Το παράδοξο του να αισθάνεσαι άσχημα αλλά οι άλλοι να επιμένουν να σου λένε πόσο… καλά είσαι, είναι κάτι συνηθισμένο στη Ελλάδα. Πρόσφατο παράδειγμα οι ανακοινώσεις για την ανάπτυξη της εγχώριας οικονομίας σταθερά πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, αλλά και η ταυτόχρονη αύξηση της κοινωνικής δυσαρέσκειας την οποία μπορείς να μετρήσεις είτε με όσα συμβαίνουν στους δρόμους, είτε και με … αριθμούς.
Η ανακοίνωση για ρυθμό ανάπτυξης 2% στο τρίτο τρίμηνο επιμένει στην εικόνα μιας οικονομίας που κινείται ανοδικά μέσα σε ένα ευρωπαϊκό περιβάλλον που …ασθμαίνει. Η αλήθεια βέβαια είναι ότι πίσω από τη θετική αυτή «ένδειξη» κρύβεται μια διαφορετική πραγματικότητα, πολύ λιγότερο αισιόδοξη για τα ελληνικά νοικοκυριά απ’ ότι συμβαίνει με τους δημόσιους λογαριασμούς.
Σύμφωνα με όσα υποστηρίζει η νέα μελέτη του ΚΕΦΙΜ (υπογράφουν οι Νίκος Ρώμπαπας και Κωνσταντίνος Σαραβάκος), μέσα στο περιβάλλον της κατά 2% ανάπτυξης της εγχώριας οικονομίας, το πραγματικό εισόδημα των Ελλήνων παραμένει εν έτη 2024 κατά 15% χαμηλότερο (!) από ότι ήταν το 2009.
Συγκεκριμένα Ελλάδα και Ιταλία, είναι οι μόνες χώρες που μετά την κρίση χρέους του 2008 – 2010 δεν έχουν ξαναποκτήσει το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα της προ μνημονίων περιόδου.
Με άλλα λόγια ενώ η ΕΕ καταγράφει αύξηση εισοδήματος 22% την τελευταία εικοσαετία, η Ελλάδα εμφανίζει μείωση 5%! Ακόμη και οι εντυπωσιακές ποσοστιαίες «αυξήσεις» μετά το 2012 ή το 2015 δεν καλύπτουν το χαμένο έδαφος, καθώς προηγήθηκε η πρωτοφανής απώλεια κατά 34% την περίοδο 2010–2013.
Έτσι έχουμε την ελληνική “παραδοξότητα” η οικονομία να αναπτύσσεται, αλλά το εισόδημα των νοικοκυριών να μένει επίμονα πίσω. Η «εξήγηση» βέβαια βρίσκεται στη δομή και τη σύνθεση αυτής της… ανάπτυξης που συμβαίνει στο μεταξύ. Η αύξηση του ΑΕΠ στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στις επενδύσεις με τους κοινοτικούς πόρους — Ταμείο Ανάκαμψης, ΕΣΠΑ — που ενισχύουν υποδομές και έργα, αλλά δεν μεταφράζονται σε ουσιαστική αναλογική ενίσχυση των μισθών.
Η ανάπτυξη είναι πραγματική μεν στους αριθμούς που αναφέρονται στα δημόσια οικονομικά, αλλά περιορισμένη στην «τσέπη» του πολίτη.
Ένας από τους βασικούς λόγους βέβαια είναι ότι η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να λειτουργεί υπό καθεστώς υψηλής φορολογικής «πίεσης] ειδικά των «έμμεσων» φόρων όπως έχουμε επισημάνει πολλές φορές από τις γραμμές αυτές. Το πραγματικό εισόδημα δεν «διαβρώνεται» μόνο από την υστέρηση στις πραγματικές αυξήσεις των μισθών, αλλά και από τη συνεχή φορολογική αφαίμαξη που περιορίζει την αγοραστική δύναμη. Προφανώς και την αποταμίευση. Παράλληλα, το πρόβλημα των κόκκινων δανείων παραμένει «ενεργό». Τα «κόκκινα δάνεια» έφυγαν από τους ισολογισμούς των τραπεζών αλλά κατέληξαν στους servicers που συνεχίζουν να διεκδικούν τις «απαιτήσεις], κρατώντας ζωντανό ένα βάρος που επηρεάζει χιλιάδες νοικοκυριά και περιορίζει την οικονομική τους ανάσα.
Κάπως έτσι η Ελλάδα εμφανίζει «ανάπτυξη», αλλά όχι «ευημερία».
Το ΑΕΠ ανεβαίνει, όμως το πραγματικό εισόδημα παραμένει καθηλωμένο, πιεσμένο από χαμηλούς μισθούς, φόρους και χρέη. Και αυτό δεν διορθώνεται με θριαμβευτικές ανακοινώσεις για τα ποσοστά της «ανάπτυξης»…