παραγωγή, που πέρασε τα σύνορα της χώρας, φιλοξενήθηκε για πρώτη φορά στο μεγαλύτερο φεστιβάλ κινηματογράφου, στις Κάννες και τιμήθηκε με Ειδική Μνεία στο Τμήμα Ένα Κάποιο Βλέμμα.

Η πλειονότητα πιστεύει ότι στη Σαουδική Αραβία, εκτός από τα τρισεκατομμύρια και τα τεράστια αποθέματα πετρελαίου, όλα σχεδόν παραμένουν αναλλοίωτα εδώ και δεκαετίες. Λάθος, στην τεράστια αραβική χώρα, τα τελευταία χρόνια όλα έχουν αρχίσει να αλλάζουν. Ανοίγονται στον υπόλοιπο κόσμο και ποντάρουν στην απεξάρτηση από το πετρέλαιο, ενώ εξελίσσεται ένα πρόγραμμα τουλάχιστον 20 δισ. ευρώ για την ενδυνάμωση, την καλύτερη ψυχική και σωματική ευεξία των γυναικών. Μέσα σε όλα αυτά, έχει απ’ ότι φαίνεται αρχίσει να χωράει και ο κινηματογράφος και μάλιστα, όπως στη συγκεκριμένη ταινία, δίνοντας αρκετές ελευθερίες στον σκηνοθέτη – ακόμη και για κριτική των περασμένων δεκαετιών και των αγκυλώσεων που επικρατούσαν στη χώρα, για τις τέχνες, τα δικαιώματα των γυναικών, την ελευθερία – ως ένα σημείο, βεβαίως – της διακίνησης ιδεών.

Όλα αυτά με τα οποία καταπιάνεται ο Σαουδάραβας σκηνοθέτης Ταουφίκ Αλζαϊντί, στην πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, με φόντο τη Σαουδική Αραβία τη δεκαετία του ’90 και την ιστορία δύο αδελφών ψυχών που βρίσκουν η μία την άλλη και ανακαλύπτουν τις κινητήριες δημιουργικές δυνάμεις που κρύβονται μέσα τους. Ακόμη και το γυναικείο όνομα του τίτλου, έχει τη σημασία του για τη Σαουδική Αραβία.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, οπότε και η καλλιτεχνική έκφραση απαγορεύτηκε ρητά στη χώρα, ο Ναντέρ, ένας νέος δάσκαλος, που κρατά κρυφές τις καλλιτεχνικές του αναζητήσεις, φτάνει σε ένα χωριό στην έρημο και συναντά τη Νόρα, μια νεαρή γυναίκα, που πυροδοτεί τη δημιουργικότητά του και τον εμπνέει να ζωγραφίσει ξανά. Με μεγάλο κίνδυνο, αναπτύσσουν μια λεπτή σύνδεση και έναν ήσυχο δεσμό. Ο Ναντέρ διαφωτίζει τη Νόρα για τον ευρύτερο κόσμο έξω από τη μικροσκοπική κοινότητά της και εκείνη συνειδητοποιεί ότι πρέπει να φύγει, για να βρει ένα μέρος όπου μπορεί να είναι ελεύθερη να εκφράσει τον καλλιτεχνικό της εαυτό.

Η δεκαετία του ‘90 έχει ανατραπεί σε μεγάλο βαθμό κι αυτό οφείλεται στον πρίγκιπα διάδοχο του θρόνου Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν, που έχει παραχωρήσει αρκετές ελευθερίες, παρά τις πιέσεις των συντηρητικών. Κάτι που εκμεταλλεύεται ο Αλζαϊντί, αφηγούμενος μία άκρως ενδιαφέρουσα ιστορία και το σημαντικότερο, πείθοντας για τις σκηνοθετικές του αρετές. Μπορεί να χάνει σε κάποιες λεπτομέρειες, να μένει αμήχανος σε ορισμένα σημεία δραματικότητας, αλλά καταφέρνει να περάσει τα μηνύματά του, για την τέχνη, ως εργαλείο επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων, να αναδείξει τα συναισθήματα και να φτιάξει τα σαγηνευτικά πορτρέτα του δασκάλου και της μούσας του.

Γυρισμένο εξολοκλήρου, το υποφωτισμένο φιλμ, στην εντυπωσιακή περιοχή της Αλ Ουλά, ο Αλζαϊντί θα αξιοποιήσει πλήρως το φυσικό σκηνικό και την πλούσια κληρονομιά της περιοχής, με αυτοπεποίθηση, ενώ οι ερμηνείες του πρωταγωνιστικού ζευγαριού θα προσφέρουν τα μέγιστα.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Σαουδική Αραβία, δεκαετία του 1990, οπότε και η καλλιτεχνική έκφραση απαγορεύτηκε ρητά στη χώρα. Ο Ναντέρ, ένας νέος δάσκαλος και ένας κρυφός καλλιτέχνης, φτάνει στο χωριό και συναντά τη Νόρα, μια νεαρή γυναίκα που πυροδοτεί τη δημιουργικότητα μέσα του και τον εμπνέει να ζωγραφίσει ξανά.

Δεν Είμαι Εγώ

(“C’est Pas Moi”) Σινεφίλ, γαλλικής παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Λεός Καράξ, με τους Ντενίς Λαβάν, Νάστια Γκολούποβα, Λεός Καράξ κα.

Αν και απόμακρος και κινηματογραφικά, ο πάντα αντισυμβατικός και απρόβλεπτος Λεός Καράξ, αυτός ο σπουδαίος κινηματογραφιστής έρχεται να ταράξει και πάλι τα νερά με ένα φιλμάκι μεσαίου μήκους, που προβλήθηκε στο προηγούμενο φεστιβάλ Καννών.

Ένα άκρως ενδιαφέρον αυτοαναφορικό, αταξινόμητο φιλμ 40 λεπτών, ένα σινεφιλικό δοκίμιο, με αποσπάσματα και από το δικό του προσωπικό σινεμά και που αποπνέει την καλλιτεχνική του ξεχωριστή ιδιοσυγκρασία.

Ο 64χρονος πια Καράξ των εξαίσιων «Οι Εραστές της Γέφυρας» και «Η Δική μας Νύχτα», φτιάχνει ένα χειροποίητο κινηματογραφικό κολάζ, καλοδεχούμενων πειραματισμών και εικαστικών πρωτοποριακών τεχνοτροπιών, ένα δοκίμιο για την εξουσία, την πολιτική και το σινεμά. Μια φιλμική αυτοπροσωπογραφία, χωρίς να έχει μπροστά του έναν καθρέφτη, αλλά ζωγραφίζοντας λοξά από την πίσω πλευρά των εικόνων, με αναφορές σε βιώματα, τις επιρροές στο κινηματογραφικό του έργο, αλλά και έναν φόρο τιμής στον ύστερο Ζαν Λικ Γκοντάρ, τον οποίο λατρεύει.

Μια φιλμική εμπειρία για αθεράπευτους σινεφίλ, που αγαπούν τον ποιητικό κινηματογράφο και βεβαίως το σύμπαν του Λεός Καράξ, μια ταινία που μπορεί να φέρει κοντύτερα τους νέους με τον Γκοντάρ και ειδικά με τα τελευταία του μαχητικά χρόνια και τις σκληρές αλήθειες που υποστήριζε σαν έφηβος.

Προβάλλονται ακόμη οι ταινίες:

Λίλο και Στιτς

(“Lilo and Stitch”) Ριμέικ της ταινίας κινουμένων σχεδίων της Disney του 2002, που γέννησε τρία σίκουελ, σε σκηνοθεσία του Ντιν Φλάισερ Καμπ. Η διάσημη ταινία επιστρέφει στη μεγάλη οθόνη σε έναν συνδυασμό animation με ζωντανή δράση και σε ένα αντάμωμα της πρωτότυπης ζεστασιάς με το ρεαλιστικό οπτικό κόσμο. Με όλα τα συστατικά της επιτυχίας, το φιλμ προσφέρει διασκέδαση για όλη την οικογένεια και ειδικά για τους μικρότερους φίλους μας.

Η ιστορία ενός μοναχικού κοριτσιού από τη Χαβάη, που υιοθετεί έναν αλλόκοτο εξωγήινο φυγά, τον Στιτς, ο οποίος μοιάζει με σκύλο και αυτός τη βοηθά να ενώσει τη διαλυμένη οικογένειά της.

Στην ταινία, που προβάλλεται και μεταγλωττισμένη στα ελληνικά, παίζουν οι Σίντνεϊ Ελίζαμπεθ Αγκουντόγκ, Μπίλι Μάγκνουσεν, Τία Καρέρε κα.

Το Μίσος

(“La Haine”) Το εξαιρετικό δραματικό φιλμ που γύρισε το 1995 Ματιέ Κασοβίτς, σε επανέκδοση. Η ταινία, που έκανε διάσημο τον Κασοβίτς, κερδίζοντας και το βραβείο σκηνοθεσίας στις Κάννες, δονείται από την κοινωνική αγανάκτηση και τον κοφτερό ρεαλισμό, δίνει φωνή στους πληβείους του Παρισιού και συμβάλει στη δημιουργία ενός νέου καλλιτεχνικού ρεύματος στο ευρωπαϊκό σινεμά.

Σε μια φτωχογειτονιά της Γαλλίας ξεσπάει ακόμα μία ταραχή στους δρόμους. Ο νεαρός Αμπντέλ κακοποιείται από αστυνομικούς και βρίσκεται σε άσχημη κατάσταση στο νοσοκομείο. Ένας φίλος του βρίσκει το όπλο που χάνει ένας από τους αστυνομικούς, κι ορκίζεται πως αν πεθάνει ο Αμπντέλ θα δολοφονήσει έναν αστυνομικό.

Είχε προηγηθεί η πραγματική ιστορία ενός 17χρονου από το Ζαΐρ, που δολοφονήθηκε σε ένα αστυνομικό τμήμα του Παρισιού ενώ ανακρίνεται δεμένος με χειροπέδες σε ένα καλοριφέρ. Ένα γεγονός που γέννησε το σενάριο, που έγραψε άμεσα ο Κασοβίτς και με το οποίο αποτυπώνει, δίχως φίλτρα ή κινηματογραφικές ωραιοποιήσεις, το τεταμένο πνεύμα της εποχής, την κουλτούρα των κακόφημων δρόμων, το ψυχοφθόρο αβέβαιο μέλλον, την οργή για την άρχουσα τάξη και τα όργανά της.

Τριάντα χρόνια από την πρεμιέρα της, η ταινία δείχνει ολόφρεσκη και η κατάσταση μάλλον ακόμη χειρότερη. Παίζουν οι Βενσάν Κασέλ, Ουμπέρτ Κουντέ, Αμπντέλ Αχμέντ Γκιλί, Φρανσουά Λεβαντάλ, αλλά και πολλοί ερασιτέχνες που αναπαρέστησαν τα γεγονότα.

Σχόλια
Σχολίασε εδώ
50 /50
2000 /2000
Όροι Χρήσης. Το site προστατεύεται από reCAPTCHA, ισχύουν Πολιτική Απορρήτου & Όροι Χρήσης της Google.
Πολιτισμός
Ακολουθήστε το Νewsit.gr στο Google News και ενημερωθείτε πρώτοι για όλη την ειδησεογραφία και τα τελευταία νέα της ημέρας
Newsit Blogs
Πολιτισμός: Περισσότερα άρθρα
Metallica live στο ΟΑΚΑ: Όλες οι πληροφορίες για τα εισιτήρια της επικής συναυλίας – Special πακέτα από 2.445 ευρώ
Η «ιερή» τετράδα των Metallica: Τζέιμς Χέτφιλντ, Λαρς Ούλρικ, Κερκ Χάμμετ και Ρόμπερτ Τρουχίγιο έκαναν σήμερα τους χιλιάδες metalheads της Ελλάδας να τιναχτούν από τη χαρά τους
Οι Metallica
Προτομή της Μαρίας Κάλλας στην Όπερα της Ρώμης, 67 χρόνια από την επεισοδιακή παράσταση της «Νόρμα»
Τον Ιανουάριο του 1958 η Μαρία Κάλλας είχε αποχωρήσει επεισοδιακά από τη σκηνή της Όπερας της Ρώμης - εξαιτίας φωνητικών προβλημάτων - πριν ολοκληρωθεί η πρώτη παράσταση της «Νόρμα»
Μαρία Κάλλας
1