Η Τράπεζα της Ελλάδος στην τελευταία Έκθεσή της για την εγχώρια οικονομία (Ενδιάμεση Έκθεση για την Νομισματική Πολιτική του 2025) επιλέγει να καταστήσει εμφανή «όλα» τα βασικά προβλήματα της οικονομίας. Η «ανάπτυξη 2,1%» για την περίοδο 2025 – 2027, που προβλέπει, κρύβει πίσω της μια οικονομία που παραμένει δομικά αδύναμη, εξαρτημένη από εξωγενείς παράγοντες και ανίκανη να παράγει αυτόνομη, βιώσιμη μεγέθυνση.
Αυτές είναι οι παρατηρήσεις της ΤτΕ από την εισαγωγή της Έκθεσης και δεν επιχειρείται να «κρυφτούν» στις πίσω – πίσω σελίδες…
Η κεντρική αδυναμία της ελληνικής οικονομίας, σύμφωνα με την ΤτΕ, είναι η υπερβολική εξάρτησή της από την ιδιωτική κατανάλωση, που αποτελεί περίπου το 70% του ΑΕΠ. Αναγνωρίζεται ότι η «κατανάλωση» θα είναι η «κυριότερη συνιστώσα της μεγέθυνσης», μια παραδοχή που αποκαλύπτει την αδυναμία, αλλά και την απουσία προοπτικών παραγωγικού μετασχηματισμού… Με άλλα λόγια πρόκειται για μια οικονομία που δεν επενδύει στην παραγωγική της βάση, δεν βελτιώνει την παραγωγικότητά της, αλλά απλώς «καταναλώνει» τα ήδη αδύναμα εισοδήματα που παράγει στο δρόμο προς την… ανάπτυξη. Αυτή η «δομή» που στηρίζει την ανάπτυξή της κατά 70% στην καταναλωτική δαπάνη -το έχουμε επισημάνει πολλές φορές στο παρελθόν από αυτές τις γραμμές- αποκαλύπτει μία οικονομία που ο προσανατολισμός της είναι η ζήτηση που παραμένει το μοναδικό στήριγμα χωρίς να υπάρχει αντίστοιχη σημαντική βελτίωση και στην προσφορά.
Το πρόβλημα της χαμηλής παραγωγικότητας είναι χρόνιο και ταλανίζει μόνιμα την εγχώρια οικονομία.
Η ΤτΕ αναφέρει ως κρίσιμη πρόκληση τη «χαμηλή παραγωγικότητα» και τη «στάσιμη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα». Συγκριτικά με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, η Ελλάδα παραμένει σταθερά… πίσω. Αυτό δεν είναι απλώς ένα «δεδομένο» της οικονομίας, αλλά η καθαρή ένδειξη ότι η οικονομία δεν καταφέρνει να εκσυγχρονίσει τον παραγωγικό της ιστό, να εισάγει νέες τεχνολογίες ή να αναβαθμίσει το ανθρώπινο δυναμικό της. Η «βραδεία αλλαγή του παραγωγικού προτύπου» που αναφέρει το κείμενο είναι ένας διακριτικός τρόπος για να μιλήσει η ΤτΕ για μια οικονομία που παραμένει κολλημένη σε παρωχημένες δομές, χαμηλής προστιθέμενης αξίας δραστηριότητες και χωρίς ικανότητα τεχνολογικού άλματος.
Και να σκεφτεί κανείς ότι όλα αυτά για τα οποία μιλάμε παραμένουν τα χαρακτηριστικά μιας οικονομίας η οποία έχει περάσει μέσα από το «καθαρτήριο» τριών μνημονιακών συμβάσεων, που όπως αποδεικνύεται παρά το εφιαλτικό κόστος τους για την κοινωνία, όχι μόνο δεν άλλαξαν ή διόρθωσαν κάτι αλλά αντίθετα, όπως αποδεικνύεται έχουν σκληρύνει αυτά τα χαρακτηριστικά φορτώνοντας ταυτόχρονα την «δομή» αυτή με ένα τεράστιο «επίσημο χρέος»…
Ο «επενδυτικός γκρεμός» και η ΤτΕ
Το πιο ανησυχητικό στοιχείο πάντως που αναγνωρίζει και η ΤτΕ η είναι η επικείμενη επενδυτική κάμψη με την ολοκλήρωση του Ταμείου Ανάκαμψης. Αυτό για το οποίο τα Οικονοκλαστικά έχουν μιλήσει αρκετές φορές τελευταία χαρακτηρίζοντάς το «επενδυτικό γκρεμό». (Ο όρος είναι «δανεικός» από μία προειδοποίηση που είχε δεχθεί η ελληνική πλευρά στην τελευταία σύνοδο του ΔΝΤ).
Οι προβλέψεις της ΤτΕ μιλάνε ανοικτά γι’ αυτή την τεχνητή φύση της τρέχουσας «ανάπτυξης». Οι επενδύσεις θα αυξηθούν με 7,3% το 2025-26, στηριζόμενες στους πόρους του RRF (Ταμείο Ανάκαμψης), αλλά «με το πέρας της περιόδου εφαρμογής του ευρωπαϊκού μέσου ανάκαμψης NextGenerationEU ο ρυθμός αύξησής τους θα μετριαστεί το 2027 – 28». Η λέξη «μετριασθεί» χρησιμοποιείται από την ΤτΕ προφανώς για να αποφευχθούν ανεπίσημες … εντάσεις.
Η ΤτΕ δεν διστάζει πάντως να στρίψει το μαχαίρι στην πληγή τονίζοντας ότι μόνο το ένα τρίτο των πόρων (του Τ.Α.) που έχουν απορροφηθεί έχει διοχετευτεί στην πραγματική οικονομία. Και το γεγονός αυτό προσθέτει επιπλέον ανησυχίες για χαμηλή αποτελεσματικότητα αξιοποίησης…
Όλα αυτά σημαίνουν ότι η ελληνική οικονομία εξακολουθεί – παρά τις περιβόητες μεταρρυθμίσεις πρωτοφανούς κοινωνικού κόστους – να βασίζεται σε μια εξωγενή, προσωρινή «ένεση» κεφαλαίου, χωρίς να δημιουργεί τις προϋποθέσεις για αυτόνομη επενδυτική δραστηριότητα. Μα άλλα λόγια όταν τελειώσουν οι ευρωπαϊκοί πόροι του Τ.Α., θα πρέπει να επιστρέψει στη… στασιμότητα. Η ίδια η ΤτΕ αναφέρει ως πρόκληση τον «κίνδυνο επιβράδυνσης των ρυθμών ανάπτυξης μετά τη λήξη του RRF» και το «υφιστάμενο επενδυτικό κενό». Αυτό το «κενό» αντανακλά την ανικανότητα παραγωγής επενδυτικών δυνατοτήτων, την απουσία βιομηχανικής πολιτικής ικανής να αναστρέψει την «τάση» και προφανώς την δομική εξάρτηση από την εξωτερική χρηματοδότηση.
Το αρνητικό πρόσημο της συμμετοχής του εξωτερικού τομέα στο ΑΕΠ είναι άλλο ένα «συμπτωματικό» στοιχείο.
Η ΤτΕ το αποδίδει στην κατεύθυνση της «επενδυτικής δραστηριότητας» που προκαλεί αύξηση των εισαγωγών, αλλά και στο «υψηλό εισαγωγικό περιεχόμενο της εγχώριας κατανάλωσης και των εξαγωγών αγαθών». Αυτό σημαίνει ότι ακόμα και οι επενδύσεις και οι εξαγωγές δεν στηρίζονται σε εγχώρια παραγωγή, αλλά σε εισαγόμενα ενδιάμεσα αγαθά και κεφαλαιουχικό εξοπλισμό. Η ελληνική οικονομία λειτουργεί ως «διαμετακομιστικός» κρίκος, χωρίς να δημιουργεί ουσιαστικά αυξανόμενη προστιθέμενη αξία στο εσωτερικό της.
Ο πληθωρισμός απλά έρχεται να προσθέσει επιπλέον πιέσεις. Η επιμονή του στο 2,8% για το 2025, κυρίως λόγω των αυξήσεων στις αμοιβές και τα ενοίκια, δημιουργεί πιέσεις στα πραγματικά εισοδήματα και περιορίζει ακόμα περισσότερο την αγοραστική δύναμη. Η «δυσκολία εύρεσης προσιτής κατοικίας» που αναφέρει η ΤτΕ είναι άμεση συνέπεια της κερδοσκοπικής φούσκας στην αγορά ακινήτων, ενώ οι «πιέσεις στην αγορά εργασίας» αποκαλύπτουν τις συγκρούσεις γύρω από τη διανομή του εισοδήματος σε μια οικονομία που δεν μεγαλώνει πραγματικά.
Η γεωπολιτική και κλιματική αβεβαιότητα (υπάρχει ολόκληρη μελέτη από την ΤτΕ για τις συνέπειές της), το υψηλό δημόσιο χρέος (που παραμένει εκρηκτικό παρά τη μείωσή του), η δημογραφική κρίση και η αδυναμία υλοποίησης μεταρρυθμίσεων συμπληρώνουν την εικόνα μιας οικονομίας που βρίσκεται σε διαρθρωτικό αδιέξοδο. Όλα αυτά από την ΤτΕ, όχι από κακοπροαίρετους παρατηρητές…
Η Ελλάδα δεν παράγει, δεν επενδύει αυτόνομα, δεν βελτιώνει την παραγωγικότητά της. Απλώς καταναλώνει ότι υπάρχει διαθέσιμο και ελπίζει ότι η ευρωπαϊκή χρηματοδότηση θα συνεχίσει (;) να καλύπτει τα κενά.
Όταν αυτό τελειώσει (ΤΑ), το πραγματικό μέγεθος της ελληνικής οικονομικής αδυναμίας απειλεί να αποκαλυφθεί με όλη του τη σκληρότητα.
Βέβαια δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τον πολιτικό χρόνο αυτών των εξελίξεων τον προλαβαίνει, όπως έχουν τα πράγματα, ο εκλογικός κύκλος…