Ακολουθώντας τον παλμό της πόλης, η Ταβέρνα της Ερμού κρατά το πνεύμα της παλιάς Αθήνας προσαρμοσμένο στο σήμερα, με προτάσεις που αποδεικνύουν πως η προσοχή στη λεπτομέρεια είναι εκείνη που κάνει τη διαφορά ανάμεσα στο καθημερινό και το ξεχωριστό.
Η νέα άφιξη χαμηλά στο Μοναστηράκι λειτουργεί σαν ανάσα κανονικότητας σε ένα από τα πιο τουριστικά σημεία της πόλης. Ο χώρος «διαβάζει» σωστά τη γειτονιά: μαρμάρινα τραπέζια, ρετρό φωτιστικά, δάπεδο-σκακιέρα και μια μεγάλη τζαμαρία προς τον δρόμο συνθέτουν ένα σκηνικό με ισορροπία ανάμεσα στο παλιό και το νέο. Η αισθητική είναι καθαρά ελληνική, με urban πινελιές και μια αίσθηση απροσποίητης οικειότητας, ενώ το service κινείται γρήγορα, με ευγένεια και γνώση, όπως ακριβώς χρειάζεται σε έναν χώρο που γεμίζει από το μεσημέρι ως το βράδυ.
Η ομάδα του Ergon προσεγγίζει τη σύγχρονη ελληνική γεύση με καθαρή ματιά και συνέπεια. Η βάση παραμένει παραδοσιακή, αλλά το γευστικό αποτέλεσμα έχει τεχνική και μέτρο. Οι πρώτες ύλες είναι στο επίκεντρο, η εκτέλεση μελετημένη και η αισθητική εμπνέεται από το χθες χωρίς να το αναπαράγει αυτούσιο. Το αποτέλεσμα είναι μια εμπειρία οικεία, αλλά σημερινή, ένας διάλογος ανάμεσα στη νοσταλγία και τη φρεσκάδα.
Στην κουζίνα, ο σεφ Παναγιώτης Ξάνθης στήνει ένα μενού με ξεκάθαρη ταυτότητα. Η αθηναϊκή σαλάτα με αυγοτάραχο Μεσολογγίου ανοίγει το γεύμα με σωστά ζυγισμένη αλμύρα και φρεσκάδα, δείχνοντας από νωρίς την προσήλωση στη λεπτομέρεια. Οι ψαρομεζέδες συνεχίζουν στο ίδιο ύφος: ο ταραμάς με βελούδινη υφή και πικάντικες νότες από κάρδαμο τουρσί, η τονολακέρδα με ευχάριστο κάπνισμα, και η μαρινάτη τσιπούρα με ήπια οξύτητα εκεί που χρειάζεται. Όλα δείχνουν μια προσέγγιση που θυμάται το χθες, μιλώντας τη γλώσσα του σήμερα, με χαμηλούς τόνους και καθαρή πρόθεση.
Στα κυρίως, η έμφαση μεταφέρεται στις… κατσαρόλες. Το γιουβέτσι με καβουρόψιχα είναι από εκείνα τα πιάτα που ζητά κανείς ξανά, χάρη στο μελωμένο κριθαράκι και στην υποδειγματικά δεμένη bisque, βαθιάς νοστιμιάς. Το μυλοκόπι με λεμόνι και ελαιόλαδο σερβίρεται ζεστό και ζουμερό, με όξινο τελείωμα που καθαρίζει τον ουρανίσκο, ενώ η μακαρονάδα με θαλασσινά – με φρέσκα μύδια, γαρίδες και σάλτσα βουτύρου-λεμονιού – είναι ίσως το πιο πληθωρικό αλλά ισορροπημένο πιάτο του μενού. Η λογική των γεύσεων ευνοεί το μοίρασμα, με πιάτα που εναλλάσσονται όμορφα και συνοδεύονται από το κρασί αρμονικά. Για όσους επιμένουν στο κρέας, υπάρχουν τα τηγανητά κεφτεδάκια με πατάτες, που όμως δεν στέκονται ακόμη στο αντίστοιχο επίπεδο των θαλασσινών πιάτων, καθώς και μια πρόταση στα πιάτα ημέρας – όταν το επισκεφτήκαμε εμείς, είχαν κόκορα κοκκινιστό με μακαρόνια.
Μετά τα κυρίως, η κουζίνα χαμηλώνει ρυθμό και περνά στα γλυκά. Εδώ, η επιλογή αλλάζει ανάλογα με την ημέρα, κάτι που κρατά την εμπειρία ζωντανή. Οι μερίδες είναι ελαφριές και εύκολες στο μοίρασμα, ακολουθώντας την ίδια λογική μέτρου και φρεσκάδας. Η λίστα κρασιών εστιάζει στην ελληνική επικράτεια και στους μικρούς παραγωγούς, με ενδιαφέρουσες επιλογές σε λευκά και ροζέ, ενώ το ούζο και το τσίπουρο βρίσκουν τη θέση τους στην αρχή του γεύματος.
Η σάλα παίζει καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία της συνολικής εμπειρίας. Τα μαρμάρινα τραπέζια και τα μπρούτζινα φωτιστικά δίνουν στιβαρότητα, το δάπεδο-σκακιέρα προσθέτει ρετρό χαρακτήρα και οι λευκές πορσελάνες με μπλε λεπτομέρειες ενισχύουν το ελληνικό πνεύμα. Παρά τη ζωντανή ατμόσφαιρα και τη μάλλον δυνατή μουσική, η συνομιλία δεν χάνεται ποτέ. Η καλύτερη ώρα για να καθίσει κανείς είναι νωρίς το απόγευμα, με ένα ποτήρι κρασί, απολαμβάνοντας τη ραστώνη της Ερμού, λίγο πριν η πόλη φορέσει τα φώτα της νύχτας.
Στην Ταβέρνα της Ερμού, όλα κινούνται με έναν ήσυχο επαγγελματισμό. Η κουζίνα έχει σαφή προσανατολισμό, οι πρώτες ύλες μιλούν από μόνες τους και η φιλοσοφία είναι ξεκάθαρη: απλότητα, συνέπεια και ισορροπία. Είναι ακόμη νωρίς, αλλά ήδη φαίνεται πως πρόκειται για το είδος του εστιατορίου που δεν επιδιώκει να εντυπωσιάσει, αλλά προτιμά να πείθει με την ουσία. Μια σύγχρονη εκδοχή της ελληνικής ταβέρνας, στα πρώτα της βήματα, η οποία συνδυάζει παράδοση, τεχνική, ατμόσφαιρα και μέτρο με τρόπο που δύσκολα ξεχνιέται.
